«Κατηγορούμαι για μία ιστορία μη πρωτοκόλλησης μίας παράνομης λίστας που εγώ έφερα στη χώρα για αξιοποίηση και αφαίρεσης τριών ονομάτων συγγενών μου που δεν έκανα. Μια υπόθεση από την οποία ούτε εγώ έχω αποκομίσει οποιοδήποτε οικονομικό όφελος, ούτε έχει ζημιωθεί το Δημόσιο», υποστήριξε ο Γ. Παπακωνσταντίνου μιλώντας στην Ολομέλεια της Βουλής σχετικά με την πρόταση παραπομπής του.
«Τις κατηγορίες τις αρνούμαι απόλυτα και κατηγορηματικά. Ούτε απιστία έχω διαπράξει, ούτε νόθευση εγγράφου, ούτε παράβαση καθήκοντος», τόνισε.
Ο Γ. Παπακωνσταντίνου άφησε υπαινιγμούς εναντίον του Ευ. Βενιζέλου, χωρίς να τον κατονομάσει. λέγοντας ότι εκείνος οδηγείται στο Ειδικό Δικαστήριο, αν και, όπως είπε, ζήτησε τα στοιχεία, τα έφερε στην Ελλάδα τα έδωσε για έλεγχο, προκάλεσε συσκέψεις και τα παρέδωσε στον αρμόδιο όταν αποχώρησε.
«Και την ίδια στιγμή, αυτός που μαζί με τον κ. Διώτη κυριολεκτικά έθαψαν τα στοιχεία για όλο το μετέπειτα χρονικό διάστημα, επιβραβεύεται και γίνεται αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών. Και ξεπερνάμε το γεγονός – ακόμα και αν δεχτούμε πως πίστευε ότι κατείχε αντίγραφο και το ΣΔΟΕ συνέχιζε την έρευνα – πως σε όλους τους μήνες που ήταν υπουργός δεν έκανε μία – έστω – ερώτηση για την πρόοδο των ερευνών. Έστω μία. Ή μια σύσκεψη για το θέμα αυτό.», είπε ο Γ. Παπακωνσταντίνου για τον Ευ. Βενιζέλο και πρόσθεσε: «Ave Ceasar. Morituri te salutant. Πόσος παραλογισμός μπορεί πια να χωρέσει σε αυτή την υπόθεση;».
Τα βέλη του Γ. Παπακωνσταντίνου στράφηκαν και κατά του πρ. προϊσταμένου του ΣΔΟΕ Ι. Διώτη: «Σύμφωνα με την πραγματογνωμοσύνη, στον υπολογιστή του Ειδικού Γραμματέα του ΣΔΟΕ που εξετάστηκε βρέθηκαν ίχνη τριών φακέλων με τις επωνυμίες: «Greece», «Greece – αντίγραφο», «Greece – Final», που περιείχαν αρχεία της λίστας. Αλλά τι θα πεί «Greece – final» (τελικό); Όλοι ξέρουμε ότι αρχεία με την ονομασία final δημιουργούν οι χρήστες όταν επεξεργάζονται κάποια αρχεία και σώζουν με αυτόν τον τίτλο την τελική επιθυμητή μορφή και περιεχόμενο. Ποιος και για ποιο λόγο ασχολήθηκε και τι είδους μεταβολές επέφερε στα αρχεία ώστε να κρατήσει το προϊόν της επεξεργασίας του σε αρχείο Greece – final; Ποιος έπαιζε και άλλαζε τις λίστες στον υπολογιστή του κ. Διώτη; Αν όχι ο κ. Διώτης (που επανειλημμένα διαβεβαίωσε την Επιτροπή για την έλλειψη ικανότητάς του για τον χειρισμό υπολογιστών), τότε ποιός άλλος; Ένα πράγμα είναι σίγουρο: δεν ήμουν εγώ».
Ο πρ. υπουργός αναφέρθηκε σε παραβιάσεις των δικαιωμάτων του ως κατηγορούμενου, αλλά και παραβιάσεις της δικονομίας από την Προκαταρκτική Επιτροπή, υπενθυμίζοντας τις «πάνω από 100 εμφανίσεις μελών της Επιτροπής στα ΜΜΕ – με τον πρόεδρό της πρώτο. Εμφανίσεις όπου έγιναν συγκεκριμένες κρίσεις για την υπόθεση. Που προκαταλαμβάνουν ενοχή. Που τινάζουν στον αέρα κάθε πρόσχημα αδιάβλητης, αντικειμενικής διαδικασίας διερεύνησης της αλήθειας. Κρίσεις που δεν αρμόζουν σε «οιονεί εισαγγελείς», όπως είναι υποτίθεται τα μέλη μίας παρόμοιας επιτροπής. Που παραβιάζουν κάθε δικονομικό κανόνα».
Ο Γ. Παπακωνσταντίνου τόνισε ότι ο πρόεδρος της Επιτροπής Χρ. Μαρκογιαννάκης του είπε στην επιτροπή ότι είναι «υπό εκτέλεση».
Ακόμη κατήγγειλε πως «όταν ήρθε η στιγμή να κληθώ να δώσω εξηγήσεις, η Επιτροπή προκλητικά μου στέρησε τον ελάχιστο αναγκαίο χρόνο, για να μελετήσω τη δικογραφία. Μέγεθος δικογραφίας: 20.000 σελίδες. Και γι’ αυτές μου δόθηκαν αρχικά επτά ημέρες προθεσμία και ύστερα από τις διαμαρτυρίες μου, μου παραχωρήθηκαν άλλες 10 ημέρες. Δηλαδή χρόνος επεξεργασίας: περίπου 1.300 σελίδες την ημέρα! Κανονικός εμπαιγμός, όπως δήλωσα και στην ίδια την Επιτροπή. Για την ενημέρωσή σας, προσθέτω ότι ούτε αυτή τη στιγμή που είμαστε εδώ μου έχει παραδοθεί όλη η δικογραφία».
Το πόρισμα της πλειοψηφίας της Επιτροπής, σύμφωνα με τον Γ. Παπακωνσταντίνου «κάνει επιλεκτική και ακραία μεροληπτική χρήση στοιχείων και μαρτυριών, ενώ παραβλέπει μαρτυρίες και απλώς αγνοεί αντικειμενικά και αδιαμφισβήτητα στοιχεία. Μνημονεύεται μόνο ό,τι βολεύει στην κατασκευή της ενοχής μου - με απολύτως αστήρικτη και αυθαίρετη εξαγωγή συμπερασμάτων. Ό,τι δεν βολεύει, απλώς δεν αναφέρεται, λογοκρίνεται, δεν τίθεται καν στην κρίση σας, υπόψη σας με ουδετερότητα ως πληροφορία». Επιπλέον υπογράφεται από δύο βουλευτές της ΝΔ που δεν μετείχαν καν των εργασιών της Επιτροπής.
Απαντώντας στο κατηγορητήριο ο πρ. υπουργός επικαλείται για τη μη πρωτοκόλληση της λίστας Λαγκάρντ την κατάθεση του προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Φ. Γεωργακόπουλου, η οποία, όπως σημείωσε, δεν υπάρχει στο πόρισμα: «Κατά την τεσσαρακονταετή υπηρεσία μου, ως δημόσιου λειτουργού, δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου περίπτωση κατά την οποία να καταχωρίζεται στο πρωτόκολλο οτιδήποτε άλλο πέραν των εγγράφων. Δεν υπάρχει ακόμα πρόβλεψη για την καταχώριση στοιχείων διοικητικών πράξεων ή πληροφοριών που ενσωματώνονται στις σύγχρονες ηλεκτρονικές-τεχνικές μεθόδους, όπως είναι τα CD ή τα usb».
Για τη μη πρωτοκόλληση του συνοδευτικού εγγράφου των Γάλλων είπε: «Ποιο όμως έγγραφο; Αυτό που δεν έχουν πρωτοκολλήσει ούτε οι Γάλλοι! Ναι, δεν υπάρχει πρωτόκολλο στη συνοδευτική επιστολή των Γάλλων του 2010! Να πρωτοκολλούσα ένα έγγραφο που δεν απευθύνεται σε μένα και πουθενά δεν περιγράφει καν τι μας στέλνουν; Το έγγραφο που γράφει μόνο «Βρείτε συνημμένα τα αιτηθέντα στοιχεία», χωρίς να αναφέρει καν τι είναι; Πουθενά δεν υπάρχουν στην επιστολή των Γάλλων οι λέξεις Ελβετία, ελληνικές καταθέσεις, πόσο μάλλον τράπεζα HSBC. Είναι το έγγραφο που μας ζητά να χειριστούμε τα στοιχεία ως απόρρητα - και όχι απλά εμπιστευτικά».
Για το ότι η επιστολή των Γάλλων αναφέρεται στη φορολογική σύμβαση μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδας του 1963 και στην Οδηγία 77/799, ο Γ. Παπακωνσταντίνου τονίζει ότι τα δύο έγγραφα δεν νομιμοποιούν ούτε ρυθμίζουν πληροφορίες που προήλθαν από παράνομες δράσεις φυσικών προσώπων, και την ανταλλαγή πληροφοριών για τραπεζικές καταθέσεις που έχουν κλαπεί από τρίτη χώρα, εκτός ΕΕ, την Ελβετία εν προκειμένω.
«Και πώς θα ήταν δυνατόν να ρυθμίζουν ένα τέτοιο πράγμα;«, διερωτήθηκε και συνέχισε: «Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβει κάποιος ότι σε μια επιστολή χωρίς πρωτόκολλο και χωρίς περιγραφή των διαβιβαζομένων στοιχείων, η επίκληση των κειμένων αυτών έγινε προκειμένου να τηρηθούν τα προσχήματα στη διαβίβαση στοιχείων που όλοι ξέρουν ότι είναι παράνομα; Προκειμένου οι Γάλλοι να μας στείλουν μεν τα στοιχεία, κάνοντας το καθήκον τους προς μία χώρα που ζήτησε βοήθεια, αλλά με τρόπο όμως που να τους εκθέτει όσο γίνεται λιγότερο, που να μη γίνει βούκινο; Γι' αυτό εξάλλου ούτε πρωτοκολλούν την επιστολή τους, ούτε περιγράφουν τα στοιχεία που στέλνουν».
Για την απιστία δήλωσε: «Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να κατηγορούμαι για απιστία στο πόρισμα της Επιτροπής; Ζήτησα τα στοιχεία αυτά από την ομόλογό μου κα Λαγκάρντ. Φρόντισα να έρθουν στην Ελλάδα. Έκανα συσκέψεις για τον καλύτερο δυνατό χειρισμό. Εγώ τα έδωσα για έλεγχο! Και κανείς άλλος όπως αποδείχθηκε».
Απαντώντας στα περί νόθευσης εγγράφου, ο πρώην υπουργός τόνισε: «Με ποια κοινή λογική θα αφαιρούσα εγώ τρία ονόματα συγγενικών μου προσώπων, όταν:
-Εάν τα άφηνα μέσα στη λίστα, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα είχαν ποτέ ελεγχθεί, δεδομένων και των ποσών που είχαν οι λογαριασμοί αυτοί, από τους χαμηλότερους στη λίστα.
-Όταν εκ των υστέρων ανακαλύπτουμε ότι το ένα από τα τρία αυτά πρόσωπα – που δεν έχει καν το δικό μου επίθετο - είχε έναν λογαριασμό με μηδενικό υπόλοιπο και μηδενικές κινήσεις. Μηδέν. Γιατί να αφαιρέσω έναν μηδενικό και κλειστό λογαριασμό;
-Όταν εγώ τουλάχιστον γνώριζα πολύ καλά ότι τα αυθεντικά στοιχεία ήταν στη Γαλλία και μπορούσαν να ζητηθούν και πάλι ανά πάσα στιγμή και να διαπιστωθεί εάν είχαν αφαιρεθεί ονόματα.
-Και αν εν πάσει περιπτώσει ήθελα να διαπράξω τέτοια ατιμία, είναι δυνατόν να αφαιρούσα μόνο τα 3 ονόματα των συγγενών μου σαν να επιδιώκω να ενοχοποιηθώ; Δεν θα ήταν πιο λογικό να αφαιρούσα όχι 3, αλλά 10, 20 ή 100 ονόματα για να θολώσω τα νερά και να μην στραφούν σε εμένα οι υποψίες;».
Το συμπέρασμα του Γ. Παπακωνσταντίνου είναι πως στοχοποιείται γιατί υπήρξε ο υπουργός Οικονομικών που έβαλε τη χώρα στο Μνημόνιο και συμπλήρωσε: «Το Μνημόνιο το οποίο πολλοί εμίσησαν αλλά σήμερα το υπηρετούν. Πριν τρία χρόνια κάποιοι πήραμε την ευθύνη να μείνει η χώρα όρθια. Χωρίς να υπολογίσουμε το πολιτικό και προσωπικό κόστος. Και σήμερα, τρία χρόνια μετά, σήμερα που βρισκόμαστε δύο μνημόνια μετά και λαμβάνονται κι άλλα μέτρα, βολεύει πολύ κάποιος να πληρώσει για το πρώτο μνημόνιο».