Ερευνητές στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ ανέπτυξαν μια συσκευή νέου τύπου που λειτουργεί με μικρόβια, τα οποία «χωνεύουν» απόβλητα φυσικής και ζωικής προέλευσης, καθώς και λύματα, παράγοντας ηλεκτρικό ρεύμα. Σύμφωνα με τους ίδιους, το σύστημα ανταγωνίζεται τις αποδοτικότερες ηλιακές κυψέλες.
Η τεχνολογία που χρησιμοποιείται στο πρωτότυπο βασίζεται σε φυσικούς μικροοργανισμούς, οι οποίοι παράγουν το δικό τους, βιολογικό καύσιμο μέσω αποβλήτων. Με την τοποθέτηση καλωδίων από οξείδιο του αργύρου, τα μικρόβια εξάγουν ηλεκτρόνια που μπορούν να αξιοποιηθούν για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, ενώ μπορούν μέσω ενός εξωτερικού κυκλώματος να χρησιμοποιηθούν για τη φόρτιση μπαταριών και για άλλες εφαρμογές.
«Το αποκαλούμε ψάρεμα για ηλεκτρόνια», εξηγεί μιλώντας στο NBC News ο Κρεγκ Κριντλ, μηχανικός περιβάλλοντος στο Στάνφορντ και ένας από τους συντάκτες της δημοσίευσης στην επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Sciences. «Στην πραγματικότητα ψαρεύουμε για ηλεκτρόνια από αυτήν την οργανική ύλη».
XING XIE, STANFORD ENGINEERING
Η τεχνολογία που χρησιμοποιείται στο πρωτότυπο βασίζεται σε φυσικούς μικροοργανισμούς (φωτογραφία), οι οποίοι παράγουν το δικό τους, βιολογικό καύσιμο μέσω αποβλήτων.
Όπως λέει ο ίδιος, όταν η συσκευή απορροφά τη μέγιστη ποσότητα ηλεκτρονίων, το οξείδιο του αργύρου μετατρέπεται σε... κομμάτι ασημιού και το ρεύμα παύει να διοχετεύεται. Για να επαναφορτιστεί η μπαταρία, το ασήμι - δηλαδή το ηλεκτρόδιο - αφαιρείται και οξειδώνεται απελευθερώνοντας τα ηλεκτρόνια. Έπειτα η διαδικασία της «αλίευσης» επαναλαμβάνεται κατά τον ίδιο τρόπο.
Ο Κριντλ και η ομάδα του εκτίμησαν ότι με τον τρόπο αυτό μπορούν να αξιοποιήσουν περίπου το 30% της ενέργειας που βρίσκεται εγκλωβισμένη στα λύματα. Πιστεύουν ότι στο μέλλον οι μικροβιακές μπαταρίες τους θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν ένα μέρος του ηλεκτρικού ρεύματος που χρησιμοποιείται σήμερα στη διαχείριση λυμάτων.
Το προφανές μειονέκτημα είναι το υψηλό κόστος του ασημιού που καθιστά μη βιώσιμη την εφαρμογή της μεθόδου σε μεγαλύτερη κλίμακα. Ωστόσο, οι ερευνητές έχουν εντοπίσει εναλλακτικά υλικά, με τα οποία πειραματίζονται για να διαπιστώσουν εάν μπορούν να αποδώσουν στον ίδιο βαθμό ανοίγοντας το δρόμο για παραγωγή σε εμπορική κλίμακα.