Υπάρχουν και θετικά παρ' ελπίδα

Δευτέρα, 17 Μαρτίου 2003 15:41

A- A A+

Ενώ κορυφώνονται οι πολεμικές προετοιμασίες, ίσως να διαφαίνεται μια προοπτική. H διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, χάρη στη θέληση της κοινής γνώμης, και παρά τη θέληση ορισμένων κυβερνήσεων. Είναι εντυπωσιακές οι ομοιότητες των δημοσκοπήσεων στις διάφορες χώρες-μέλη σχετικά με τον πόλεμο στο Ιράκ και με μια συλλογική επιθυμία αποτροπής του.

Oπως επισημαίνει στη «Le Monde» ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας, Μισέλ Ροκάρ, πολλά μέλη του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου θεωρούν ότι η αδυναμία πολλών κυβερνήσεων να αντιληφθούν την αναγκαία ευρωπαϊκή διάσταση της εξωτερικής πολιτικής εξηγεί πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η διαφορά ανάμεσα στο «στρατόπεδο» της Γαλλίας, της Γερμανίας και του Βελγίου, από τη μια πλευρά, και των πέντε μελών της Ε.Ε. που υπέγραψαν την «Επιστολή των Οκτώ» (Δανία, Ισπανία, Βρετανία, Ιταλία, Πορτογαλία), από την άλλη, έχει περισσότερο να κάνει με μια διαφωνία για την αναγκαιότητα μιας αυτόνομης ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, και για το ποιος θα συντονίζει αυτή την πολιτική, παρά με τις ευρύτερες διαφορές ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη.

Κανένα από τα στρατόπεδα αυτά δεν αμφισβήτησε ότι ο Σαντάμ είναι ένας επικίνδυνος εγκληματίας, ότι έχει επιδιώξει στο παρελθόν να αποκτήσει όπλα μαζικής καταστροφής, και ότι η απομάκρυνσή του αποτελεί προϋπόθεση για τον εκδημοκρατισμό της περιοχής.

Η κυριότερη ανησυχία της Ευρώπης σχετίζεται με την υπόθεση ενός μονομερούς πλήγματος των Ηνωμένων Πολιτειών, που δεν θα στηρίζεται σε μια σαφή απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Η δεύτερη ανησυχία αφορά το κατά πόσον μια στρατιωτική επιχείρηση μπορεί να λύσει το πρόβλημα, τη στιγμή που υπάρχουν κι άλλες λύσεις, όπως η συνέχιση των επιθεωρήσεων και οι διεθνείς πιέσεις. Ολοι συμφωνούν ότι εδώ είναι το πρόβλημα, και ότι η συμπεριφορά του Σαντάμ καθιστά το πρόβλημα αυτό ακόμη πιο δυσεπίλυτο.

Τα στοιχεία που απάρτιζαν την ευρωπαϊκή διπλωματία ήταν εμφανή από την αρχή. Μια ισχυρή στρατιωτική απειλή είναι αναγκαία για να προχωρήσει ο αφοπλισμός του Ιράκ, και η απειλή αυτή πρέπει να διατηρηθεί μέχρις ότου το Ιράκ καταστρέψει όλα τα όπλα μαζικής καταστροφής. Εάν χρειαστεί να γίνει πόλεμος, θα πρέπει να στηριχθεί στη διεθνή νομιμότητα που θα περιλαμβάνει και τη μεταπολεμική κατάσταση, δηλαδή την πολιτική και οικονομική ανοικοδόμηση της χώρας. Αυτό το σημείο είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στη γαλλοαμερικανική διαμάχη. Δυστυχώς, η Γαλλία, ο πρόεδρος και η κυβέρνησή της, δεν κατέβαλαν καμιά προσπάθεια να δεσμεύσουν ουσιαστικά την Ευρωπαϊκή Ενωση σε αυτή τη γραμμή.

Πολύ νωρίς μίλησε και η Γερμανία. Ο καγκελάριος Σρέντερ δεν αντελήφθη ότι η επιμονή του σε μια άρνηση στον πόλεμο υπό οποιεσδήποτε συνθήκες ισοδυναμούσε εν τέλει με στήριξη του δικτάτορα της Βαγδάτης. Η γερμανική κυβέρνηση δεν έδειξε μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τη γαλλική στην ανάγκη να διαμορφωθεί μια πραγματικά ευρωπαϊκή γραμμή.

Γιατί οι Αθνάρ, Μπερλουσκόνι και Μπλερ επέλεξαν τη φιλοπόλεμη γραμμή; Οχι τόσο για να στηριχθεί η αμερικανική θέση, όσο για να αποτραπεί μια ενιαία έκφραση της Ευρώπης στο θέμα αυτό, αλλά και να αμφισβητηθεί η γαλλογερμανική κυριαρχία στην ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική. Στόχος τους δεν ήταν τόσο να υποστηριχθεί ο πόλεμος όσο να διαλυθεί η Ενωση.

Στις συνθήκες αυτές, σημειώνει ο Ροκάρ, είναι αδύνατο να εξετάσει νηφάλια η Συνέλευση τις διαδικασίες που πρέπει να ξεκινήσουν για να διαμορφωθεί μια εξωτερική πολιτική στους κόλπους της Ενωσης. Η αποτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι εξασφαλισμένη. Επιπλέον, τόσο στο ζήτημα του Ιράκ όσο και στο Παλαιστινιακό, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα στηρίζονται όλο και περισσότερο σ' εκείνους που τις ακολούθησαν, αγνοώντας τόσο τον ΟΗΕ όσο και το ΝΑΤΟ.

Η άρνηση της «πολυμέρειας» θα επεκταθεί σε προβλήματα όπως το κλίμα, οι φορολογικοί παράδεισοι, ο έλεγχος των εξοπλισμών ή οι κανόνες για τη βιοηθική, για να μη μιλήσουμε για το εμπόριο και το Διεθνές ποινικό δικαστήριο. Το γεγονός ότι η πολιτική αυτή δεν έχει την υποστήριξη της πλειοψηφίας της αμερικανικής κοινής γνώμης επιτρέπει την ελπίδα ότι δεν θα διαρκέσει, οι επιπτώσεις της όμως θα γίνουν αισθητές.

Εν μέσω αυτής της ισχυρής αμερικανικής πίεσης, καταλήγει ο Ροκάρ, οι θέσεις της Γερμανίας, του Βελγίου, της Γαλλίας, της Ελλάδας του Λουξεμβούργου και αρκετών ακόμη χωρών, στηριζόμενες σε μια ενισχυμένη σχέση με τη Ρωσία, μπορούν να εμπνεύσουν την κυρίαρχη εξωτερική πολιτική στην Ενωση. Αλλά και να οδηγήσουν στην απαραίτητη συμφιλίωση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Πηγές: Le Monde, Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή