Έρχομαι τώρα κ. Πρόεδρε να αναφερθώ με πολλή συντομία στο επιχείρημα των κ.κ. κατηγορουμένων ότι οι πράξεις αυτές είναι πολιτικές για την περίπτωση που το Δικαστήριό σας δεν ασπαστεί τις απόψεις που υποστηρίζω και οι κ.κ. Εισαγγελείς εάν καλώς αντελήφθην τις αγορεύσεις τους ότι δηλαδή θέμα αναρμοδιότητος με ή λιγότερο πολιτικό έγκλημα εδώ δεν τίθεται για το Δικαστήριό σας.
Επικαλούνται οι κ. Συνάδελφοι αποφάσεις. Βεβαίως οι ίδιοι εγκρατείς νομικοί αναγνωρίζουν ότι η κρατούσα στη νομολογία άποψη είναι αντίθετη προς όσα εκείνοι υποστηρίζουν. Εγώ θα αναφέρω κ. Πρόεδρε μόνο τα εξής σε σχέση με την έννοια του πολιτικού εγκλήματος.
Ελέχθη και το ανέγνωσε ο αξιότιμος τακτικός κ. Εισαγγελέας και έχει υποστηριχθεί ότι πολιτικό έγκλημα υπό κοινοβουλευτικό δημοκρατικό καθεστώς και δη ανεκτικής κοινοβουλευτικής, ανοιχτής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας όπως είναι η δική μας υπό το Σύνταγμα του 1975 δεν νοείται. Εγώ δεν συμφωνώ με αυτή την άποψη. Η άποψή μου είναι ότι και υπό το καθεστώς αυτό υπάρχει περιθώριο για πολιτικά εγκλήματα με την εξής όμως πολύ σημαντική διαφορά σε σύγκριση με τα καθεστώτα τα οποία δεν είναι δημοκρατικά.
Η έννοια του πολιτικού εγκλήματος σε καθεστώς ανοιχτής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας περιορίζεται πολύ. Συρρικνούται πολύ το πεδίο των πολιτικών εγκλημάτων. Όσο ανεκτικότερο είναι το πολιτικό καθεστώς τόσο λιγότερος χώρος απομένει για το πολιτικό έγκλημα και τούτο γιατί:
Ενώ υπό ένα αντιδημοκρατικό δικτατορικό καθεστώς η απλή άσκηση ατομικών δικαιωμάτων που θεωρούνται αυτονόητα σε μία δημοκρατία μπορεί να συνιστά πολιτικό έγκλημα και να τείνει πράγματι στον κλονισμό αυτού του καθεστώτος, αυτό μπορεί να είναι μία διαδήλωση, μπορεί να είναι η ελεύθερη έκφραση του στοχασμού και άλλα τινά, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβαίνει επί δημοκρατίας.
Στο δημοκρατικό καθεστώς ο καθένας μπορεί να αναπτύξει απόψεις πολιτικές ακόμα και απόψεις οι οποίες είναι αντίθετες προς το καθεστώς αυτό και να πει ότι κατά την άποψή του δεν θα έπρεπε να έχουμε κοινοβουλευτική δημοκρατία αλλά αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλισμό τον οποίο επαγγέλλονται ορισμένοι εκ των κ.κ. κατηγορουμένων φασισμό ή όποιο άλλο καθεστώς νομίζω κανείς ότι είναι προτιμότερο από την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Δεν διακρίνω.
Όμως στο κοινοβουλευτικό καθεστώς εκ του γεγονότος ότι τα ατομικά δικαιώματα ασκούνται ελεύθερα, έπεται ότι πολιτικό έγκλημα δεν μπορεί παρά να είναι μόνο αυτό το οποίο εξ αντικειμένου τείνει εις την κατάλυση του πολιτεύματος και του καθεστώτος, του πολιτικοκοινωνικού καθεστώτος που προσδιορίζεται από την συνταγματική τάξη.
Αυτή είναι η κρατούσα άποψη στη νομολογία και δη στην μεταπολεμική αλλά και στην προπολεμική. Θα επικαλεστώ μία μόνο απόφαση του Αρείου Πάγου. Είναι η υπ’ αριθμόν 424 του έτους 1965 επειδή αφορά ανθρωποκτονία στα Ποινικά Χρονικά ΙΣΤ΄ σελίδα 90, επειδή αφορά ανθρωποκτονία και επειδή έχει δημοσιευμένη και την εμπεριστατωμένη αγόρευση του τότε Αντιεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλείου Σακελλαρίου.
Αυτή ως μοναδική απόφαση. Υπάρχουν και άλλες, η 228 του 54 που αφορούσε κατασκοπεία στα Ποινικά Χρονικά σελίδα 410 του ιδίου έτους και άλλες. Ποια είναι λοιπόν η θέση της νομολογίας της μεταπολεμικής; Είναι η εφαρμογή της λεγόμενης αντικειμενικής κατά βάση θεωρίας ότι δηλαδή πράξεις οι οποίες εξ αντικειμένου δεν είναι πρόσφορες, δεν είναι κατάλληλες για να πλήξουν το πολίτευμα και το πολιτικοκοινωνικό καθεστώς δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος.
Αλλά και η παλαιότερη Αρειοπαγιτική νομολογία, μερικές αποφάσεις επικαλέστηκε η άλλη πλευρά και μολονότι θα συμφωνήσω με τον κ. Ραχιώτη ότι δεν είναι πάντοτε ενιαία η αντιμετώπιση των διαφόρων υποθέσεων που τότε ετέθησαν υπό την κρίση της νομολογίας, εν τούτοις εάν λάβει κανείς υπόψη το πολύ διαφορετικό πολιτικό καθεστώς που επικρατούσε σε όλη την διάρκεια προ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με τις πολιτικές ταραχές, καταστάσεις, οιονεί εμφυλιοπολιτικές, πραξικοπήματα και ούτω καθεξής, είναι εύλογο θα έλεγα η έννοια του πολιτικού εγκλήματος σε ορισμένες περιπτώσεις να συλληφθεί ευρύτερα. Είναι απολύτως εύλογο και έχει να κάνει με το ότι την έννοια αυτή την οποία το Σύνταγμα επίτηδες πιστεύω δεν προσδιορίζει, την έννοια αυτή καλείται η νομολογία να προσδιορίσει λαμβάνοντας υπόψη το τρέχον εκάστοτε κοινωνικοπολιτικό καθεστώς και τις τρέχουσες απόψεις για το τι μπορεί να αποτελεί πολιτικό έγκλημα υπό το καθεστώς αυτό.
Και εδώ όμως έχει νομίζω από μία αναφορά του Πουλόπουλου και άλλων συγγραφέων που δεν ορθή, δημιουργηθεί η εσφαλμένη εντύπωση ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ο ¶ρειος Πάγος στην προπολεμική του νομολογία υιοθέτησε την λεγόμενη υποκειμενική θεωρία υπέρ του πολιτικού εγκλήματος και τούτο γιατί σε μία απόφαση του 1906 με εισαγγελική αγόρευση του τότε Εισαγγελέως κ. Τσιβανοπούλου, -επρόκειτο για αδίκημα δωροδοκίας κατά τας εκλογάς- λέει εκεί ο κ. Τσιβανόπουλος ότι μολονότι η παλαιότερη νομολογία θεωρούσε αυτές τις πράξεις, την δωροδοκία εκλογέων δηλαδή ως πράξεις που συνιστούν πολιτικά εγκλήματα, δεν πρέπει λέει να γίνει δεκτή αυτή η άποψη διότι εδώ οι πράξεις δεν εφέροντο από πολιτικού σκοπού.
Θεωρώ λοιπόν ότι η προσφυγή στα υποκειμενικά κριτήρια στη νομολογία του Αρείου Πάγου ουδέποτε έγινε για να θεμελιωθεί η έννοια του πολιτικού εγκλήματος αλλά έγινε για να περιοριστεί η έννοια του πολιτικού εγκλήματος υπό την έννοια ότι, ακόμα και σε περιπτώσεις που θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί ότι οι εξ αντικειμένου ορισμένες ενέργειες πλήττουν το πολιτικό σύστημα, εάν αυτές δεν φέρονται και υπό προθέσεως πολιτικής έχουσες το περιεχόμενο της ανατροπής του καθεστώτος δεν έχουμε να κάνουμε με πολιτικό έγκλημα.
Δεν είναι λοιπόν ορθό το λεγόμενο ότι ο ¶ρειος Πάγος υιοθέτησε την υποκειμενική θεωρία, προσέφυγε και σε υποκειμενικά κριτήρια προκειμένου να προσθέσει στα αντικειμενικά αναγκαία στοιχεία του πολιτικού εγκλήματος και πολιτικά στοιχεία. Δηλαδή την πρόθεση του δράστη να ανατρέψει το πολιτικό σύστημα.
Γι αυτό και είναι μια σημαντική απόφαση αυτή η 238 του 1930 δημοσιευμένη στην «ΘΕΜΙΔΑ› τόμος ΜΑ σελίδα 607 ότι «πράξις μη απευθυνομένη και μη αμέσως προσβάλλουσα εν συνόλω ή κατά μέρος τοιαύτα της πολιτείας δικαιώματα, πολιτικά δικαιώματα λέγει παραπάνω η απόφαση, δεν υπάγεται εις την έννοια του πολιτικού αδικήματος και όταν εξ αφορμής πολιτικών φρονημάτων ή αρχών ετελέσθη›.
Αυτή είναι η πάγια φρασεολογία η οποία επαναλαμβάνεται έκτοτε και σε μεταπολεμικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου και αυτή δίδει την θέση της νομολογίας σε σχέση με το πολιτικό έγκλημα. Δύο ακόμα σκέψεις με συντομία σε σχέση με επιχειρήματα που ανέπτυξε η υπεράσπιση.
Λέγουν οι αξιότιμοι κ. Υπερασπιστές «μα ναι, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με εγκλήματα τα οποία ευθέως ήσαν πρόσφορα να ανατρέψουν το πολιτικό καθεστώς αλλά ήσαν σύνθετα πολιτικά εγκλήματα. Είχαν κάτι το πολιτικό. Η Οργάνωση αυτή έστελνε προκηρύξεις εν συνεχεία οι οποίες δημοσιεύονταν σε εφημερίδες. Εξέδιδε πολιτικά μανιφέστα και τα μέλη της είχαν πολιτικό πιστεύω και πολιτική ιδεολογία του αυτοδιαχειριζόμενου σοσιαλισμού ή δεν ξέρω ποιου άλλου καθεστώτος›.
Εδώ νομίζω ότι υποπίπτει στο εξής σφάλμα η υπεράσπιση: Το σύνθετο πολιτικό έγκλημα, έννοια την οποία χρησιμοποιούσε και το Σύνταγμα αρχικά το έτος 1975 -αναφέρθηκε αυτό από τους κ. αγορητές- προϋποθέτει πάντοτε το σύνθετο πολιτικό έγκλημα την ύπαρξη ενός αμιγούς πολιτικού εγκλήματος.
Δηλαδή, πότε έχουμε σύνθετο πολιτικό έγκλημα; Μία ομάδα αποφασίζει να κάνει πραξικόπημα, να καταλύσει το πολίτευμα. Η εσχάτη προδοσία, οι εσχατο-προδοτικές πράξεις είναι το αμιγές πολιτικό έγκλημα, το καθαυτό πολιτικό έγκλημα. Προκειμένου δε να επιτευχθεί ο κλονισμός και η κατάρρευση του πολιτεύματος, η ομάδα αυτή τη νύχτα ας το πούμε του πραξικοπήματος προκαλεί εκρήξεις, βάζει βόμβες, εμπρησμούς και ούτω καθεξής. Τότε έχουμε σύνθετο πολιτικό έγκλημα αποτελούμενο από την εσχάτη προδοσία και τις πράξεις εμπρησμών, δολοφονιών και ούτω καθεξής οι οποίες είναι υποστηρικτικές του υπαρκτού αμιγούς πολιτικού εγκλήματος.
Τα εγκλήματα τα οποία αποδίδονται στους κ.κ. κατηγορουμένους και τα οποία η υπεράσπιση αδοκίμως ονομάζει σύνθετα, δεν είναι τίποτε διότι δεν έχουν το αμιγές πολιτικό έγκλημα. Όταν η Οργάνωση αυτή δολοφονούσε τον Ρόναλντ Στιούαρτ για να αναφερθώ σε έναν, στην οικογένεια ενός, στους εντολείς μιας οικογενείας τον Λοχία του αμερικανικού στρατού, η ενέργεια αυτή είχε καμία σχέση με κανένα αμιγές πολιτικό έγκλημα;
Γύρισε το βράδυ ο άνθρωπος στο σπίτι του και τον τινάξανε στο αέρα, τον κομματιάσανε. Λοιπόν; Είχαμε το ίδιο βράδυ καμία ενέργεια των κυρίων της 17Ν για την εκτέλεση πραξικοπήματος; Είχαμε καμία ένοπλη λαϊκή εξέγερση η οποία εισέβαλλε στη Βουλή και επιχείρησε να σχηματίσει νέα Κυβέρνηση; Δεν είχαμε τίποτε απολύτως.
Στυγνές δολοφονίες είχαμε, αποδοτικές ληστείες είχαμε, τυφλές εκρήξεις είχαμε και όλα αυτά με τι; Με πολιτικό καρύκευμα. Αφού γινόταν το αποτρόπαιο έγκλημα, στη συνέχεια οι δράστες τους απέστελναν στην εφημερίδα μία προκήρυξη προκειμένου να δημιουργήσουν περί την πράξη τους δημοσιότητα έμμεση σαν και αυτή που αξιώθηκε και για την δίκη αυτή.
Διότι αν τελούσαν μόνο την ανθρωποκτονία δεν θα είχαν αυτή τη δημοσιότητα, χρειαζόταν και η προκήρυξη. Και αν έστελναν μόνο μία τέτοια προκήρυξη ουδείς θα ενδιαφερόταν, γιατί οι προκηρύξεις αυτές, συγχωρείστε μου την έκφραση, πρόκειται για έναν ασυνάρτητο πολιτικά λόγο ο οποίος αναφέρεται σε καταστάσεις προπολεμικές ή του εμφυλίου πολέμου.
Η προκήρυξη για τον Ρόμπερτ Τσαντ κ. Πρόεδρε κατά τα 2/3 της είναι αφιερωμένη στο ΚΚΕ, τον Στάλιν, τον Ζαχαριάδη, τον Μάρκο και το Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Να μην το πω κ. Πρόεδρε; Όταν η άλλη πλευρά προβάλει ότι αυτό το έγκλημα έτσι όπως εισάγεται είναι πολιτικό, δεν θα ακουστεί ο αντίλογος;
Και στη μισή σελίδα ξέρετε τι λένε; Αφού αναφερθούν στον Περσικό Κόλπο και τον πόλεμο του ιμπεριαλισμού, Ρόναλντ Στιούαρτ, ακούστε. «Αποφασίσαμε λοιπόν να χτυπήσουμε τον εγκληματικό μηχανισμό γενοκτονίας που λέγονται Αμερικάνικες Ένοπλες Δυνάμεις εκτελώντας έναν από τους μισθοφόρους επαγγελματίες φονιάδες της Βάσης του Ελληνικού, τον αφροαμερικανό έγχρωμο – σημειώστε – Ρόναλντ Στιούαρτ, τον Λοχία του Αμερικανικού Στρατού›.
Και ερώτημα: η πράξη αυτή και αυτό αφορά όλους τους εντολείς μου κ. Πρόεδρε οι οποίοι πλην του Νικολάου Βελούτσου που ήταν οδηγός του Τσάντες, σε ηλικία 62 ετών δολοφονήθηκε και η Οργάνωση αυτή τον ονόμασε «γορίλα› του δολοφονηθέντος. Έχετε ακούσει άνθρωπο 62 ετών να εκτελεί χρέη σωματοφύλακα; Και δεν φτάνει μόνο αυτό. Στην επόμενη προκήρυξη που αφορά τον Ρόμπερτ Τσάντ για να δικαιολογήσουν το φρικτό αυτό έγκλημα είπαν ναι, ότι εμείς δεν θα σκοτώνουμε μόνο το κατώτατο προσωπικό των Βάσεων, δηλαδή λέει τις καθαρίστριες και τους σκουπιδιάρηδες.
Αντίθετα οι οδηγοί δεν ανήκουν στο κατώτατο προσωπικό, είναι κατώτερο προσωπικό κατά την κατάταξη των μελών της Οργάνωσης και γι αυτό πρέπει να εκτελεστούν. Και θα εκτελούμε λέει, καθέναν, θα συνεχίσουμε να χτυπάμε καθέναν και αυτούς που έρχονται για διακοπές στα νησιά μας, τους τουρίστες και απορεί η άλλη πλευρά για τις ταξιδιωτικές οδηγίες.
Μα όταν λέει η ίδια Οργάνωση θα χτυπάω όποιον Αμερικανό πατάει στο ελληνικό έδαφος;
..........: Πού το λέει αυτό κύριε;
Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Η προκήρυξη. Είτε έχουν έρθει για διακοπές στα νησιά μας. Διαβάστε το. Είτε εργάζονται στις Αμερικανικές Βάσεις στη χώρα μας, είτε έχουν έρθει για διακοπές στα νησιά μας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Παρακαλώ, μην κάνουμε διαλόγους.
Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Θα το πω κ. Πρόεδρε. Η σύγκλιση των προκηρύξεων κ. Πρόεδρε αποτελεί επιχείρημα της υπερασπίσεως και είμαι υποχρεωμένος να το αντικρούσω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εντάξει.
Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Με τις ίδιες προκηρύξεις.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μην πιάνουμε διάλογο, δεν υπάρχει λόγος.
Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ο μακαρίτης ο Βελούτσος ο 62χρονος ήταν γορίλας. Ο Ρόναλντ Στιούαρντ ήταν μισθοφόρος φονιάς και ούτω καθεξής και ούτω καθεξής. Αυτές λοιπόν οι προκηρύξεις όπου σπεύδουν οι εκτελεστές του Στιούαρντ να πουν ότι «περιμένουμε με ενδιαφέρον τις στερεότυπες ανακοινώσεις των διαφόρων φρόκαλων της πολιτικής›. Φρόκαλο, το φρόκαλο. Οι άνθρωποι οι οποίοι θα καταδίκαζαν αυτό το φόνο ήταν φρόκαλα κατά τα μέλη αυτής της Οργανώσεως. Τα φρόκαλα. Οι άνθρωποι οι οποίοι θρηνούσαν για την δολοφονία του Στιούαρντ την οποία κάποιες εκ των κ.κ. κατηγορουμένων είχε το θάρρος να την πει φόνο όταν απολογήθηκε και να πει ότι επικρατούσε βουβαμάρα γιατί κάποιοι μέσα στην Οργάνωση μιλούσαν για δολοφονία, γιατί ποτέ δεν καταλάβαμε με ποιο σκεπτικό εκτελέσαμε τον Στιούαρντ.
Αυτό το έχει πει μέλος της Οργάνωσης και τον τιμά που τα είπε έστω εκ των υστέρων. Γι αυτόν λοιπόν το φόνο, την πολιτική πράξη κατά τους κυρίους της υπερασπίσεως η οποία αποτελεί πολιτική πρακτική έχει πολιτικά στοιχεία. Μα ποια είναι αυτά; Η δολοφονία του Αμερικανού Λοχία βάλλει κατά του ελληνικού πολιτικού καθεστώτος;
Πλήττεται το δημοκρατικό πολίτευμα της Ελλάδος, ανατρέπεται ή κινδυνεύει να ανατραπεί η Κυβέρνηση επειδή οι κύριοι αυτοί δολοφονούν τον οδηγό του Τσάντες και τον Λοχία της Αμερικανικής Βάσεως ή αποποιούνται να εκτελέσουν τον Ρόμπερτ Τσαντ, άλλον Λοχία της Αμερικανικής Βάσης; Ή μήπως η εκτέλεση του Στίβεν Σόντερς τον οποίο οι κ.κ. κατηγορούμενοι κατέταξαν στην αεροπορία ενώ ανήκε στον στρατό. Τον συνέδεσαν με τις αεροπορικές επιθέσεις στο Κόσσοβο ενώ ήταν του στρατού ξηράς, γιατί ούτε καν ενδιαφέρονταν να μάθουν καλά-καλά τι δουλειά κάνει το θύμα τους το υποψήφιο, πού προσφέρει υπηρεσίες και αν είναι χρήσιμος ή όχι άνθρωπος για την κοινωνία.
Ούτε λόγος βέβαια για το πολιτικό έγκλημα το οποίο στο πλαίσιο της πολιτικής πρακτικής αφήνει χήρες και ορφανά, παιδιά, γονείς και αδέλφια να θρηνούν μαζί με τα φρόκαλα της πολιτικής. Αυτή είναι λοιπόν η πολιτική φυσιογνωμία την οποία θέλει να προσδώσει η υπεράσπιση στις πράξεις αυτές. Συγχωρείστε μου την ένταση κ. Πρόεδρε αλλά ξέρετε, όταν γίνεται μία δίκη για φόνους θα πρέπει να μιλάμε για φόνους και όχι για πολιτικές πρακτικές. Ο φόνος είναι φόνος πρώτα απ’ όλα και ύστερα οτιδήποτε άλλο.
Όποιος λοιπόν και αυτό ήταν το νόημα της παρεμβάσεώς μου στην αρχή της διαδικασίας, όποιος από τους κυρίους της υπερασπίσεως προβάλει ισχυρισμό πολιτικού εγκλήματος του ζητώ και πάλι να αναφερθεί σε μία προς μία στις πράξεις του κατηγορητηρίου και να εκθέσει για κάθε μία από αυτές ποια είναι τα στοιχεία εκείνα τα οποία την καθιστούν πολιτικό έγκλημα.
Η πολιτική αγωγή περιμένει να ακούσει τί καθιστά έγκλημα τη δολοφονία του Βελούτσου, ή του Στιούαρτ, ή τη ληστεία του Μαρινόπουλου, αν και δεν εκπροσωπώ την επιχείρηση αυτή. Δεν άκουσα τίποτα κ. Πρόεδρε. Ακούω περί πολιτικών πρακτικών, περί ιδεολογιών, μα δε ντρεπόμαστε; Φόνους δικάζουμε, περί πολιτικών πρακτικών συζητούμε στην αίθουσα αυτή;
Και αν κάποιοι είχαν το θράσος να εκτελέσουν αυτές τις πράξεις, δεν έχουν το θάρρος να τις ονομάσουν όπως λέγονται στην καθομιλουμένη και στο νόμο; Να μιλήσουν για ανθρωποκτονίες και ληστείες και όχι για πολιτικές πρακτικές και ιδεολογίες και να λέμε «είναι λανθασμένη πρακτική›, ώστε ο φόνος, στην αίθουσα αυτή έγινε «λανθασμένη πρακτική›. Ακούστε, ακούστε, πώς εξωραΐζεται η βία, πώς εξωραΐζεται η περιφρόνηση της ανθρώπινης ζωής. «Είναι μία λανθασμένη πρακτική›, τίποτε άλλο.
(Διαλογικές συζητήσεις)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Παρακαλώ, είπαμε να μείνουμε στο στάδιο της επιχειρηματολογίας και όχι της ρητορείας.
Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, εγώ θα ντρεπόμουν. Αναφέρει είναι το ατομικό μου συναίσθημα.
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: (εκτός μικροφώνου)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Κουφοντίνα, παρακαλώ πολύ ας μη δίνουμε τόνο και επίθετα και σχολιασμό κτλ.
(Διαλογικές συζητήσεις)
ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Μονοπώλιο στον ανθρωπισμό από όσους με κάποια ιδιότητα εμφανιζόμαστε εδώ, δεν έχει κανένας. Εδώ έχουμε αφήσει τον εαυτό μας απ’ έξω. Είμαστε δικηγόροι και κάνουμε τη δουλειά μας. Και τα ονόματά μας κακώς αναφέρονται, για τα πρακτικά. Είμαστε δικηγόροι. Μονοπώλιο στον ανθρωπισμό δεν δεχόμαστε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κοιτάξτε, είπατε κι εσείς ορισμένες τοποθετήσεις για παράπλευρες απώλειες όπως είπε ο ένας, ο άλλος, δίνει κάποια, τέλος πάντων, οσμή το θέμα. Αλλά θα παρακαλούσα τον κ. Αναγνωστόπουλο, ενώ στο πρώτο μέρος επιχειρηματολόγησε πραγματικά θαυμάσια, εδώ δεν χρειάζεται να δώσουμε κάποιον τόνο διαφορετικό.
..........: Κύριε Πρόεδρε μου επιτρέπετε; Εάν η υπεράσπιση δικαιούται να επικαλείται τις προκηρύξεις, εγώ δεν δικαιούμαι;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ναι, αλλά δεν χρειάζεται, τους χαρακτηρισμούς μπορούμε να μην τους κάνουμε.
..........: Να μη σχολιάσω τη λέξη «φρόκαλα›;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όταν θα έρθει η ώρα. Τώρα μιλάμε για το πολιτικό έγκλημα.
(διαλογικές συζητήσεις)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το «δε ντρεπόσαστε› ας πούμε μπορούσε να παραλειφθεί.
Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Είπα «δε ντρεπόμαστε›. Εμείς.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τότε είπε για τον εαυτό τους. Τότε είπε γι αυτούς ότι «δεν ντρεπόμαστε› δεν είπε για σας. Καθίστε λοιπόν και μη μιλάτε.
Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, έρχομαι σε ένα τελευταίο θέμα το οποίο αφορά την έννοια του πολιτικού εγκλήματος σε υποθέσεις εκδόσεως. Είπε εύστοχα η κα Κούρτοβικ, ότι στη μεταπολεμική νομολογία μας –και αυτό αφορά κυρίως τη νομολογία της μεταπολιτευτικής περιόδου- δεν έχουμε νομολογία η οποία να ασχολείται με την έννοια του πολιτικού εγκλήματος, στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξεως.
Εδώ η μόνη αντίρρησή μου είναι τα ίδια τα ψηφίσματα και οι συντακτικές πράξεις που αφορούν τα εγκλήματα των Απριλιανών, όπου ρητώς ο νόμος ομίλησε περί πολιτικού εγκλήματος και σαφώς έδωσε το νόημα του πολιτικού εγκλήματος, δηλαδή στενή έννοια, γι αυτό και τα άλλα τα ονόμασε συναφή προς αυτά και όχι πολιτικά εγκλήματα, με το ψήφισμα του 1975.
Θεωρώ λοιπόν ότι από απόψεως τουλάχιστον νομοθεσίας έχει λάβει θέση ο νομοθέτης μας με αυτές τις συντακτικές πράξεις και τα ψηφίσματα και έχει ασπασθεί την αυτονόητη, επαναλαμβάνω, υπό δημοκρατικό κοινοβουλευτικό καθεστώς, στενή έννοια του πολιτικού εγκλήματος.
Τώρα όσον αφορά την έκδοση. Παρατήρηση πρώτη: Η έννοια του πολιτικού εγκλήματος στο δίκαιο της εκδόσεως, είναι ευρύτερη απ’ ότι είναι αυτή στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξεως και δη μιας δημοκρατικής έννομης τάξεως. Και τούτο γιατί: Και οι παραδοσιακοί κανόνες του δικαίου της εκδόσεως, εθνικοί και διεθνείς, αλλά και οι διεθνείς συμβάσεις, με προεξάρχουσα την ευρωπαϊκή σύμβαση περί εκδόσεως που έχει κυρωθεί με το Ν. 4165/61 σε μας, στο άρθρο 3, η σύμβαση αυτή, αναφερόμενη στις πολιτικές παραβάσεις ορίζει ότι:
Βέβαια, έχουν υπάρξει και νεότερες που αίρουν εν μέρει την απαγόρευση εκδόσεως, την δυνατότητα μη εκδόσεως για πολιτικό έγκλημα, αλλά διαβάζω την αρχική διατύπωση: «Δεν χωρεί έκδοση εάν η αξιόποινη πράξη θεωρείται υπό του ετέρου μέρους ως πολιτική τοιαύτη –και εδώ είναι το κρίσιμο, ή ως πράξη συναφής προς τοιαύτην παράβασιν›.
Στο δίκαιο δηλαδή της εκδόσεως, εκτός από τα πολιτικά εγκλήματα, κατά κυριολεξίαν , μπορεί να αρνηθεί το κράτος από το οποίο ζητείται η έκδοσις την έκδοσιν του εκζητουμένου, και όταν απλώς η πράξη είναι συναφής και μόνον προς πολιτικόν έγκλημα. Επομένως, η έννοια του πολιτικού εγκλήματος στην έκδοση είναι ευρύτερη από την αντίστοιχη στην εσωτερική έννομη τάξη και η επίκληση αποφάσεων οι οποίες έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο διαδικασιών εκδόσεως, πρέπει να γίνεται με αυτή την αυτονόητη επισήμανση.
Παρά ταύτα κ. Πρόεδρε, ακόμα και κατ’ εφαρμογήν του δικαίου της εκδόσεως, η ημέτερη νομολογία με εξαίρεση ένα βούλευμα το οποίο επικαλείται η υπεράσπιση, δηλαδή ένα Εφετειακό βούλευμα του 1998, το 2/98, όλη η λοιπή νομολογία και ιδίως αυτή η οποία αφορά την υπόθεση Ρασίντ και είναι ad hoc η υπόθεση αυτή σε σχέση με τις υποθέσεις που εκδικάζονται σήμερα, έχει δεχθεί ότι πράξεις που ομοιάζουν εν μέρει τουλάχιστον, που έχουν κάποια στοιχεία παρόμοια με αυτά τα οποία έχουν οι πράξεις που αποδίδονται στους κ.κ. κατηγορουμένους, δεν συνιστούν πολιτικό έγκλημα, ακόμη και για τους σκοπούς της εκδόσεως.
Δηλαδή δεν είναι ούτε καν συναφή προς πολιτικά εγκλήματα. Όχι απλώς δεν είναι πολιτικά εγκλήματα, δεν είναι ούτε καν προς πολιτικά εγκλήματα. Η υπόθεση Ρασίντ είναι νομίζω η σημαντικότερη, πρώτον, διότι ο ¶ρειος Πάγος με την 362/95 Μ.Ε. Ποινικά Χρονικά 736, γνωμοδότησε και σε Β’ βαθμό, υπέρ της εκδόσεως του Ρασίντ στις αρχές των ΗΠΑ. Ως γνωστό, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης δεν εκδόθηκε ο κατηγορούμενος αυτός και στη συνέχεια δικάστηκε στην Ελλάδα από το Τριμελές και από το Πενταμελές Εφετείο.
Οι αποφάσεις εδώ του Τριμελούς και του Πενταμελούς Εφετείου έχουν επίσης μεγάλη σημασία, διότι το Εφετείο με την 257/95, στην υπεράσπιση 1996, σελ. 538, αποφάνθηκε υπέρ της καθ’ ύλιν αρμοδιότητάς του, αποκλείοντας τον πολιτικό χαρακτήρα των πράξεων που αποδίδονταν στον κ. Ρασίντ. Προεβλήθη αυτή η ένσταση τότε, ο κ. Φυτράκης ήταν εκεί και μάλιστα με πολύ αξιόλογη επιχειρηματολογία είχε προβληθεί η ένσταση αυτή και απορρίφθηκε με την απόφαση –μπορεί κανείς να δει το σκεπτικό της.
Το σημαντικότερο δε είναι ότι η απόφαση αυτή του Εφετείου, επικυρώθηκε και από τον ¶ρειο Πάγο, είναι η 362/95 δημοσιευμένη στα Ποινικά Χρονικά Μ.Ε. 736, η οποία επικύρωσε την άποψη περί μη πολιτικού χαρακτήρα του εγκλήματος που αποδιδόταν στον κ. Ρασίντ. Επρόκειτο ως γνωστόν κ. Πρόεδρε, για μια έκρηξη που προκλήθηκε σε αεροπλάνο, το οποίο ήταν αμερικανικών γραμμών, ΡΑΝΑΜ , από την οποία σκοτώθηκε ένας Γιαπωνέζος 15ετής. Και ο κ. Ρασίντ, ο οποίος αρνήθηκε βεβαίως την πράξη, τελικώς όμως καταδικάστηκε, δεν είχε κάποια σχέση, δεν ήταν μέσα στην πτήση αυτή, δηλαδή εφαίνετο κατά την κατηγορία να είχε βάλει τη βόμβα και στη συνέχεια να μην ανέβηκε στο αεροπλάνο αυτό.
Είναι λοιπόν νομίζω κ. Πρόεδρε, οι αποφάσεις αυτές στην υπόθεση Ρασίντ σημαντικές, διότι επιλύουν και τα άλλα ζητήματα τα οποία ανέφερε ο αξιότιμος κ. Μαρκής και δεν θα τα επαναλάβω, δηλαδή το ζήτημα της αρμοδιότητας εκ της συναφείας του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με το έγκλημα κατά της ασφαλείας της αεροπλοΐας, δηλαδή με το 111 όπως ίσχυε τότε, άρθρο του Κ.Π.Δ.
Και θα ήθελα να προσθέσω ότι η άποψη της υπερασπίσεως ότι η αντισυνταγματικότητα του Ν. 2928/2001 καθ’ όσον αφορά την υπαγωγή ομάδας κακουργημάτων στα Εφετεία, έγκειται στο ότι με αυτόν τον τρόπο ανατρέπεται το πρωτείον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου σε σχέση με τα κακουργήματα και δη αυτό της ανθρωποκτονίας, δεν ευσταθεί για τον εξής λόγο:
Ο αναθεωρητικός συντακτικός νομοθέτης, τον Απρίλιο του 2001, όταν διετύπωνε το άρθρο 97, είχε υπ’ όψιν του όλη την κριτική η οποία είχε διατυπωθεί στα χρόνια που μεσολάβησαν από το 1975 μέχρι το 2001, στην οποία χρονική περίοδο, η πλειονότητα των κακουργημάτων, με διαδοχικούς νόμους, 663/77, 1419/84 και άλλοι, ως γνωστόν, η πλειονότητα των κακουργημάτων, υπήχθη στην αρμοδιότητα των Εφετείων.
Και είχε διατυπωθεί τότε κριτική και από τον ομιλούντα, ότι ο αριθμός των κακουργημάτων που έχουν υπαχθεί στα Εφετεία, μήπως πια είναι τόσο μεγάλος, ώστε να τίθεται ζήτημα ανατροπής του πρωτείου της αρμοδιότητας των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων επί τη βάσει του Συντάγματος, αφού η διατύπωση του Συντάγματος, εμφανίζεται να έχει ως κανόνα τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια να είναι αρμόδια και τα Εφετεία ως εξαίρεση.
Η κριτική αυτή έχει βάση, ασφαλώς, αλλά ο συντακτικός νομοθέτης, ο αναθεωρητικός, έχοντας υπ’ όψη του όλα αυτά τα επιχειρήματα ήρθε με το αναθεωρημένο Σύνταγμα το 2001 και πρώτον μεν στο άρθρο 97 επιβεβαίωσε το «καλώς έχειν›, το «καλώς συνταγματικώς έχειν› της αρμοδιότητας των Εφετείων για όλα τα κακουργήματα τα οποία μέχρι τότε είχαν υπαχθεί στην αρμοδιότητα των Εφετείων και δεύτερο και σημαντικότερο, έδωσε στο νομοθέτη την εξουσία να υπαγάγει αν θέλει και άλλα κακουργήματα στην αρμοδιότητα των Εφετείων.
Το αν ο αναθεωρητικός νομοθέτης υπήρξε σε αυτή του την επιλογή επιτυχής ή όχι, είναι ένα θέμα το οποίο εκφεύγει αυτής της αιθούσης. Είναι θέμα πλέον νομοθετικής κριτικής. Αλλά βέβαιο είναι από απόψεως θετικού δικαίου, ότι ο ίδιος ο νομοθέτης, γνωρίζοντας ότι η πλειονότητα των κακουργημάτων εκδικάζεται πλέον από τα Τριμελή Εφετεία Κακουργημάτων, ενέμεινε στη θέση αυτή και έδωσε στον κοινό νομοθέτη την εξουσία να υπαγάγει και άλλα.
Θα έλεγα λοιπόν ότι παρά την διατύπωση του Συντάγματος, το πρωτείο των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων, έχει κατ’ αποτέλεσμα ανατραπεί και αυτό έχει γίνει με τη βούληση και εν επιγνώσει του αναθεωρητικού συντακτικού νομοθέτη, άρα δεν ευσταθεί πλέον μετά την αναθεώρηση, το επιχείρημα ότι η υπαγωγή και άλλων κακουργημάτων στα Εφετεία, ανατρέπει το πρωτείο της αρμοδιότητας των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων για τα κακουργήματα αυτά.
Διά ταύτα κ. Πρόεδρε, ελπίζω να ήσαν χρήσιμα αυτά τα οποία έθεσα υπ’ όψη σας και η άποψη μου είναι ότι το Δικαστήριο είναι καθ’ ύλιν αρμόδιο για να εκδικάσει τις πράξεις αυτές.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστώ. Διακόπτουμε για αύριο στις 9:00 η ώρα. Είναι θέμα ασφάλειας. Το είδατε τι λέει το Προεδρικό Διάταγμα; Μην τους σκοτίζουμε και πολύ τους κατηγορουμένους, έτσι; Δεν θέλω να γίνουν δημόσιο θέαμα οι άνθρωποι.