Aνεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (11/3/2003) Μέρος 8/9

Τρίτη, 11 Μαρτίου 2003 23:22
UPD:23:42
A- A A+

Ε΄ ΜΕΡΟΣ

14:10 – 15:20

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριοι Δικασταί, υπό το κράτος του ισχύοντος δημοκρατικού Συντάγματος, ενέργειες που στρέφονται κατά της αναμφισβητήτως ισχυούσης δημοκρατίας, δεν μπορείτε να τις χαρακτηρίσετε πολιτικές. Σας το απαγορεύει το Σύνταγμα και η δημοκρατική αρχή, σας το απαγορεύει η ιστορία.

Β.ΜΑΡΚΗΣ: Θα προσθέσω λίγες σκέψεις, κυρίως στις ενστάσεις που στηρίζονται στις διατάξεις του νόμου 2928. Θα έλεγα όμως έτσι σαν μια μικρή εισαγωγή κύριοι Δικαστές, ότι παρακολουθώντας τη διαδικασία Παρασκευή και σήμερα, οι εντυπώσεις μου διαφοροποιούντο από στιγμή σε στιγμή, την μια στιγμή πίστευα ότι παρακολουθώ συζητήσεις σε νομικό σπουδαστήριο, ή θέσεις που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια ενός επιστημονικού συνεδρίου, ή θα έλεγα άλλες στιγμές ότι μήπως βρίσκομαι σε ένα Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο που κρίνει έφεση.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Εισαγγελεύ, αν ήταν επιστημονικό συνέδριο θα μίλαγε και ο πρόεδρος, αλλά δεν είναι.

Β.ΜΑΡΚΗΣ: Εσείς θα μιλήσετε στο τέλος υποθέτω κύριε Πρόεδρε.

Επαναλαμβάνω λοιπόν, ότι πίστευα ότι βρίσκομαι στη σύνθεση ενός Δευτεροβάθμιου Συμβουλίου, το οποίο καλείται να κρίνει τί κύριοι Δικαστές; Αν με σωστό ή λανθασμένο σκεπτικό έγινε τελικά η παραπομπή των κατηγορουμένων. Παραπομπή η οποία τελικά είναι αμετάκλητη σύμφωνα με το νόμο.

Αρχίζοντας την σκέψη μου, θα ήθελα να βάλω προς συζήτηση και προβληματισμό και στη μια πλευρά και στην άλλη που θα δευτερολογήσει, την ύπαρξη του άρθρου 119 του Κ.Π.Δ. Είναι η μοναδική διάταξη που λύνει ευθέως το ζήτημα και της οποίας δεν αναφέρθηκε η ύπαρξη καν.

Τι λεει το άρθρο 119 κύριοι; Το 119 λεει ότι, την αρμοδιότητα την προσδιορίζει ο χαρακτηρισμός της πράξης από τον Ποινικό Κώδικα ως κακουργήματος κλπ, με βάση τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα. Αυτό λοιπόν που αυτή τη στιγμή έχουμε να κρίνουμε, είναι αν τα πραγματικά αυτά περιστατικά που περιλαμβάνονται στο διατακτικό του βουλεύματος, μπορούν να στοιχειοθετήσουν την έννοια του πολιτικού εγκλήματος.

Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι στη προσπάθειά της η Υπεράσπιση, να στηρίξει τον ισχυρισμό της, περί του ότι τα εγκλήματα που αποδίδονται για τους Ξηρούς κατηγορουμένους είναι πολιτικά, ουσιαστικά έκανε τι; Μια ανάλυση του αποδεικτικού υλικού. Έγινε επίκληση του περιεχομένου προκηρύξεων, έγινε επίκληση δηλώσεων πολιτικών, έγινε επίκληση δημοσιευμάτων εφημερίδων, έγινε επίκληση δηλώσεως του κ. Κουφοντίνα, από τα οποία έβγαινε το συμπέρασμα κατά την Υπεράσπιση ότι αυτό αποδεικνύει ότι οι πράξεις τους πρέπει να θεωρηθούν ως πολιτικό έγκλημα.

Όμως τα γεγονότα κύριε Δικαστές που έχετε να αξιολογήσετε για να απαντήσετε αν είναι πολιτικό έγκλημα ή όχι, δεν είναι αυτά τα οποία βγάζει από το αποδεικτικό υλικό κάποιος γιατί; Γιατί σ’ αυτό το στάδιο δεν έχετε τη δυνατότητα να εκτιμήσετε το υλικό.

Αυτό που έχετε τη δυνατότητα να εκτιμήσετε, αν αυτό που αναφέρει το βούλευμα, ως γεγονότα και στη γενική διάταξη της παράβασης του άρθρου 187 και στις επιμέρους ειδικότερες εγκληματικές πράξεις, υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο, που να προσιδιάζει με το πολιτικό έγκλημα.

Θα έλεγα ότι η ένσταση θα έπρεπε να υποβληθεί και θα είχε βάση, αν παραδείγματος χάρη, στο σημείο που αναφέρεται ότι ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος από το 1975 και οι υπόλοιποι, συγκρότησαν ή εντάχθηκαν ως μέλη σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα αποτελούμενη από 3 και περισσότερα πρόσωπα Οργάνωση και επεδίωκαν την διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου, προκειμένου να ανατρέψουν την καθεστηκυία τάξη της χώρας.

Αν γινόταν αυτό δεκτό από το βούλευμα ως πραγματικό περιστατικό και παρόλα ταύτα τους παρέπεμπε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων και όχι στο Μικτό Ορκωτό, τότε θα υπήρχε έδαφος ένστασης αναρμοδιότητας. Νομίζω ότι τα πράγματα είναι πάρα πολύ απλά και πολύ τα μπερδέψαμε.

Έχω λοιπόν την εντύπωση, ότι με αυτή και μόνο τη σκέψη, δεν μπορεί το Δικαστήριό σας να κάνει δεκτή ένσταση αναρμοδιότητας και το Δικαστήριό σας θα πρέπει να την απορρίψει.

Μας απασχόλησαν πολύ το άρθρο 187, το άρθρο 1 δηλαδή και το άρθρο 4. Θα αρχίσω από το 187, για το οποίο υπήρξαν έτσι πολλαπλές θα έλεγα ενστάσεις, ίσως πολλαπλές και αντιφατικές ενστάσεις. Ειπώθηκε για μια στιγμή ότι το 187 δεν πρέπει να εφαρμοστεί καν, διότι πάσχει η αντισυνταγματικότητα λόγω της αοριστίας του.

Έχω την εντύπωση ότι δεν έχει παρά να συγκρίνει κανείς το 187 πριν την τροποποίησή του, την τιμωρούσε και επί 50 χρόνια κανείς δεν δέχθηκε ότι είναι αντισυνταγματικό, την ένωση προσώπων για την τέλεση κακουργημάτων που δεν έχουν ακόμα προσδιοριστεί.

Αυτό λοιπόν ήταν συγκεκριμένο και είχε οριστεί και δεν ανέκυπτε θέμα αντισυνταγματικότητας, ενώ μια ρύθμιση που βάζει συγκεκριμένα στοιχεία, δηλαδή προσδιορίζει τον ελάχιστο αριθμό προσώπων που πρέπει να ενωθούν, ότι η ένωση αυτή των προσώπων θα πρέπει να έχει διάρκεια, θα πρέπει να έχει κάποια δομή και τιμωρεί αυστηρότατα αυτή την ένωση, εφόσον ο σκοπός είναι συγκεκριμένα κακουργήματα, τα οποία περιγράφονται ένα προς ένα στη διάταξη. Αν λοιπόν αυτή η ρύθμιση είναι αόριστη σε σχέση με την προηγούμενη, είναι θέμα πια απλής λογικής και απλώς το θέτω υπό την κρίση όλων.

Ειπώθηκε εν συνεχεία ως επιχείρημα, ότι εάν το 187 είναι ισχυρό, δεν μπορεί να καταλάβει πράξεις οι οποίες τελέστηκαν πριν από την τέλεσή του. Ο νόμος δεν λεει κάτι τέτοιο.

Αυτό που κατέδειξε κανείς με ερμηνευτική προσέγγιση, είναι αυτό που ισχύει για όλα τα διαρκή εγκλήματα. Δεν νομίζω ότι υπήρξε ποτέ αμφισβήτηση, ίσως κάποιες θεωρητικές, αλλά η νομολογία πάντα δεχόταν, ότι επί διαρκούς εγκλήματος όταν πριν λήξει ο χρόνος τέλεσής τους υπάρξει αυστηρότερος νόμος, ο αυστηρότερος αυτός νόμος καταλαμβάνει και το προηγούμενο χρονικό διάστημα.

Διερωτώμαι λοιπόν ότι φοβάμαι ότι αυτή η εύκολη επίκληση αντισυνταγματικότητας σ’ αυτή την υπόθεση για κάθε ρύθμιση που υπήρξε, θ’ αρχίσει σε λίγο να λειτουργεί, όπως λειτούργησε η γνωστή ιστορία με τον λύκο και το βοσκό. Λύκος, λύκος, λύκος και τελικά όταν πράγματι ήρθε ο λύκος, κανείς δεν τον πίστεψε.

Όταν λοιπόν κάθε ρύθμιση η οποία έχει σχέση με αυτή την υπόθεση καταγγέλλεται ως αντισυνταγματική, φοβάμαι όταν στο μέλλον θα έρθει πράγματι ενδεχομένως μια αντισυνταγματική ρύθμιση, θα είμαστε τόσο πολύ επηρεασμένοι από αυτή την ευκολία που προβάλλεται η αντισυνταγματικότητα, ώστε να είμαστε δύσκολοι στο να την αποδεχθούμε.

Προχωράμε λίγο πιο κάτω, ακούστηκαν επιχειρήματα, δεν ξέρω αν πρέπει να τα απαντήσω, ότι η ρύθμιση αυτή θα εφαρμοστεί σε κάποιον φίλο μιας ποδοσφαιρικής ομάδος ο οποίος θα πάει εκεί, δεν νομίζω ότι θα πρέπει να απαντήσω έτσι στη σοβαρότητα αυτού του επιχειρήματος, ή το άλλο που ακούστηκε σήμερα, σε έναν νεαρό που θα πετάξει μια μολότοφ.

Όχι κύριε Δικασταί, αυτά ίσως να ήταν μια ιστορία που συνόδευε την κριτική σ’ αυτό το νόμο όταν ακόμα βρισκόταν στο σχέδιο και στις συζητήσεις και δεν ξέρω εάν ήταν σκόπιμος ο θόρυβος που είχε προκληθεί, πριν ακόμα ο νόμος αυτός λάβει σάρκα και οστά και τον δούμε και τον διαβάσουμε.

Αλλά έχω να πω το εξής: εάν πράγματι όμως 4 ή 5 νεαροί, συγκεντρωθούν, οργανωθούν, αποκτήσουν αυτά τα δομικά στοιχεία και με διάρκεια, ώστε συστηματικά να δημιουργούν τέτοια ζητήματα, ναι, θα αντιμετωπιστούν και απ’ αυτή τη διάταξη. Ας μην ανησυχεί λοιπόν ότι κανένας έτσι νεαρός ο οποίος με παρορμητικό τρόπο, θα πάρει ένα κοκτέιλ μολότοφ και θα το ρίξει σε μια διαδήλωση ότι θα αντιμετωπιστεί με αυτό το νόμο.

Θα έλεγα όμως και κάτι άλλο κύριοι Δικαστές. Ποιο είναι το αίτημα το οποίο προβάλλεται με βάση τις ενστάσεις που στηρίζονται στο άρθρο 187, όπως έχει ήδη μετά την τροποποίησή του; Τι ζητάει δηλαδή η Υπεράσπιση; Πώς αυτό το πράγμα μπορεί να στηρίξει την αναρμοδιότητα;

Έχω την εντύπωση ότι το αίτημα απ’ ότι αντιλαμβάνομαι είναι, να αποφασίσει το Δικαστήριό σας σ’ αυτό το στάδιο να μην γίνει κατηγορία γι’ αυτή τη πράξη; Οπότε, εάν δεν γίνει κατηγορία γι’ αυτή τη πράξη, δεν υπάρχει αδίκημα που αρμόδιο για να το δικάσει να είναι το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων και πρέπει και οι υπόλοιπες πράξεις να πάνε στο ΜΟΔ;

Δεν κατάλαβα πραγματικά. Σ’ αυτό το διαδικαστικό στάδιο τι ζητάει; Να πούμε ότι το 187 δεν εφαρμόζεται άρα, αθώοι οι κατηγορούμενοι προκαταβολικά πριν την δίκη; Ή κακώς παραπέμφθηκαν και να μην γίνει κατηγορία; Φοβάμαι ότι βρισκόμαστε από την πλευρά της Υπεράσπισης σε δικονομικά αδιέξοδα εκτός εάν μας τα εξηγήσουν στην δευτερολογία τους.

Έρχομαι στο σημείο κύριοι Δικαστές, που πραγματικά πιστεύω ότι άξιζε το κόπο η σοβαρή αυτή επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε, γιατί αφορά την καρδιά του προβλήματος, δηλαδή κατά πόσο ο νομοθέτης, ο οποίος με το άρθρο 4 έχει παραπέμψει τις υποθέσεις, το κακούργημα του 187 και τα συναφή κακουργήματα ή πλημμελήματα στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου, παραβίασε συνταγματικές διατάξεις.

Θα ξεκινήσω από κάποιες παραδοχές που όσο και αν αμφισβητούνται σήμερα, μέχρι και αυτή τη δίκη σημειωτέον, δεν είχαν και πολύ αμφισβητηθεί. Πρώτον, ότι ο νομοθέτης, έχει το δικαίωμα με κοινό νόμο, να υπαγάγει και νέα κακουργήματα στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων.

Θέλω να πω, ότι είναι σωστά αυτά που ακούστηκαν και οι ενστάσεις που υπήρχαν για το θεσμό των ενόρκων, ο συντακτικός νομοθέτης διατήρησε το θεσμό των ενόρκων των ξένων ορκωτών δικαστηρίων.

Θα έλεγα μάλιστα -και θα το πω μια και ακούστηκε από την άλλη πλευρά- σε κάποια φάση της διαδικασίας, ίσως όταν ακόμα βρισκόταν στην αναθεωρητική επιτροπή, σχηματοποιήθηκε η νέα διάταξη του άρθρου 97, χωρίς την επιφύλαξη, δηλαδή χωρίς τη δυνατότητα κύριε Πρόεδρε, του νομοθέτη με κοινό νόμο να υπαγάγει. Δηλαδή δεν υπήρχε.

Όταν λοιπόν κάποιοι ενημέρωσαν την Βουλή ότι είναι συνειδητή σας επιλογή η κατάργηση της αρμοδιότητας των Τριμελών Εφετείων Κακουργημάτων για μια σειρά κακουργημάτων που έχουν υπαχθεί; Είναι συνειδητή σας επιλογή ότι στο μέλλον δεν θα έχει τη δυνατότητα ο νομοθέτης να υπαγάγει άλλο κακούργημα; Τότε πια έσπευσαν και στην Ολομέλεια, γιατί έγινε φαίνεται αντιληπτό ότι αυτή δεν ήταν συνειδητή επιλογή, και επανέφεραν την ρύθμιση που δίνει το δικαίωμα στο κοινό νομοθέτη, με νέο με νόμο να επαναφέρει και άλλα κακουργήματα.

Αυτό το πράγμα γίνεται από το συντακτικό νομοθέτη τον Απρίλιο του 2001. Έρχεται λοιπόν ο κοινός νομοθέτης τον Ιούνιο του 2001, δυο μήνες αργότερα, κάνοντας χρήση του δικαιώματος που το Σύνταγμα του παραχωρεί, δημιουργεί τη μορφή αυτή την κακουργηματική του 187 και ορίζει αρμόδιο Δικαστήριο το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.

Μέχρι εδώ νομίζω ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε για την συνταγματικότητα, άκουσα με προσοχή τα επιχειρήματα, ξέρω ότι πολλοί θεωρητικοί έχουν διαφορετική άποψη, αλλά η παγία νομολογία των Δικαστηρίων σας -και αυτό αναγνωρίστηκε και από την άλλη πλευρά- είναι ότι οι δικονομικοί κανόνες, οι οποίοι μάλιστα καθορίζουν ακόμα και την αρμοδιότητα, καταλαμβάνουν οποιοδήποτε στάδιο διαδικαστικό που έχει ήδη τρέξει. Εν προκειμένω λοιπόν δεν υπάρχει θέμα.

Τέθηκε ένα θέμα όμως και είμαι υποχρεωμένος να το αξιολογήσω, το έθεσαν και άλλοι, αλλά με μεγαλύτερη έτσι θα έλεγα επιμονή και ρητορικότητα ο κ.Μυλωνάς, κατά πόσο δηλαδή, συνάδει προς το Σύνταγμα, η ρύθμιση που λεει ότι το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων που είναι αρμόδιο να δικάσει το κακούργημα του 187, είναι αρμόδιο να δικάσει και τα συναφή πλημμελήματα ή κακουργήματα, ανεξαρτήτως της βαρύτητάς τους.

Θα έλεγα βέβαια σαν πρώτη παρατήρηση, ότι η διάταξη αυτή δεν είναι ναι. Αν δει κανείς τον Κ.Π.Δ. και θα μου επιτρέψετε να τον διαβάσω, ώστε να ακουστεί. Τι έλεγε ο νόμος κ. Πρόεδρε, τι έλεγε ο Κ.Π.Δ., το άρθρο 111 παρ. 5, πριν την ισχύ του Νόμου 2928. Έλεγε «τα κακουργήματα της πειρατείας και τα κακουργήματα κατά της ασφαλείας της σιδηροδρομικής ή υδάτινης συγκοινωνίας ή της αεροπλοίας, που προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους -από εδώ και πέρα είναι το ενδιαφέρον- καθώς και τα συναφή μ’ αυτά πλημμελήματα και κακουργήματα, έστω και αν τα τελευταία τιμωρούνται βαρύτερα από τα ως άνω κύρια κακουργήματα›.

Από πότε ισχύει αυτή η ρύθμιση; Από το Νοέμβριο του 1990. 10-12 χρόνια δηλαδή, πριν του να έρθει ο νέος νομοθέτης και να κάνει τι κύριοι δικαστές; Να συμπληρώσει την διάταξη, βάζοντας στην απαρίθμηση αυτών των πράξεων και το άρθρο 187. Επί 11 χρόνια λοιπόν κανένας δεν ανακάλυψε αντισυνταγματικότητα, ήταν αρκετό όμως αυτή η διάταξη να κληθεί να εφαρμοστεί στη περίπτωση των κυρίων κατηγορουμένων και ξαφνικά όλη η αντισυνταγματικότητα ξεχείλισε από την ρύθμισή της.

Το επεσήμανε ο κ. Φυτράκης αλλιώς δεν θα το έλεγα. Η ρύθμιση αυτή ίσχυσε και εφαρμόστηκε. Εφαρμόστηκε από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων που δίκασε την υπόθεση Ρασίντ, η οποία δέχθηκε ότι δεν υπάρχει αντισυνταγματικότητα. Αυτά είναι τα νομολογιακά δεδομένα. Τελικά έφθασε και στον ¶ρειο Πάγο και ο ¶ρειος Πάγος είπε ότι υπάρχει αντισυνταγματικότητα.

Αυτό το αντιλαμβάνονται κάποιοι από την Υπεράσπιση, βλέπουν ότι αυτό και μόνο δεν μπορεί να είναι και προχωρούν παρακάτω την επιχειρηματολογία. Μας λεει ο κ. Μυλωνάς, όχι, η αντισυνταγματικότητα στηρίζεται στο γεγονός ότι η ανθρωποκτονία από πρόθεση, αφαιρείται από το Μικτό Ορκωτό και υπάγεται στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Και αυτό είναι απαγορευμένο από το Σύνταγμα.

Έχω την εντύπωση ότι, η απολυτότητα αυτής της θέσης, ήταν σαν να μεταβιβάζει κανείς το κείμενο του Συντάγματος το άρθρο 97 να έχει το εξής περιεχόμενο. Η ανθρωποκτονία και τα πολιτικά εγκλήματα, δικάζονται από τα Μικτά Ορκωτά. Δεν λεει όμως αυτό το Σύνταγμα. Το Σύνταγμα μιλάει περί κακουργημάτων.

Το να ξεχωρίζουμε π.χ. την ανθρωποκτονία και να την κατατάξουμε ότι γι’ αυτήν δεν μπορεί να γίνει αυτό το πράγμα, πιστεύω ότι είναι λιγότερη νομική προσέγγιση και περισσότερο ιδεολογική. Και εξηγώ την σκέψη μου.

Το πόσο σοβαρά πλήττεται ένα έννομο αγαθό κύριοι Δικαστές, δεν είναι θέμα προσωπικής εκτίμησης του καθενός μας, ιδεολογικών ή φιλοσοφικών αντιλήψεών μας κλπ, είναι το πώς αντιμετωπίζεται από την έννομη σκέψη.

Θέλω δε να παρατηρήσω, ότι η ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, είναι και αυτή ένα κακούργημα, από τα σοβαρότερα του Ποινικού μας Κώδικα, το οποίο τιμωρείται με ισόβιο κάθειρξη. Είναι όμως το μοναδικό κακούργημα που τιμωρείται με ισόβιο κάθειρξη; Διερωτώμαι: όταν μια σειρά κακουργημάτων, που κάτω από ορισμένες συνθήκες μακρόχρονη διάρκεια, υπερβολικά μεγάλο ποσό, όταν φέρονται να έχουν τελεστεί σε βάρος του ελληνικού δημοσίου , τιμωρούνται με ισόβιο κάθειρξη. Αυτά γιατί οι ευαίσθητοι συνταγματολόγοι, οι ευαίσθητοι συνταγματολογούντες, αποδέχονται ότι είναι αρμόδιο το Τριμελές Εφετείο να τα δικάσει;

Ακούσατε ποτέ από την εμπειρία σας την δικαστική, όταν δικάζατε κατηγορούμενο για παράβαση του νόμου περί καταχραστών του δημοσίου στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων να τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητος; Γιατί και σε ποιο κανόνα συνταγματικό, θα υπάρξει αυτή η διαφοροποίηση της εκτίμησης;

Λένε και κάτι άλλο επιπλέον. Λένε με αντιφατικότητα θα έλεγα επιχειρημάτων κάποιοι είπαν ότι είναι αντισυνταγματική η ρύθμιση διότι, δημιουργεί μια ειδική ρύθμιση, για να αντιμετωπίσει κάποια συγκεκριμένη υπόθεση. Ταυτοχρόνως, οι ίδιοι αλλά και κάποιοι άλλοι υπερασπισταί λένε όχι, γίνεται μια ρύθμιση που αποσύρει το σύνολο σχεδόν των κακουργημάτων από την αρμοδιότητα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου. Η αντίφαση είναι φανερή. Ή είναι ειδική ρύθμιση και να το δούμε, ή είναι ρύθμιση που αφαιρεί όλη την ύλη από τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια και εκ τούτου επέρχεται αντισυνταγματικότητα.

Στην πραγματικότητα όμως κύριε Δικαστές, δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Κάτω από εντελώς συγκεκριμένες περιστάσεις και κάτω από εντελώς συγκεκριμένες προϋποθέσεις, αλλά με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, κάποιες ανθρωποκτονίες θα έρχονται να δικάζονται στο Τριμελές Κακουργημάτων. Κάτω από ποιες προϋποθέσεις: Εφόσον αποτελούν μέρος ενεργείας οργανωμένης εγκληματικής ομάδος.

Ο νομοθέτης έκανε την εκτίμησή του, είδε ότι η δράση της οργανωμένης ομάδος με κατεύθυνση την τέλεση των εγκλημάτων που αναφέρονται ένα προς ένα και για να γίνει αντιληπτό γιατί μιλάμε, δεν μιλάμε μόνο για ανθρωποκτονίες και πλαστογραφίες κλπ, μιλάμε για ληστείες, μιλάμε για παράβαση εμπόριο αρχαιοτήτων, μιλάμε για εμπόριο όπλων, για εμπόριο γυναικών, όλα αυτά δηλαδή, τα οποία το οργανωμένο έγκλημα με την μορφή που περιγράφετε, αυτό που αντιμετώπισε η ελληνική έννομη τάξη είναι ποιο κύριε Δικαστές; Εάν θα περιορίσει την ευθύνη της σ’ αυτή την οργανωμένη ομάδα που θέλει μονάχα οικονομικό κέρδος, ή θα το επεκτείνει και σε άλλες οργανωμένες ομάδες, που έχουν άλλους στόχους, αλλά πουθενά δεν αναφέρεται ότι έχουν άλλους στόχους πολιτικούς. Κατέληξε στη δεύτερη άποψη. Δεν νομίζω ότι αυτό και μόνο, καθιστά την ρύθμισή της αντισυνταγματική.

Κύριοι Δικαστές, δεν ξέρω μέχρι πότε θα συνεχιστεί αυτή η προσπάθεια της υπεράσπισης, που πραγματικά μας ανοίγει τους ορίζοντες, με την σκέψη ότι βλέπουμε πόσο ένας έξυπνος νομικός μπορεί να πάρει τα πράγματα, προκειμένου να στηρίξει τις θέσεις του τις επιστημονικές, αλλά έχω την εντύπωση ότι θα πρέπει απορρίπτοντας τις αιτήσεις, να προχωρήσουμε πια με πιο γρήγορους ρυθμούς, στην ουσιαστική εκτίμηση των υποθέσεων.

Και θα ήθελα σ’ αυτό το σημείο να πω, το σκεπτόμουν πάρα πολύ αν θα πρέπει να το πω, θα πρέπει να αποφεύγουμε ορισμένα πράγματα τα οποία δημιουργούν, σε μένα τουλάχιστον, αρνητικούς συνειρμούς, δεν μπορούμε να παραλληλίζουμε την δράση της 17Ν με την δράση του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως ακούστηκε από κάποιους.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε τον κ. Εισαγγελέα. Από πλευράς Πολιτικής Αγωγής του Ρόμπερτ Τσάντ ο κ. Αναγνωστόπουλος, ο κ. Σπυρομάλλης και ο κ. Αθανασίου, πώς θέλετε να μιλήσετε ορίστε παρακαλώ. Εσείς κύριε Αναγνωστόπουλε.

(Διαλογικές Συζητήσεις)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν διακόπτεται, θα κάτσει πέντε λεπτά, δέκα, είπαμε όλοι ότι μια ανοχή πενταλέπτου δεν θα διακόψουμε τον ρήτορα. Λεω ρήτορα, θέλω μάλλον να διακρίνουμε την ρητορεία από την επιχειρηματολογία, επιχειρηματολογεί ο άνθρωπος. Από ό,τι άκουσα, ρητορικά δεν ακούστηκαν μέχρι τώρα, περισσότερο επιχειρηματολογία σταθήκαμε. Σκέφθηκα εάν μπορέσω στο μέλλον να πάρω τα πρακτικά και να κάνω ένα εγχειρίδιο νομικής επιχειρηματολογίας με βάση αυτό! Είναι πραγματικά σπουδαία αυτά που διαλέγονται και ο τρόπος επιχειρηματολόγησης και ο σεβασμός των αρχών αυτών. Απ’ όλες τις πλευρές.

Ελάτε κ. Αναγνωστόπουλε.

Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ευχαριστώ κύριε Πρόεδρε. Την αρμοδιότητα των Ορκωτών Δικαστηρίων για την εκδίκαση των πολιτικών εγκλημάτων, την όρισε για πρώτη φορά το Σύνταγμα του 1844 και συγκεκριμένα το άρθρο 93, στο οποίο ορίστηκε ότι τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται υπό των ενόρκων. Ωσαύτως και τα του τύπου. Οσάκις ταύτα δεν αφορώσι τον ιδιωτικόν βίο.

Αυτή τη διάταξη την μνημόνευσα, διότι απετέλεσε την αφετηρία επαναλαμβανομένης διατυπώσεως διατάξεων στα Συντάγματα τα οποία ακολούθησαν. Πότε τίθεται ιστορικά και πάλι και η ιστορική αναφορά έχει μοναδικό λόγο κύριε Πρόεδρε να εξαγάγει κανείς συμπεράσματα χρήσιμα πιστεύω για την ερμηνεία της διατάξεως σήμερα, όπως αυτή διατυπώνεται στο Σύνταγμα, πότε για πρώτη φορά καθίστανται 5μελή Εφετεία, αρμόδια για την εκδίκαση κακουργημάτων.

Είναι με το ψήφισμα της 29ης Δεκεμβρίου του 1924, οπότε ομάδα κακουργημάτων, μεταξύ αυτών πολλά κακουργήματα τα οποία αφορούν κατάχρηση δημόσιας περιουσίας, δημοσίου χρήματος, υπάγονται στην αρμοδιότητα των 5μελών Εφετείων.

Αυτή η ρύθμιση προκάλεσε κριτική. Ο Τσουκαλάς ανήκει στους σφοδρούς επικριτές αυτής της νομοθετικής ρυθμίσεως. Και τελικώς για να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι η υπαγωγή ομάδων υποθέσεων στα 5μελή Εφετεία, κακουργηματικών υποθέσεων, είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, το Σύνταγμα του 1927 στο άρθρο 100 προέβλεψε ότι όσα κακουργήματα έχουν υπαχθεί με ειδικούς νόμους στην αρμοδιότητα των 5μελών Εφετείων, εξακολουθούν να εκδικάζονται απ’ τα δικαστήρια αυτά.

Αυτή η διάταξη του άρθρου 100 του Συντάγματος του 1927, επαναλήφθηκε και στο Σύνταγμα του 1952, στο άρθρο 95, το οποίο Σύνταγμα του 1952 θυμίζω ότι συνετάχθη υπό το κράτος των αμιγών Ορκωτών Δικαστηρίων κι αυτή παρέμεινε η κατάσταση εν συνεχεία, έως ότου τα αμιγή Ορκωτά Δικαστήρια καταργήθηκαν όπως είναι γνωστόν με την «συντακτική πράξη› της δικτατορίας.

Στη συνέχεια δε ακολούθησε το Νομοθετικό Διάταγμα 804/71, το οποίο εισήγαγε το θεσμό των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων με πλειοψηφία ενόρκων, 4 ένορκοι προς 3 δικαστές. Όταν κατέρρευσε η δικτατορία και το νέο καθεστώς και μέχρι την αποσαφήνιση της μορφής του πολιτεύματος και την ψήφιση του νέου Συντάγματος είχε ανάγκη να θεσπίσει ορισμένους κανόνες, με την συντακτική πράξη της 1/8/1974 ορίστηκε ότι επανατίθεται στο άρθρο 1 εν ισχύ το Σύνταγμα της 1ης Ιανουαρίου του 1952.

Εξαιρέσει των διατάξεων αυτού των καθοριζουσών την μορφήν του πολιτεύματος. Και ορίστηκε παρακάτω ότι όπου αναφέρεται ο Βασιλεύς, δεν νοείται ο Βασιλεύς αλλά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Τι πρόβλημα ανέκυψε με τη ρύθμιση αυτή της συντακτικής πράξεως. Ότι ενώ απ’ την μία πλευρά υπήρχε εν ισχύ – έτσι φαινόταν τουλάχιστον – το νομοθετικό διάταγμα του 1971 το οποίο προέβλεπε Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια, από την άλλη πλευρά το άρθρο 95 του Συντάγματος του 1952 το οποίο επανετέθη σε ισχύ με την συντακτική πράξη, προέβλεπε αμιγή Ορκωτά Δικαστήρια.

Γι’ αυτό το λόγο, για να καλυφθεί, να ξεκαθαρίσει αυτό το πρόβλημα, αμέσως μετά, μία βδομάδα μετά, στις 7/8/1974 ακολούθησε νέα συντακτική πράξη στο άρθρο 5 παρ. 1 της οποίας ορίστηκε ότι το άρθρο 95 του Συντάγματος αντικαθίσταται ως εξής: Τα κακουργήματα και τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται υπό Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων, συγκροτουμένων εκ τακτικών δικαστών και εξ ενόρκων ως ειδικότερον νόμος ορίζει.

Και επίσης επανελήφθη ότι τα κακουργήματα τα οποία έχουν υπαχθεί μέχρι τότε με ειδικούς νόμους στην αρμοδιότητα των Εφετείων, εξακολουθούν να δικάζονται υπ’ αυτών.

Στη συνέχεια, με την συντακτική πράξη της 3/10/1974, η οποία έχει τον τίτλο «περί καθορισμούς αρμοδιότητας δια την εκδίκαση πολιτικών εγκλημάτων, αναφερομένων εις την εγκαθίδρυση του καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967›, ορίστηκε το άρθρο 1 ότι οι πρωταίτιοι πράξεων στρεφομένων κατά της συνταγματικής τάξης της απορρεούσης εκ του Συντάγματος της 1ης Ιανουαρίου του 1952 και τινόντων εις την εγκαθίδρυση του καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967, υπάγονται εις την αρμοδιότητα του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.

Και ορίστηκε επίσης ότι το Προεδρικό Διάταγμα 519/74 το οποίο συνόδευε την αρχική πράξη της 1/8/74 με το οποίο χορηγήθηκε αμνηστία για εγκλήματα σχέσιν έχοντα προς το καθεστώς της 21ης Απριλίου, δεν καταλαμβάνονται απ’ την αμνηστία αυτή και εκδικάζονται βεβαίως απ’ τα Πενταμελή Εφετεία.

Ακολούθησε κύριε Πρόεδρε το γνωστό Δ’ Ψήφισμα της 18/1/1975 με το οποίο διακηρύχθηκε ότι η δημοκρατία ουδέποτε κατηλήφθη δικαίω και στο άρθρο 3 – και αυτό νομίζω έχει σημασία – ορίστηκε ότι στο Πενταμελές Εφετείο, το οποίο ήδη ήταν αρμόδιο με τη συντακτική πράξη της 3ης Οκτωβρίου του ‘74, υπάγονται – όρισε το άρθρο 3 του ψηφίσματος – και άπαντα τα συναφή προς τα εν αυτή προβλεπόμενα εγκλήματα.

Και με τον τρόπο αυτό υπήχθησαν στην αρμοδιότητα των Πενταμελών Εφετείων και πράξεις οι οποίες δεν είχαν άμεση σχέση με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και την κατάλυση της δημοκρατίας, αλλά πράξεις μεταγενέστερες όπως ήταν η υπόθεση του Πολυτεχνείου, υποθέσεις βασανισμών κ.ο.κ.

Αυτή ήταν η νομοθετική διαδρομή κατά την περίοδο μέχρι την ψήφιση του νέου Συντάγματος και την επισημαίνω για να αναδείξω δύο στοιχεία. Πρώτο μεν, ότι ο σύγχρονος Έλληνας συνταγματικός νομοθέτης, δεν έχει κανένα δισταγμό ή επιφύλαξη να υπαγάγει κατ’ εξοχήν πολιτικά εγκλήματα, όπως ήταν αυτό της εσχάτης προδοσίας σε σχέση με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967, στην αρμοδιότητα των Πενταμελών Εφετείων.

Αυτό καταρρίπτει το επιχείρημα της υπερασπίσεως ότι τάχα αποτελεί αδιάκοπη συνταγματική παράδοση ελληνική, τα πολιτικά κακουργήματα να εκδικάζονται αποκλειστικά και μόνο απ’ τα Ορκωτά ή τα αμιγή ή τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια. Ουδέν ψευδέστερον.

Το πολιτικό έγκλημα κατ’ εξοχήν, η εσχάτη προδοσία της 21ης Απριλίου υπήχθη με συντακτική πράξη εν γνώσει του νομοθέτη της υπάρξεως του ορκωτικού συστήματος, με βούληση του νομοθέτη έκτοτε να περιλάβει και στο νέο Σύνταγμα να διατηρήσει το θεσμό των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων, υπήχθη στην αρμοδιότητα των 5μελών Εφετείων.

Όχι διότι έλειπε η εμπιστοσύνη προς το θεσμό των ορκωτών δικαστών, αλλά διότι ο νομοθέτης έκρινε ότι για τα εγκλήματα αυτά ήταν προσφορότερο και ας μην αποδώσει εδώ κανείς σκοπιμότητα αντιδημοκρατική, ας μην αποδώσει εδώ κανείς πρόθεση καταστολής πολιτικών εγκληματιών, εκτός εάν οι αγαπητοί κύριοι συνάδελφοι θέλουν να αποδώσουν τέτοια εύσημα εις τους πραξικοπηματίες, στον συντακτικό νομοθέτη του έτους 1974-1975.

Μετά ταύτα έρχεται το Σύνταγμα του 1975 στο άρθρο 97 και επαναλαμβάνει τη διατύπωση των παλαιών Συνταγμάτων. Τα κακουργήματα και πολιτικά εγκλήματα εκδικάζονται απ’ τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια. Διατηρεί όπως και τα προηγούμενα Συντάγματα την αρμοδιότητα των 5μελών Εφετείων για τα κακουργήματα που είχαν υπαχθεί σ‘ αυτά με ειδικούς νόμους, αλλά όμως κάνει και κάτι άλλο που νομίζω ότι είναι - πραγματικά το έθιξαν αμφότεροι οι αξιότιμοι κύριοι Εισαγγελείς – το κλειδί για την κατανόηση του σημερινού δικαιϊκού status και η αφετηρία για μία ορθή ερμηνεία των διατάξεων με τις οποίες έχουμε να κάνουμε.

Προσθέτει δεύτερο εδάφιο στην παρ. 2, για πρώτη φορά επισημαίνω, σε κανένα άλλο Σύνταγμα δεν υπήρχε τέτοια εξουσιοδότηση από το συντακτικό νομοθέτη στον κοινό νομοθέτη. Προστίθεται για πρώτη φορά εδάφιο δεύτερο, σύμφωνα με το οποίο με νόμο μπορεί να υπαχθούν στη δικαιοδοσία των ιδίων Εφετείων και άλλα κακουργήματα.

Προσοχή ότι ο νόμος δεν λέει πλην των πολιτικών. Μιλάει περί κακουργημάτων εν γένει. Και θα αναπτύξω στη συνέχεια γιατί σ’ αυτά τα κακουργήματα κάλλιστα μπορούν να περιληφθούν και πολιτικά κακουργήματα, όπως ήταν και αυτά των πραξικοπηματιών, τα οποία υπήχθησαν στην αρμοδιότητα των 5μελών Εφετείων.

Το Σύνταγμά μας γνωρίζοντας ότι ήδη ένας αριθμός κακουργημάτων έχουν υπαχθεί στα 5μελή Εφετεία, αυτό το επικυρώνει και επιπλέον θεωρεί ότι ο νομοθέτης πρέπει να αποφασίζει κατά την κρίση του ποια άλλα κακουργήματα, με σκοπό την ορθολογική απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και την απονομή της σε εύλογο χρόνο, πρέπει να υπαχθούν στην αρμοδιότητα των 5μελών Εφετείων.

Την πραγμάτωση της συνταγματικής επιταγής για τον καθορισμό των λεπτομερειών σύμφωνα με τις οποίες λειτουργούν τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια και την πλειοψηφία των ενόρκων στα δικαστήρια αυτά, όρισε ο Ν. 969/79 που νομίζω επίσης ότι είναι κρίσιμο νομοθέτημα.

Ο νόμος αυτός ο οποίος σύμφωνα με την εισηγητική του έκθεση αποτελεί πραγμάτωση της συνταγματικής επιταγής, διατύπωσε το άρθρο 109 του Κ.Π.Δ. ως εξής: Το Μικτόν Ορκωτόν Δικαστήριον, δικάζει εις πρώτον βαθμόν, α) τα κακουργήματα, εξαιρέσει των υπαγομένων εις την αρμοδιότητα των 5μελών Εφετείων – όχι των υπαχθέντων, των υπαγομένων στην αρμοδιότητα των 5μελών Εφετείων – και β) τα πολιτικά πλημμελήματα.

Αυτή είναι η διάταξη της Ποινικής Δικονομίας η οποία ισχύει και μέχρι σήμερα, άρθρο 109. Τα κακουργήματα εκτός από εκείνα που ανήκουν στην αρμοδιότητα των 5μελών Εφετείων και β) τα πολιτικά πλημμελήματα.

Ερώτημα, πρώτον: Όταν ο συντακτικός νομοθέτης αναφέρεται στα κακουργήματα και πολιτικά εγκλήματα αφ΄ ενός, στο δε εδάφιο β της αυτής παραγράφου του άρθρου 97, παρ. 2, εις τα κακουργήματα, ποια είναι η έννοια των πολιτικών εγκλημάτων στο πρώτο εδάφιο και τι περιλαμβάνει η έννοια κακουργήματα στο δεύτερο εδάφιο;

Νομίζω κύριε Πρόεδρε ότι η εξήγηση απ’ την ιστορική διαδρομή των διατάξεων είναι προφανής και απλή. Όταν το Σύνταγμά μας αναφέρεται στα πολιτικά εγκλήματα στην παρ. 2 του άρθρου 97, δεν εννοεί τίποτα άλλο, παρά τα πολιτικά πλημμελήματα. Και αυτό γιατί; Τα κακουργήματα είτε είναι πολιτικά, είτε δεν είναι πολιτικά, υπάγονται στην αρμοδιότητα κατ’ αρχήν των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων ούτως ή άλλως.

Δεν είχε λόγο ο νομοθέτης να ομιλήσει περί των κακουργημάτων. Εκείνα τα οποία δεν θα υπήγοντο στην αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων απ’ τα λοιπά εγκλήματα, θα ήταν ορισμένα πλημμελήματα. Αυτά θέλησε ο νομοθέτης και δη τα πολιτικά εξ αυτών πλημμελήματα, να υπάγονται στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο και όχι στην αρμοδιότητα των Πλημμελειοδικείων.

Ξεκαθάρισε επίσης με τον τρόπο αυτό και την παλιά αμφισβήτηση ο νομοθέτης, ότι τα πολιτικά πταίσματα όποια και αν τυχόν θεωρηθεί ότι αυτά μπορεί να είναι, δεν εκδικάζονται απ’ τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια. Και υπήγαγε βεβαίως τα εγκλήματα τα τελούμενα δια του τύπου, στην αρμοδιότητα των τριμελών Πλημμελειοδικείων ενώ παλαιότερα υπήγοντο στα Ορκωτά Δικαστήρια και αυτά.

Επομένως, όταν ο νόμος κάνει λόγο για πολιτικά εγκλήματα, επαναλαμβάνει μία παλαιά συνταγματική διάταξη, αλλά λογικώς και από τη συστηματική ερμηνεία της διατάξεως του Συντάγματος με το άρθρο 109 του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι εννοεί τα πολιτικά πλημμελήματα και μόνο.

Λέει η άλλη πλευρά, στο δεύτερο εδάφιο ο νόμος αναφέρεται σε κακουργήματα και δεν λέει και πολιτικά κακουργήματα. Μήπως λέει στο εδάφιο το πρώτο περί πολιτικών κακουργημάτων; Λέει τα κακουργήματα συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών εκδικάζονται απ’ τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια; Όχι. Κακουργήματα λέει, τίποτα άλλο.

Όταν στο εδάφιο β αναφέρεται σε κακουργήματα τα οποία μπορούν να υπαχθούν στην αρμοδιότητα των Εφετείων, εξαιρεί τα εξ αυτών πολιτικά; Αυτός ο οποίος το υποστηρίζει έχει το βάρος να το αποδείξει.

Φοβούμαι ότι η υπεράσπιση, παρασυρόμενη απ’ τη διατύπωση του Συντάγματος περί πολιτικών εγκλημάτων, σε μία ιστορική ερμηνεία δι’ άλματος καταφεύγει στο άρθρο 14 του Ποινικού Κώδικα, λέει ότι εγκλήματα είναι τα πλημμελήματα, τα πταίσματα και τα κακουργήματα και εξ αυτού συνάγει ότι τάχα εκεί νοούνται οι κατηγορίες των εγκλημάτων.

Θα ήθελα να ακούσω και τα πταίσματα; Αν πολιτικά εγκλήματα είναι όλα τα πολιτικά εγκλήματα, είναι και τα πταίσματα; Και να μας πει η υπεράσπιση αν έχει έτσι το πράγμα και να το αποδείξει κι αυτό.

Η ερμηνεία την οποία εισηγούμαι προς το δικαστήριό σας είναι νομίζω λογική και σύμφωνη με την ιστορία της διατάξεως. Και λέγει ότι όσα κακουργήματα δεν έχουν υπαχθεί με διάταξη νόμου στα Εφετεία, είτε είναι πολιτικά, είτε όχι δεν μας ενδιαφέρει, εκδικάζονται απ’ τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια και απ’ αυτά τα Δικαστήρια επίσης εκδικάζονται και τα εκτός πλημμελημάτων πολιτικά.

Διαπορεί η άλλη πλευρά, μα υπάρχουν πολιτικά πλημμελήματα; Ο αγαπητός μου κ. Χρυσικόπουλος. Ασφαλώς υπάρχουν και είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό πλημμέλημα το προβλεπόμενο στην παράγραφο 3 του άρθρου 135 του Ποινικού Κώδικα προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας. Δεν είναι αυτό πολιτικό πλημμέλημα;

Να, λοιπόν, που η ποινική μας δικονομία όταν στο άρθρο 109 αναφέρεται στα πολιτικά πλημμελήματα δεν παραλογίζεται, δεν θα μπορούσε άλλωστε ο νομοθέτης του 1979 να παραλογίζεται όταν μετά λόγου γνώσεως προσήρμοσε την κοινή νομοθεσία στη συνταγματική επιταγή και όρισε τα αφορόντα στα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια.

Επομένως η ερμηνεία η οποία προκύπτει απ’ αυτά τα οποία είχα την τιμή να σας αναπτύξω, είναι ότι η επιχειρηματολογία της υπερασπίσεως περί πολιτικού χαρακτήρα των εγκλημάτων, όποιο και όσο πολιτικό στοιχείο και να ήθελε κανείς να προσδώσει στις πράξεις που αποδίδονται στους κυρίους κατηγορουμένους, θα επιχειρηματολογήσω με πολύ συντομία γιατί οι πράξεις αυτές δεν είναι πολιτικά εγκλήματα, αλλά ανεξάρτητα απ’ αυτό, όσο πολιτικά και να θέλει κανείς να τα ονομάσει ή να τα βαφτίσει, ο ισχυρισμός αυτός επιτρέψτε μου κύριε Πρόεδρε, προβάλλεται αλυσιτελώς.

Είτε είναι τόσο, είτε είναι παραπάνω πολιτικά τα αδικήματα τα οποία αποδίδονται στους κ.κ. κατηγορουμένους η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου σας παραμένει σύμφωνη με το Σύνταγμα και δεν τίθεται θέμα καθ’ ύλιν αναρμοδιότητος. Γι αυτό και πιστεύω ότι σε όλη αυτή τη συζήτηση που έγινε διαρκούσης της προδικασίας και μάλιστα και από πολλές εφημερίδες και με επιστήμονες και άλλους να λαμβάνουν θέσεις ξεχάστηκε αυτό το απλό και κανείς ίσως δεν έκανε τον κόπο να διαβάσει την ιστορία αυτών των διατάξεων και να δει πώς έφτασε το Σύνταγμά μας να αναφέρεται σε πολιτικά εγκλήματα και ποια είναι η συνταγματική ιστορία του τόπου μας σε σχέση με τα εγκλήματα αυτά και βεβαίως παρελήφθη η αναφορά στην κορυφαία κατά την άποψή μου φάση της μεταπολίτευσης όπου εκεί εξεδηλώθη η βούληση του νομοθέτη να υπαγάγει ακόμα και πραγματικά πολιτικά εγκλήματα, όχι μαϊμουδο-εγκλήματα της πολιτικής στην αρμοδιότητα των Πενταμελών Εφετείων.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή