«Η πολιτική διαπραγμάτευση» - και η φέτα

Δευτέρα, 21 Οκτωβρίου 2013 15:50
UPD:15:50
Eurokinissi/ΜΠΟΝΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
A- A A+

Τουλάχιστον ο Διονύσιος Σολωμός, όταν έγραφε το «Δυστυχμένε μου λαέ, καλέ και ηγαπημένε, πάντοτ’ ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε», αναφερόταν σε μια χώρα και έναν κόσμο όπου η δυσκολία πρόσβασης στην πληροφόρηση αλλά και το συνολικό επίπεδο αναλυτικής προσέγγισης των πραγμάτων -έτσι, να το πούμε με όρους σοβαροφανείς και επίσημους!- ήταν κατ’ ανάγκην εντελώς άλλου επιπέδου απ’ ό,τι σήμερα. Σήμερα η πληροφόρηση είναι πυκνή, πληθωρική, άμεση. Σήμερα, η μνήμη των προηγούμενων φάσεων των πραγμάτων είναι πάντα ζωντανή (οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου, τα Ορλωφικά το ζούσαν σαν σε αχλύ μύθου...). Σήμερα -υποτίθεται- ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης είναι διαφωτιστικός, ερευνητικός, ρόλος στάθμισης και αξιολόγησης υπέρ της κοινής γνώμης.

Τρίχες! αποδεικνύεται. Δείτε την (σκηνοθετημένη ή μη, λίγο ενδιαφέρει, καθώς ήδη πήρε δική της δυναμική) νέα κρίση της κυβέρνησης Σαμαρά/Στουρνάρα με την τρόικα ή μάλλον το νέο αδιέξοδο επικοινωνίας του συνολικού ελληνικού πολιτικού συστήματος με τον «έξω κόσμο» (γιατί τι διαφοροποιεί, αλήθεια, το «αποκλείονται νέα μέτρα» Αντ. Σαμαρά, με απειλή αποσταθεροποίησης στο βάθος από τη συγκρατημένη μεν, αλλά σαφή αντιμνημονιακή στάση ΣΥΡΙΖΑ; Την πικρία έναντι τρόικας του Γιάννη Στουρνάρα από το ανέβασμα στα χαρακώματα του Ευάγγελου Βενιζέλου;). Θα ‘λεγε κανείς ότι η συλλογική καταφυγή στην τοτεμική έννοια της «πολιτικής διαπραγμάτευσης», που διατρέχει όλο το πολιτικό και μιντιακό μας σκηνικό, έχει σβήσει κάθε μνήμη. Και ότι η έμμεση απειλή προς «τους Ευρωπαίους» ότι από τη Βουλή των Ελλήνων τίποτε καινούργιο δεν περνάει, το ότι «αλλιώς πάμε σε εκλογές», το «πάρτε τηλέφωνο τον Αλέξη Τσίπρα» γίνεται με μηδενική αναγωγή στο κοντινό καν παρελθόν.

Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη - [email protected]

Νωπή ακόμη η μνήμη που η διαχείριση ΓΑΠ/Γιώργου Παπακωνσταντίνου μιλούσε για το «πιστόλι που ήταν πάνω στο τραπέζι» (και μάλιστα γεμάτο), ώστε οι Ευρωπαίοι να σκιαχτούν από το συστημικό κίνδυνο μιας αστοχίας στη διαπραγμάτευσή τους με την ψυχωμένη Ελλάδα. Ακόμη πιο νωπή η «πολιτική διαπραγμάτευση» Ευάγγελου Βενιζέλου, όταν υπερήφανος έδιωξε για λογαριασμό μας την τρόικα το 2011 -και ακόμη πληρώνουμε το «χαράτσι Βενιζέλου», που επεβλήθη όταν η τρόικα επανήλθε...

Οταν, δε, καλείται ο Αντώνης Σαμαράς ομόθυμα/ομόφωνα, από ΒΒ μέχρι εσωκομματικούς άσπονδους φίλους του στη ΝΔ και απ’ όλα τα επίσης ψυχωμένα media να φέρει το ελληνικό θέμα σε επίπεδο Κορυφής, να το λύσει εκεί ως νέος ρομφαιοφόρος Αη Γιώργης και να μην τα αφήσει να σέρνεται με χαμηλόβαθμους τεχνοκράτες, τι να πρωτοθυμηθεί κανείς;

Το πώς ο προκάτοχός του Κώστας Καραμανλής έπαιξε -την εποχή των εργολάβων και νταβατζήδων κ.λπ.- το περιθωριακής σημασίας ζήτημα του «βασικού μετόχου» και έχασε, επειδή οι «χαμηλόβαθμοι υπάλληλοι των Βρυξελλών» (κατά Προκόπη Παυλόπουλο) επεκράτησαν; Το πώς όχι μια και δυο, αλλά πλείστες φορές Ανγκελα Μέρκελ και Βόλφγκανγκ Σόιμπλε (και τότε που δεν ήταν μπλεγμένοι με το σχηματισμό κυβέρνησης στη μετεκλογική Γερμανία...) σταθερά παρέπεμψαν στο τεχνικό επίπεδο όταν τα πράγματα κολλούσαν και τους εζητείτο πολιτική ρύθμιση; Ή, μήπως, το πώς προ ημερών ακόμη ο Αντώνης Σαμαράς -πρωθυπουργός, αν θυμόμαστε καλά- υποδέχθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου (και καλά έκανε!) τον Τόμας Βίζερ, αξιολογότατο και κρισιμότατο πρόεδρο του EuroWorking Group, ούτε καν υπουργό του Eurogroup, αλλά ανώτερο τεχνοκράτη. («Οι συζητήσεις για το νέο δάνειο και το μνημόνιο που θα το συνοδεύει μόλις άρχισαν», είχε φροντίσει να δηλώσει προκαταβολικά ο Τ. Βίζερ, διαψεύδοντας και τις απόψεις περί μη ανάγκης κάλυψης του χρηματοδοτικού κενού και τις απόψεις περί «μη νέου μνημονίου». Και πετώντας την μπάλα στο μέλλον...)

Οι πικρίες στην πολιτική δεν ωφελούν - η διαπραγμάτευση έχει τους όρους της

Αντί, λοιπόν, να ανοητολογούμε συλλογικά («α» στερητικό+νόημα+λόγος, δηλαδή κουβεντιάζω χωρίς νόημα) περί «πολιτικής διαπραγμάτευσης», καλό θα ήταν να προχωρούσε κάτι σαν γνήσια, ανοιχτή διαπραγμάτευση. Ομως η διαπραγμάτευση, κάθε διαπραγμάτευση έχει τους όρους της!

Ενας, πρώτος πρώτος, είναι ότι δεν ξεκινάς δένοντας τα χέρια σου. Και το καλύτερο ισοδύναμο με τα δεμένα χέρια είναι να έχεις πικρίες: όταν ο Γιάννης Στουρνάρας λέει ότι δεν μπορεί «να αποδεχθεί απόψεις που υποτιμούν τις θυσίες του ελληνικού λαού» έχει μόνος του ξεκινήσει αυτοϋπονομευόμενος. Επίσης, διαπραγμάτευση σημαίνει ότι δεν... συζητάς με τον εαυτό σου, αλλά με τον απέναντι. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει ότι έχεις σωστά/σοβαρά αξιολογήσει τον απέναντι (θα το δούμε στη συνέχεια), αφού πρώτα κατασταλάξεις εσύ σε κάτι σαν θέση. Οταν όμως στο εσωτερικό ο καθένας προσθέτει το μακρύ του και το κοντό του, τότε ο δύσμοιρος «δικός μας» διαπραγματευτής, πώς να πορευθεί; (Μια πρόσθετη παρατήρηση, εδώ: όσοι ψιθυρίζουν στον Αντώνη Σαμαρά ότι τώρα, με το πρωτογενές πλεόνασμα -το οποίο μάλιστα ξεκίνησε ψιλοσπαρακτικά να μοιράζει- «δεν τους πολυέχουμε ανάγκη τους ξένους», συν ότι το 1 δισ. που περιμένουμε από την τρόικα «το δίνουν προθύμως οι αγορές», αυτοί καλόν θα ήταν να κλειδωθούν στο δεύτερο υπόγειο του Μαξίμου και το κλειδί να πεταχτεί μακριά. Χωρίς τηλεφωνική σύνδεση!)

Στη διαπραγμάτευση, ύστερα, συνδυάζεις τεχνικό και πολιτικό επίπεδο. Μόνον αν είσαι από χέρι χαμένος (ή, πάλι, ντιπ ανίκανος) περιχαρακώνεσαι στο «πολιτικό». Ετσι, φθάνουμε... στη φέτα! Ο ίδιος ο Σαμαράς -πρωθυπουργός, ξαναθυμίζουμε- ορθότατα ζεύτηκε στην υπόθεση της διεκδίκησης μιας διεθνούς κατοχύρωσης ονομασίας για ένα ελληνικό προϊόν, τη φέτα. Αφού το ζήτημα το πολέμησε ο (υποδειγματικός, αποκάλυψη!) υπουργός Γεωργίας Θανάσης Τσαυτάρης με όλους τους δικούς του τεχνοκράτες, αφού επιστρατεύθηκε η (του αντιθέτου πολιτικού χώρου, θα λέγαμε μέχρι πέρυσι, έτσι;) Ελληνίδα επίτροπος Μαρία Δαμανάκη, αφού έγιναν επαφές από υπουργούς Εξωτερικών, Εμπορίου (εδώ Μηταράκης) μέχρι Μπαρόζο (εδώ Σαμαράς), «βγήκε πέρα» μια διαπραγμάτευση κορυφής (με τον Καναδό πρωθυπουργό Στέφεν Χάρπερ). Μια αρχή, όλα αυτά, για την αμερικανική αγορά αύριο, την κινεζική μεθαύριο, τα κρασιά αργότερα κ.λπ.

Αμα για τη φέτα πορεύεσαι έτσι, ε, για την κεντρική σου διαπραγμάτευση και τον Αλέξη Τσίπρα θα πασχίσεις να συστρατεύσεις -τώρα που πήρε τη συμβολική πρόταση της ευρωπαϊκής Αριστεράς για πρόεδρος της Κομισιόν! Και, το κυριότερο, θα πολεμήσεις να μιλήσεις δυνατά και με καθαρή φωνή στα διεθνή media, που είναι πολύ πιο μπρος από μας σε κριτική στάση απέναντι των Ευρωπαίων «εταίρων» μας...

Οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι ζουν κάτω από τον ίσκιο της αμφιβολίας για την Ευρώπη

Πού βρίσκονται, όμως, οι απέναντί μας, τώρα που πάμε να πιάσουμε τη διαπραγμάτευση; Οι κεντρικές ευρωπαϊκές χώρες, οι καθοριστικές της πορείας της «Ευρώπης», από κοντά και οι θεσμικοί μηχανισμοί της Ε.Ε., ζουν με τη σκιά των ευρωεκλογών πάνω τους. Με τη σκιά του (πάντα χαμηλού) επιπέδου συμμετοχής, που κάθε φορά ανοίγει πάλι τον κύκλο αμφιβολίας για τη δημοκρατική νομιμοποίηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. με τη σκιά των αποτελεσμάτων της κάλπης του Μαΐου 2014 σε κάθε χώρα (από Γερμανία και τους Εναλλακτικούς μέχρι τη Γαλλία και το Εθνικό Μέτωπο) και μάλιστα με την ποιοτική επιδείνωση της αντι-ευρωπαϊκής ψήφου. με τη σκιά της διαμόρφωσης δυναμικού αντι-ευρωπαϊκού μπλοκ στο επόμενο Ευρωκοινοβούλιο.

Το European Social Survey, που διασυνδέει ερευνητικά Ινστιτούτα ανά την Ευρώπη, καταλήγει σε κάτι αυτονόητο όσο και φοβιστικό: η κατακόρυφα ανερχόμενη ανεργία, το άγχος και η ανασφάλεια υποσκάπτουν συνολικά την αξιοπιστία της πολιτικής. «Τα γενικά επίπεδα πολιτικής εμπιστοσύνης και της ικανοποίησης με τη δημοκρατία σημειώνουν πτώση ανά την Ευρώπη, όμως οι διαφορές μεταξύ χωρών είναι σημαντικές. Το φαινόμενο είναι σημαντικό σε Μεγάλη Βρετανία, Βέλγιο, Δανία και Φινλανδία, πολύ αξιοσημείωτο σε Γαλλία, Ιρλανδία, Σλοβενία και Ισπανία και έχει χτυπήσει συναγερμό (truly alarming proportions) στην Ελλάδα».

Φαινόμενα όπως η πρωτιά της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, η εμμονή του αντισυστημικού Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία ή η ευθεία νεο-ναζιστική υπογραφή της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα σοκάρουν. Αλλά... το σοκ δεν αρκεί! Ούτε αρκούν οι σεμνοπρεπείς δηλώσεις τύπου Μπαρόζο, ότι οι πολιτικές λιτότητας «αγγίζουν τα όρια της πολιτικής και κοινωνικής αποδοχής» και στην τωρινή μορφή τους «καθίστανται μη βιώσιμη επιλογή».

Διότι την ίδια στιγμή που στην Ισπανία οι άνθρωποι που δήλωναν ότι «δεν εμπιστεύονται την Ευρωπαϊκή Ενωση» φθάνουν το 72% (έναντι του 23% προ 5ετίας), στη δε παραδοσιακά φιλοευρωπαϊκή Ιταλία το 53% (έναντι του 28%), στην ίδια τη Γερμανία οι αρνητικοί έναντι της «Ευρώπης» διαμορφώνονταν σε 59% (έναντι 36%), στη Γαλλία που βρίσκεται πάντα στη μέση είναι 59% (έναντι 41%).

Θέλει πολλή σοφία να καταλάβει κανείς γιατί και πώς όλες οι «υποσχέσεις» (γνήσιες ή υποθετικές, ειλικρινείς ή τζούφιες) για επίλυση των ελληνικών προβλημάτων, τώρα, τείνουν να πάνε για αργότερα -για «μετά»;

Α. Δ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΗΣ - [email protected]

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή