Η κατανάλωση επαρκούς ποσότητας ιωδίου κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης συνδέεται άμεσα με τη νοημοσύνη που θα αναπτύξει μετέπειτα το παιδί.
Επιστήμονες των πανεπιστημίων του Μπρίστολ και του Σάρεϊ, με επικεφαλής την καθηγήτρια Μάργκαρετ Ρέιμανβρήκαν, μελέτησαν περισσότερες από 1.000 εγκύους και διαπίστωσαν ότι όσες κατανάλωναν λιγότερο ιώδιο με τη διατροφή τους, ήταν πιθανότερο να γεννήσουν παιδιά με χαμηλότερο δείκτη νοημοσύνης και μικρότερες μαθησιακές ικανότητες. Όσο χαμηλότερη ήταν η ποσότητα ιωδίου στον οργανισμό της μητέρας, τόσο χαμηλότερες ήταν και οι νοητικές επιδόσεις των παιδιών.
Το ιώδιο θεωρείται ζωτικό για την παραγωγή ορμονών του θυρεοειδούς αδένα, οι οποίες έχουν άμεση επίπτωση στην ανάπτυξη του εγκεφάλου του εμβρύου. Την περίοδο της έρευνας τα δύο τρίτα περίπου των εγκύων εμφάνιζαν έλλειψη ιωδίου, με συνέπεια να κινδυνεύουν να αποκτήσουν παιδιά μειωμένης νοημοσύνης.
Οι γυναίκες στην εγκυμοσύνη χρειάζονται περίπου 50% περισσότερο ιώδιο από ό,τι συνήθως λάμβαναν πριν μείνουν έγκυοι. Οι κυριότερες πηγές ιωδίου είναι το γάλα, τα γαλακτοκομικά όπως το γιαούρτι, τα ψάρια κ.ά.. Οι ειδικοί συστήνουν δύο μερίδες ψάρι την εβδομάδα και τρεις μερίδες γαλακτοκομικών τη μέρα.
Οι ερευνητές τόνισαν την ανάγκη η διατροφή της εγκύου να εξασφαλίζει την πρόσληψη επαρκούς ποσότητας ιωδίου, ενώ προειδοποίησαν κατά της κατανάλωσης διατροφικών συμπληρωμάτων από φύκια, επειδή αυτά μπορεί να περιέχουν υπερβολικά πολύ ιώδιο, με κίνδυνο η γυναίκα να λάβει υπερδοσολογία.
Η συνιστώμενη ποσότητα λήψης ιωδίου για τις εγκύους και όσες θηλάζουν είναι 250 μικρογραμμάρια τη μέρα έναντι 150 μικρογραμμαρίων για τους ενήλικες γενικά και 90 - 120 για τα παιδιά. Η λήψη πάνω από 600 μικρογραμμαρίων ιωδίου τη μέρα (κάτι που μπορεί να συμβεί αν κανείς, πέρα από τη διατροφή, παίρνει και ειδικά συμπληρώματα), μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στον θυρεοειδή.
Μια προηγούμενη έρευνα από την Τασμανία, που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό κλινικής ενδοκρινολογίας και μεταβολισμού «Journal of Clinical Endocrinology and Metabolism», είχε μελετήσει εννιάχρονα παιδιά, που είχαν λάβει ανεπαρκές ιώδιο όταν ήταν ακόμη έμβρυα. Οι επιστήμονες είχαν διαπιστώσει ότι αυτά τα παιδιά, μεγαλώνοντας, είχαν μικρότερους βαθμούς στα γλωσσικά τεστ.
Πηγή: ΑΜΠΕ