Η υπεραλίευση των μεγαλύτερων ψαριών από ορισμένους πληθυσμούς αλλάζει τη γενετική δεξαμενή τους προς όφελος μικρότερων, λιγότερο γόνιμων ψαριών. Αυτό υποστηρίζουν ερευνητές από πανεπιστήμια της Βρετανίας και της Γερμανίας, επισημαίνοντας ότι τα αποτελέσματα της μελέτης τους θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στη χάραξη πολιτικής για τα ιχθυαποθέματα, ώστε τα ψάρια να παραμείνουν βιώσιμη πηγή τροφής.
«Τα αποτελέσματά μας έχουν τεράστιες συνέπειες για τη βιωσιμότητα των πληθυσμών που αλιεύονται», δήλωσε στο BBC ο Γκάρι Καρβάγιο από τη σχολή βιολογικών επιστημών του πανεπιστημίου Μπανγκόρ της Ουαλίας. «Μια αλλαγή στη γενετική σύνθεση των ψαριών» θα μπορούσε να έχει «σοβαρές συνέπειες για το περιβάλλον και για την παγκόσμια αλιευτική βιομηχανία», προειδοποίησε.
Στην έκθεσή τους, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύονται στην επιθεώρηση Frontiers in Ecology and the Environment, οι ερευνητές προειδοποιούν ότι οι αλλαγές στα ψάρια λαμβάνουν χώρα μέσα σε λίγες γενιές. Η διαδικασία της ανάκαμψής τους – εάν αυτή είναι εφικτή – διαρκεί 5 έως 10 φορές περισσότερο.
Οι έρευνες επικεντρώθηκαν σε ένα πολύχρωμο τροπικό ψάρι από το Τρινιντάντ. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν μεταβολές στο DNA του καθώς ο αιχμάλωτος πληθυσμός συρρικνωνόταν και τα ψάρια γίνονταν μικρότερα. Όπως υποστηρίζουν οι ίδιοι, κατόρθωσαν να αποδείξουν για πρώτη φορά ότι οι αλλαγές αυτές αποτελούν «μια εξελικτική ανταπόκριση στην υπεραλίευση».
«Αυτό που είδαμε σε συνθήκες εργαστηρίου έχει, κατά πάσα πιθανότητα, ήδη συμβεί σε πολλές περιοχές, όπου δραστηριοποιούνται εμπορικοί στόλοι», επισημαίνουν οι ερευνητές. Εκφράζουν την ανησυχία ότι κάποιοι πληθυσμοί δεν θα ανακάμψουν ποτέ, κάτι που θα έχει επιπτώσεις στην τροφική αλυσίδα.
«Απευθύνουμε έκκληση στην επιστημονική κοινότητα, τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τα στελέχη [της αλιευτικής βιομηχανίας] να λάβουν υπόψη την ικανότητα των ιχθυαποθεμάτων να προσαρμόζονται και να ανακάμπτουν από την αλίευση και τη θήρευση», καταλήγουν οι ίδιοι.