ΔΙΚΗ 17Ν
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 8 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2003
ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:00
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλή σας ημέρα. Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί.
ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, ο κρατούμενος κ. Θεολόγος Ψαραδέλλης για λόγους υγείας δεν μπορεί να παραβρεθεί στην αίθουσα, όπως και ο κρατούμενος Ξηρός Σάββας σήμερα μετήχθη στο νοσοκομείο έκτακτα, δεν ξέρω αν ήθελε να ανεβεί ή όχι πάνω στην αίθουσα και ο Βασίλης Ξηρός θα εισέλθει σε λίγο.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι λέτε κ. Εισαγγελεύς;
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Να επιτραπεί.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Από συνηγόρους να πούμε τον κ. Πρωτέκδικο ο οποίος δεν έχει πρόβλημα. Εκπροσωπούνται από τον κ. Πρωτέκδικο προσωρινά διοριζόμενο, μέχρι να έρθουν οι δικοί τους δικηγόροι.
Θα παρακαλέσω και πάλι να σεβαστούμε απόλυτα τον κ. κρατούμενο, δηλαδή ό,τι μας επιβάλλει η δικονομία. Δεν επιτρέπεται ούτε να τον διακόπτουμε, ούτε να τον καταφρονούμε ούτε τίποτα. Με είδατε εμένα να κάνω ερωτήσεις καταφρονητικές; Πάρτε αυτό το μέτρο τέλος πάντων όλοι!
Είχατε απολογηθεί στην ανάκριση και τώρα πέστε μου τι θέση παίρνετε, μετά την όλη διαδικασία ό,τι είδατε και ό,τι θέλετε και όπως θέλετε.
Δ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές, θα πρέπει αναγκαστικά να πάρω από την αρχή τα γεγονότα με όσο το δυνατό μεγαλύτερη ακρίβεια να σας τα εκθέσω, γιατί δυστυχώς υπάρχουν πράγματα τα οποία δεν ξέρετε, δυστυχώς δεν έχουν φτάσει στα χαρτιά σας.
Αλλά πριν πω οτιδήποτε, ήθελα να παρακαλέσω το Δικαστήριό σας να με ακούσει χωρίς προκατάληψη γιατί ξέρω ότι όλες οι εντυπώσεις είναι εναντίον μου, αλλά είμαι αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να ασχοληθώ με αυτές τις εντυπώσεις γιατί θεωρώ ότι στοιχεία δεν υπάρχουν.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι δεν υπάρχει ουδεμία προκατάληψη. Απεναντίας υπάρχει διάθεση υπέρ σας. Όπως και υπέρ όλων των κατηγορουμένων. Διάθεση υπάρχει, το αντίθετο της προκατάληψης.
Δ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: Το εύχομαι και το ελπίζω.
Δυσκολεύομαι λίγο όσον αφορά το από πού θα αρχίσω. Θα αρχίσω από το σημείο εκείνο του βουλεύματος που λέει ότι με τη στάση μου δηλώνω ότι δεν συνεργάζομαι με τις Αρχές. Αυτό το σημείο μου προκάλεσε πραγματικά περίεργα συναισθήματα, γιατί το πρώτο πράγμα που έκανα, που προσπάθησα να κάνω, ήταν αυτό ακριβώς: να ξεκαθαρίσω τη θέση μου, τη σχέση μου, ποιον ξέρω, ποιον δεν ξέρω και γιατί έγιναν αυτά που έγιναν.
Επίσης πολύ περίεργα συναισθήματα μου δημιούργησαν όλα αυτά που ακούω εδώ και μήνες στη διαδικασία για τη γαλλική επανάσταση, για τον Τρότσκι, για τον Λένιν, για τον Στάλιν, γιατί ποτέ δεν ασχολήθηκα με την πολιτική. Η πολιτική ήταν και είναι για εμένα πολυτέλεια. Ήταν πολυτέλεια γιατί πάντα έπρεπε να τρέξω δυο φορές περισσότερο από τους άλλους για να καταφέρω να κάνω κάτι.
Όχι μόνο αυτό, επειδή αν ήταν να ενταχθώ κάπου προσπαθώντας να αλλάξω τον κόσμο, θα πήγαινα να ενταχθώ στην GREENPEACE, στους ?Γιατρούς χωρίς Σύνορα?, θα πήγαινα οπουδήποτε εκτός από κάποιο πολιτικό Κόμμα. Αισθάνομαι περίεργα πραγματικά, όλα αυτά μου γεννούν περίεργα συναισθήματα.
Όσον αφορά τα γεγονότα αυτά καθαυτά θα πρέπει να τα πάρω από την αρχή, αλλά πριν τα πάρω από την αρχή πρέπει να σας πω ότι εγώ θέλω να δικαστώ περισσότερο από όσο θέλετε εσείς να με δικάσετε. Γιατί δεν έχω άλλο τρόπο να πω αυτά που έχω να πω, δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Ο μόνος τρόπος είναι να σταθώ εδώ και να τα πω σε εσάς. ¶λλος τρόπος δεν υπάρχει.
Θέλω να πω ότι αν ήμουν αυτός που το βούλευμα λέει ότι είμαι, είχα πολύ πιο εύκολες λύσεις από το δυσχεραίνω την ήδη δυσχερή θέση μου. Μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα. Μπορούσα να έρθω εδώ, να παριστάνω τον χαζό, τον άσχετο, να πω ότι ?με απείλησαν να μην μιλήσω?, να πω πολλά πράγματα. Δεν θα κάνω τίποτα από αυτά, για λόγους αυτοσεβασμού περισσότερο και γιατί τίποτα από αυτά δεν είναι αλήθεια.
Για να φτάσουμε στην ημέρα της σύλληψης θα ήθελα να ξεκινήσω λίγο πιο νωρίς να σας πω μερικά περιστατικά από τα παιδικά μου χρόνια. Κύριε Πρόεδρε, 11 χρονών, τότε ο πατέρας μου δούλευε στην εφημερίδα ?ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ? κάθε Κυριακή πουλούσα εφημερίδες έξω από τον κινηματογράφο ΛΑΟΥΡΑ στη Βασιλίσσης Όλγας στη Θεσσαλονίκη.
Από τα 14 όταν τελείωσα το Γυμνάσιο και μετά σταμάτησα το σχολείο. Πρέπει να είναι μετρημένες στα δάχτυλα οι μέρες που δεν δούλεψα και οι μέρες που δεν ασχολήθηκα με τη μουσική. Γιατί τότε άρχισα να ανακαλύπτω τη μουσική, στα 14 με 15 μου.
Στα 17 μου έκανα δυο δουλειές για να μπορέσω να μαζέψω λεφτά για να αγοράσω ένα ενισχυτή, να πληρώσω τα ιδιαίτερά μου. Δούλευα το πρωί στον πατέρα μου, το βράδυ δούλευα σερβιτόρος 4 φορές την εβδομάδα και έχω φτάσει σήμερα εδώ να κατηγορούμαι ότι λήστεψα 100 εκ. από μια Τράπεζα και τον επόμενο χρόνο άφησα την οικογένειά μου να χάσει ένα σπίτι για 6 εκ.!
Δεν υπήρχε περίπτωση να αρνηθώ το γεγονός αν όντως την είχα ληστέψει. Γιατί θεωρώ ότι είναι μικρή η γραμμή που χωρίζει το νόμο από την παρανομία και οι συγκυρίες μπορούν εύκολα να οδηγήσουν έναν άνθρωπο εκεί. Αλλά είναι κάτι που δεν έκανα και εφόσον δεν έκανα, δεν μπορώ να το παραδεχτώ.
Από εκεί και μετά πήγα στρατό, υπηρέτησα τη θητεία μου στις καταδρομές. Πριν πάω στο στρατό καθ’ όλη τη διάρκεια δούλευα μια και δυο δουλειές πολλές φορές και συγχρόνως και μαθήματα. Απολύθηκα από το στρατό, κατάλαβα ότι πέρα από τη μουσική που μου άρεσε πολύ, μέχρι να κερδίσω το δικαίωμα να ασχολούμαι αποκλειστικά με τη μουσική, έπρεπε να κάνω και κάτι άλλο. Αποφάσισα εκεί σε συνεννόηση με τον πατέρα μου να ανοίξω ένα μαγαζί, να το δοκιμάσω κι αυτό. Αλλά δυστυχώς απογοητεύτηκα. Απογοητεύτηκα όχι γιατί δεν είχα δουλειά, δουλειά είχα αρκετή μπορώ να πω. Απογοητεύτηκα γιατί με αντιμετώπιζαν λίγο σαν πιτσιρίκο γιατί δούλευα από το πρωί μέχρι το βράδυ και τα λεφτά μου δεν μπορούσα να τα μαζέψω, ήταν η κατάσταση της αγοράς που την ξέρετε νομίζω όλοι.
Παρ’ όλα αυτά δούλεψα το μαγαζί γύρω στους 8 με 9 μήνες και επειδή παράλληλα πάντα είχα στο μυαλό μου και τη μουσική, άρχισα να σκέφτομαι κάποια στιγμή ότι ίσως θα ήταν καλό να κατέβω στην Αθήνα όπου και θεωρούσα ότι και δουλειά πιο εύκολα θα μπορούσα να βρω σε πρώτη φάση και από την άλλη μεριά και οι μουσικοί ήταν περισσότεροι και όλες οι εταιρείες ήταν εδώ και πολλά happenings γίνονται στην Αθήνα και γενικώς έχει πέντε φορές περισσότερο πληθυσμό, περισσότερες ευκαιρίες.
Αυτή την απόφαση την πήρα οριστικά το καλοκαίρι του ’98 όταν πήγα διακοπές στην Ικαρία μαζί με τον Βασίλη Ξηρό κι άλλους φίλους. Πως έφτασα στο σημείο να το αποφασίσω αυτό το πράγμα; Ήξερα ότι νωρίτερα από εμένα είχε κατεβεί ο Βασίλης Ξηρός στην Αθήνα και έμενε μαζί με τον αδελφό του και ήξερα ότι κάνει κάποιες δουλειές του κινηματογράφου, τότε ακόμη δεν ήξερα πως δουλεύει ο κινηματογράφος, ότι γενικά κερδίζει κάποια καλά λεφτά και σε συζητήσεις που είχα μαζί του στην Ικαρία, μου λέει «κατέβα, μπορείς να μείνεις στην αρχή μαζί με τον αδερφό μου εκεί που μένω κι εγώ, είναι μεγάλο το σπίτι, θα βρεις μια δουλειά σίγουρα, εγώ πιστεύω ότι σε ένα χρόνο θα έχεις ορθοποδήσει›. Εκτός αυτού είχα και μια ξαδέρφη στην Αθήνα, της Σοφίας ο αρραβωνιαστικός είχε κάποια ενασχόληση με τη μουσική και θα μπορούσα να ξεκινήσω και αυτό παράλληλα.
Μια παρένθεση θέλω να κάνω, ότι σε όλη αυτή τη διάρκεια των 15 χρόνων μέχρι τώρα πάντα δούλευα και πάντα έπαιζα και μουσική, αυτό το πράγμα δε σταμάτησε ποτέ. Το ίδιο πράγμα έγινε και στην Αθήνα. Κατεβαίνω το φθινόπωρο του ’98 στην Αθήνα, σε πρώτη φάση έμενα στο σπίτι του Σάββα Ξηρού, έκανα κάποιες δουλειές στο εργαστήριό του στο οποίο συνήθως πάντα είχε κάτι να κάνεις και με αυτόν τον τρόπο έπαιρνα κάποια λίγα λεφτά στην αρχή τα οποία μου έδινε ο Σάββας Ξηρός, αλλά επειδή ειπώθηκε ότι μου έδινε χαρτζιλίκι εδώ πέρα, άκουσα χθες στην κατάθεση του Βασίλη Ξηρού ότι στην αρχή ήμουν άνεργος κτλ. και μου έδινε λεφτά ο Σάββας Ξηρός, δεν πήρα ποτέ λεφτά χωρίς να κάνω κάτι.
Πάντα έκανα κάτι για να πάρω λεφτά, δεν το δέχομαι εγώ για μένα να παίρνω λεφτά χωρίς να κάνω κάτι. Απλά το χαρτζιλίκι ίσως να αντιπροσωπεύει το ποσό, το πόσα λεφτά έπαιρνα. Αλλά πάντα έκανα κάτι. Ο Σάββας έκανε αγιογραφίες, κατέβαινα πολλές φορές και του έκοβα τα ξύλα, του ετοίμαζα τα ξύλα που ήταν να κάνει την αγιογραφία επάνω, διάφορες δουλειές μπορώ να θυμηθώ ότι έχω κάνει, είχε αγοράσει μια παλιά πρέσα η οποία ήταν κομμάτια, χυτό σίδερο, μεγάλα, τα οποία ήθελαν καθάρισμα με σιδερόβουρτσες, βαψίματα κτλ., τέτοιες δουλειές.
Έφτασαν οι γιορτές, το καινούργιο έτος, το ’99, γνώρισα κάποιους ανθρώπους στον κινηματογράφο, άρχισα να δουλεύω, παράλληλα έκανα κι ένα μουσικό σχήμα στην Αθήνα, έπαιρνα κάποια λεφτά κι από κει και νοικιάσαμε με τον Βασίλη Ξηρό πλέον μια μονοκατοικία στο Ηράκλειο που βρήκαμε η οποία ήταν μια παλιά μονοκατοικία σε ένα αδιέξοδο κι ήταν αρκετά φθηνή. Γι αυτή τη μονοκατοικία θέλω να πω, επειδή έχει σημασία, ότι αυτή η μονοκατοικία νοικιάστηκε το φθινόπωρο, Νοέμβριο αν θυμάμαι καλά, αλλά μπήκαμε μέσα στο σπίτι μετά τις γιορτές. Έχει σημασία αυτό, θα καταλάβετε αργότερα γιατί.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Για την έκρηξη?..
Δ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: Για την έκρηξη κ. Πρόεδρε εγώ δεν έχω να σας πω τίποτα, απολύτως τίποτα, είναι κάτι που δεν ξέρω από πού προήλθε και τι έγινε. Εγώ δεν βρισκόμουν καν στην Αθήνα όταν έγινε αυτή η έκρηξη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αυτό λέω, ότι δεν ήσαστε.
Δ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: Μπήκαμε σε αυτό το σπίτι, εγώ συνέχισα να δουλεύω κανονικά, άρχισα πλέον να βγάζω κάποια λεφτά, ήμουν σχετικά αυτόνομος, παρ’ όλα αυτά πολλές φορές χρειαζόταν να ζητήσω απ’ τους δικούς μου λεφτά. Ξαναπήγα διακοπές στην Ικαρία το καλοκαίρι του ’99 κι εκεί έσπασα το πόδι μου. Στη διάρκεια των σεισμών στην Αθήνα εγώ βρισκόμουν μέσα στο πλοίο και επέστρεφα στη Θεσσαλονίκη από τη Σάμο. Έφτασα στη Θεσσαλονίκη όπου έμεινα μέχρι και τις γιορτές. Είχα 4 μήνες και παραπάνω το πόδι μου στο γύψο.
Βγάζω τον γύψο, κατεβαίνω στην Αθήνα ξανά, αρχίζω να ξαναδουλεύω και εκεί πέρα κάπου στις αρχές του 2000 μετά από κάποιες συζητήσεις που είχα με τον Σάββα, μου έλεγε ότι «θέλω να νοικιάσω μια γκαρσονιέρα μαζί με έναν φίλο μου γιατί πολλές ωραίες γυναίκες κυκλοφορούν στις κινηματογραφικές εταιρείες› -το ήξερα αυτό από πρώτο χέρι, δε μου έλεγε ψέματα, και ήθελε μια γκαρσονιέρα για τέτοια χρήση όπως μου είπε.
Μετά από κάποιοι διάστημα μου λέει μια μέρα που δε δούλευα ότι «βρήκα μία, αλλά έχω μια δουλειά και δεν προλαβαίνω να πάω, τα έχω κανονίσει, εάν μπορείς να πας να του δώσεις τα λεφτά για να την κλείσω τη γκαρσονιέρα, να μην τη χάσουμε› κτλ. Του λέω, «αφού δε δουλεύω και μπορώ να πάω, δώσε μου τα λεφτά να πάω›. Μου δίνει τα λεφτά, μου δίνει και μια ταυτότητα την οποία εγώ κατάλαβα ότι ήταν η ταυτότητα του φίλου του γιατί στο δικό του όνομα θα νοικιαζόταν αυτό το διαμέρισμα.
Μου λέει πού να πάω, πηγαίνω εκεί πέρα, χτυπάω την πόρτα και λέω «έρχομαι για το διαμέρισμα›. Μπαίνω μέσα, δίνω τα λεφτά στον άνθρωπο, του δίνω την ταυτότητα, γράφει τα στοιχεία, μου δίνει τα κλειδιά, μου έλεγε κάτι πράγματα για τα κοινόχρηστα κτλ. και μου λέει «μισθωτήριο δεν έχω έτοιμο, αλλά νομίζω ότι δεν υπάρχει πρόβλημα›. Του λέω «εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα›. Μου δίνει τα κλειδιά, φεύγω. Βλέπω το βράδυ τον Σάββα, του δίνω τα κλειδιά.
Έκτοτε δεν ασχολήθηκα μ’ αυτό το πράγμα γιατί δεν είχα κανένα λόγο να ασχοληθώ, δεν ήταν κάτι που με αφορούσε. Δύο-δυόμισι μήνες αργότερα, δεν ξέρω πότε ακριβώς, δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς πότε, ήμουν στο εργαστήριο του Σάββα Ξηρού και μου ζήτησε να τον πάω μέχρι αυτή τη γκαρσονιέρα γιατί είχε κάτι δουλειές να κάνει, την έφτιαχνε, κάτι τέτοιο. Ανέβηκε στο μηχανάκι μου, τον πήγα μέχρι εκεί κι όταν φτάσαμε εκεί μου λέει «θέλεις να ανεβείς να δεις το σπίτι που νοίκιασα;› Λέω «θα ανέβω να το δω›.
Ανέβηκα στο σπίτι αυτό, πρέπει να κάθισα μέσα όχι παραπάνω από 10 λεπτά. Έκανα ένα τσιγάρο και έφυγα. Αυτό ήταν όλο. Εγώ σ’ αυτό το σπίτι δεν είδα τίποτα περίεργο. Μπήκα μέσα, ήταν σε γενικές γραμμές ένα άδειο σπίτι, είχε μέσα στο ένα δωμάτιο ένα μονό ράντζο, ένα τραπέζι και κάτι καρέκλες, δε θυμάμαι να είδα τίποτε άλλο. Έφυγα απ’ αυτό και μετά πήγα σε έναν φίλο μου που έμενε στο Παγκράτι. ¶λλη επαφή μ ‘αυτό το σπίτι δεν είχα. Αυτά τα γεγονότα όμως, δυστυχώς δεν έχουν γραφτεί όπως έχουν γίνει κι όπως εγώ τα είπα. Για ποιο λόγο δε μπορώ να ξέρω ακριβώς.
Μετά απ’ αυτό το γεγονός πέρασε ο καιρός, φτάσαμε στην άνοιξη του 2001. Ο Βασίλης Ξηρός είχε ήδη φύγει από την Αθήνα και εγώ την άνοιξη εισέπραξα κάποια αποζημίωση που είχα κι έσπασα το πόδι μου, είχα αρχίσει να κουράζομαι και με τους ρυθμούς της Αθήνας και αποφάσισα ότι θα ήταν καλό να γυρίσω στη Θεσσαλονίκη γιατί είχα και κάποια πρόταση από κάποιους μουσικούς που παίζαμε παλιότερα μαζί και με την ευκαιρία, μια που είχα και κάποια λεφτά από την αποζημίωση αυτή, να πάω να τελειώσω τη σχολή μου που την έπιανα και την άφηνα γιατί μια είχα λεφτά μια δεν είχα, μια ξαναείχα και μετά μου ξανατελείωναν και αποφάσισα έτσι να επιστρέψω στη Θεσσαλονίκη.
Γύρισα στη Θεσσαλονίκη, έκανα ένα σχήμα, ξεκίνησα τη σχολή μου, αλλά επειδή η σχολή ήταν στις τελευταίες χρονιές και απαιτούσε διάβασμα και πρακτική πολύ, δεν πήγα να δουλέψω με τον πατέρα μου γιατί εκεί πέρα η δουλειά είναι αρκετή, πρέπει να δουλεύεις. Πήγα και έπιασα μια δουλειά η οποία δεν είχε απαιτήσεις και από την οποία θα έπαιρνα κάποια λεφτά ούτως ώστε να μη ζητάω απ’ τον πατέρα μου.
Δούλευα το πρωί courier σε μια εταιρεία, οδηγός με ένα παπάκι και αμέσως μετά τη δουλειά, σχολούσα 3-4 η ώρα, πήγαινα κατ’ ευθείαν σε ένα στούντιο που έφτιαξα με τους υπόλοιπους 4 το οποίο το φτιάξαμε συνεταιρικά, βάλαμε και οι 4 τα λεφτά και αυτό για δικό μας όφελος, για να μην πληρώνουμε πρόβες αλλού, πήγαινα εκεί, διάβαζα, το απόγευμα ξαναπήγαινα στη σχολή και μετά τη σχολή, το βράδυ, ξαναγυρνούσα στο στούντιο.
Αυτό ήταν το καθημερινό μου πρόγραμμα, δεν περίσσευε ούτε μισή ώρα, κάθε μέρα. Ήμουν επάνω και έκανα τη ζωή μου, είχα ξεχάσει πλέον τους ρυθμούς της Αθήνας, αν και κάποιες εταιρείες πολλές φορές τον Σεπτέμβριο με την Έκθεση κτλ. ή κάποια εγκαίνια μεγάλων μαγαζιών, ανέβαιναν αθηναϊκές εταιρείες επάνω για να κάνουν αυτές τις δουλειές και τότε δούλευα κι εγώ, επειδή με ήξεραν από πριν.
Και φτάνουμε στο καλοκαίρι το περσινό, όπου εγώ επιστρέφω από μια συναυλία που έδωσα στον Πλαταμώνα Πιερίας και βλέπω στις ειδήσεις το βράδυ ότι ένας βομβιστής συνελήφθη στο λιμάνι του Πειραιά, έσκασε η βόμβα στα χέρια του κτλ. Δεν έδωσα καμιά σημασία μέχρι τη Δευτέρα που με παίρνει ένας ξάδερφος του Σάββα τηλέφωνο και μου λέει «έμαθες;›, λέω «όχι, δεν έμαθα›. Μου λέει «ο βομβιστής που έπιασαν στον Πειραιά ήταν ο Σάββας›. Δε μπορώ να μπω ότι δεν μου έκανε εντύπωση, μου έκανε και ιδιαίτερη εντύπωση κιόλας.
Εγώ παρακολουθούσα την εξέλιξη από και πέρα, αλλά τα δύσκολα άρχισαν όταν είδα το σπίτι της Δαμάρεως στην τηλεόραση. Εκεί μπορώ να πω με άνεση ότι έπεσα από τα σύννεφα. ¶ρχισα να προβληματίζομαι γιατί δεν καταλάβαινα τι γινόταν, δεν ήξερα τι να κάνω, σε ποιον να το πω, να το πω, να μην το πω, θα το πω και θα ξεμπλέξω ή θα τα το πω και θα μπλέξω;
Ειλικρινά, περίμενα κάποια στιγμή να έρθει η αστυνομία απ’ το σπίτι μου και έλεγα ότι αν έρθουν σε μένα θα τους το πω, αν δεν έρθουν δε θα τους το πω. Στους γονείς μου δεν το είπα γιατί δεν ήθελα να τους ανακατέψω αν και ο πατέρας μου με ρώτησε πολλές φορές «έχεις εσύ καμία σχέση με αυτά;› Του έλεγα όχι, γιατί δεν είχα, αλλά πώς να πεις σε έναν άνθρωπο ότι «πήγα και νοίκιασα αυτή τη γιάφκα αλλά δεν είχα σχέση›;
Ήρθε κάποια στιγμή η Αστυνομία. Εγώ μόλις είχα γυρίσει από ένα τριήμερο στην Σκιάθο στο οποίο είχε πάει για δουλειά γιατί εκείνο το καλοκαίρι μετά από 1 χρόνο συναυλιών κλπ όλοι μαζί είχαμε μαζέψει λεφτά, αγοράσαμε μηχανήματα με απώτερο σκοπό να μην σταματάμε να παίζουμε το καλοκαίρι γιατί το καλοκαίρι τα περισσότερα σχήματα σταματούν να παίζουν. Εμείς προσπαθούσαμε στα πλαίσια του στούντιο που είχαμε το οποίο ήταν για προσωπική μας χρήση, δεν βγάζαμε λεφτά από αυτό για να μπορέσουμε να φορτώσουμε ένα αυτοκίνητο με 5 μηχανήματα και να κατεβούμε στα νησιά το καλοκαίρι.
Είχα πάει στην Σκιάθο για να μπορέσω να κλείσω κάποιες εμφανίσεις. Με το που γυρνάω από την Σκιάθο πριν προλάβω να κατέβω από την μηχανή βγαίνουν 7-8 κύριοι εκεί πέρα, «ο Διονύσης Γεωργιάδης;›, λέω «ο Διονύσης Γεωργιάδης› «θα έρθεις μαζί μας στο Τμήμα›, έψαχναν την μηχανή μου, έψαχναν από δω, λέω «ψάξτε, εντάξει θα έρθω›.
Κατεβαίνουμε στο Τμήμα Ασφαλείας στη Θεσσαλονίκη, με βάζουν σε ένα γραφείο. Περίμενα εκεί κάποιες ώρες, δεν μου έλεγε κανείς τίποτα, δεν μου μιλούσε κανείς. Κάποια στιγμή που έφεραν μία τηλεόραση μέσα σε αυτό το γραφείο. Μου έβαλαν μία τηλεόραση, ανοίγουν την τηλεόραση και ήταν το δελτίο ειδήσεων εκείνη την ώρα και βλέπω στο δελτίο ειδήσεων τον κ. Αγιοστρατίτη να λέει ότι κρατείται στην Ασφάλειας Θεσσαλονίκης τα δύο αδέλφια του Σάββα Ξηρού, ο Βασίλης και ο Δημήτρης και τους έχουν κάνει αυτό και τους έχουν κάνει εκείνο. Μετά από τον κ. Αγιοστρατίτη έδειξε ρεπορτάζ που έλεγε «προέκυψαν στοιχεία, αναμένονται συλλήψεις› και διάφορα τέτοια.
Με το που τελειώνει το δελτίο ειδήσεων μου κλείνουν την τηλεόραση και με παίρνουν κατευθείαν και με πάνε σε ένα γραφείο. Εκεί στο γραφείο παρουσιάζεται ένας αστυνομικός ο οποίος μου συστήθηκε ως Σύρος, αλλά όπως κατάλαβα μετά δεν ήταν ο κ. Σύρος, ήταν κάποιος άλλος. Μου λέει «λέγε›. Λέω «τι να πω;›. Μου λέει «λέγε τι ξέρεις γιατί ο φίλος σου ο Βασίλης τα έχει πει όλα›. Εγώ του εξιστορώ το περιστατικό με την Δαμάρεως και με την ταυτότητα αλλά απ’ ότι φαίνεται δεν πείστηκε. ¶ρχισε να με ρωτάει για διάφορα από δω, από κει.
Την στιγμή που με ρωτούσε εγώ συνειδητοποίησα κάτι που μέχρι τότε δεν είχαν σκεφτεί. Συνειδητοποίησα το γεγονός μήπως έχει γίνει τίποτα άλλο, γιατί 3 χρόνια ήμουν στην Αθήνα. Μήπως όλο αυτό το διάστημα έγινε και τίποτε άλλο και δεν το πήρα εγώ χαμπάρι; ¶ρχισα να προσπαθώ κι εγώ να φέρω τα γεγονότα στην μνήμη μου γιατί φοβόμουν, δεν μπορώ να πω ότι δεν φοβόμουν. Απλά δεν είχα και τίποτα να κρύψω όμως. Δεν πήγα εγώ με κάποια διάθεση εκεί πέρα να πω άλλα από αυτά που έγιναν ή δεν ξέρω εγώ τι. Ούτε είπα εγώ δεν τον ξέρω τον Σάββα Ξηρό ή τον Βασίλη Ξηρό.
Τον Βασίλη Ξηρό τον ξέρω μια δεκαετία. Τον μικρότερό του αδελφό τον ξέρω 12-13 χρόνια και τον Σάββα Ξηρό τον γνώρισα στην Αθήνα το ΄98 που κατέβηκα. ¶ρχισα να προσπαθώ να θυμηθώ, ο αστυνομικός με ρωτούσε. Μου έλεγε «στον Περατικό ήσουν; Εκεί ήσουν, αλλού ήσουν;›. Κάποια στιγμή με ρωτάει για μια ληστεία στην Εθνική Τράπεζα στο Παγκράτι. Εγώ θυμήθηκα ένα περιστατικό που κανονικά δεν θα έπρεπε να το θυμάμαι αλλά επειδή έγινε κάπως περίεργα το θυμήθηκα εκείνη την στιγμή όταν με ρώτησε. Δηλαδή ουσιαστικά ο αστυνομικός μου το θύμισε.
Μου λέει για την Εθνική Τράπεζα στο Παγκράτι. Εγώ θυμήθηκα ότι μου είχε ζητήσει ο Σάββας Ξηρός κάποια στιγμή, τον πρώτο καιρό που ήμουν στην Αθήνα, χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω, ακόμα και τώρα δεν μπορώ να προσδιορίσω πότε ακριβώς. Απλά αν κρίνω από τα υπόλοιπα στοιχεία πρέπει να είναι 2-3 μέρες πριν γίνει η ληστεία αυτή στο Παγκράτι.
Μου ζήτησε να πάω να πάρω το αυτοκίνητό του από κει, γιατί εγώ αυτό που ήξερα είναι ότι ο Σάββας Ξηρός κάνει μαθήματα αγιογραφίας και είχε γύρω στους 10-11 μαθητές στους οποίους πήγαινε στα σπίτια τους και σε διάφορα μέρη – δεν ξέρω πού ακριβώς – και τους έκανε μαθήματα. Δηλαδή δεν ερχόντουσαν αυτοί στο εργαστήρι. Πήγαινε αυτός. Εγώ ήξερα κάτι τέτοιο. Μου λέει «δεν μπορώ να πάω να το πάρω το αυτοκίνητο, πήγαινε πάρτο σε παρακαλώ γιατί θέλει ένας φίλος μου να έρθει να το πάρει αύριο από το εργαστήρι›. Ο φίλος του συγκεκριμένα αυτός ήταν ο Αμίνος Ουδανός (έχει ακουστεί το όνομά του κατά καιρούς). Τον είχα γνωρίσει αυτόν τον άνθρωπο και είναι αυτός που έχει και μέχρι τώρα το αυτοκίνητό του, του το έχει δώσει.
Λέω «εντάξει, θα πάω να το πάρω. Πού είναι;›. Μου εξηγεί πού είναι και μου είχε δώσει την συγκεκριμένη Τράπεζα ως σημείο αναφοράς σε σχέση με μια πλατεία που βρίσκεται πιο πάνω για να μπορέσω εγώ να βρω το αυτοκίνητο. Πάω παίρνω εγώ το αυτοκίνητο, το πηγαίνω στο εργαστήρι. Εν τω μεταξύ εκείνη την περίοδο ήταν περίοδος που εγώ πήγαινα σχεδόν καθημερινά στο εργαστήριο του Σάββα Ξηρούς στην Αιγιαλείας γιατί έκανα κάποιες δουλειές για το σπίτι που είχαμε νοικιάσει με τον Βασίλη Ξηρό.
Δεν ξέρω αν έχετε μπει ποτέ μέσα σε επιπλοποιείο, σε βαφείο, σε λαμαρινάδικο. Έχετε μπει ποτέ μέσα σε τέτοιοι μαγαζί; Αν έχετε μπει θα έχετε προσέξει ότι υπάρχει πάντα ένα ράδιο ανοιχτό μέσα σε αυτά τα μαγαζιά, οπουδήποτε, σε οποιοδήποτε. Εγώ από το μαγαζί του πατέρα μου είχα αυτή την συνήθεια, ότι όταν δουλεύω να υπάρχει πάντα ένα ράδιο ανοιχτό και δυνατά κιόλας γιατί πολλές φορές δουλεύουν τα μηχανήματα και δεν ακούς τίποτα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κι εγώ όταν γράφω έχω μουσική.
Δ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: Όταν γράφω δεν μπορώ να έχω μουσική, μπερδεύομαι. Μετά από 2 μέρες ακούω ότι σε αυτή την Τράπεζα έγινε ληστεία, σε αυτή την Τράπεζα στην οποία ήταν κοντά παρκαρισμένο το αυτοκίνητο. Συγκεκριμένα είδα κάποια στιγμή και τον Σάββα Ξηρό και αστειεύτηκα μαζί του γι αυτό το γεγονός. Του λέω «ένα αυτοκίνητο πάρκαρες εκεί πέρα, ληστέψανε την Τράπεζα. Μην περνάς μπροστά από Τράπεζες γιατί τις αδειάζουν›. Γελούσε. Επειδή έγινε έτσι όπως έγινε αυτό το γεγονός το θυμήθηκα. Δεν είχα κανένα λόγο να το θυμάμαι αυτό το πράγμα.
Αμέσως μετά του είπα ότι ίσως να έχω δει και τον Κουφοντίνα μια φορά αλλά δεν είμαι σίγουρος γι αυτό και μέχρι σήμερα δεν μπορώ να είμαι σίγουρος γι αυτό το πράγμα, αλλά νομίζω ότι τον έχω δει μια φορά σε καφετέρια που καθόμασταν εγώ, ο Σάββας και ο Βασίλης και πέρασε κάποιος φίλος-γνωστός του Σάββα και πήρε τον Σάββα και έφυγαν. Ήρθε εκεί που καθόμασταν και είπε μια καλημέρα «Σάββα, πάμε› «πάμε›. Δηλαδή πρέπει να τον έχω δει μια φορά για ένα λεπτό.
Του είπα αυτά τα πράγμα. Ο αστυνομικός συνέχισε να με ρωτάει. Μου λέει «πες τα. Θες να μάθεις τι είπε ο Σάββας στο Νοσοκομείο. Ο Σάββας είπε ότι πήγαν να με φάνε και τώρα θα τους γαμήσω και διάφορα τέτοια›. Μου έλεγε εκεί διάφορα. Του λέω «τι να σου πω; Εγώ δεν ξέρω τίποτε άλλο›. Μου λέει «συνεργάσου γιατί θα λειώσεις στην φυλακή›. Του λέω «θα συνεργαστώ›. Όταν μου είπε συνεργάσου εγώ κατάλαβα να καταθέσω αυτά που του είπα. Δεν είχα εγώ κανένα πρόβλημα να καταθέσω αυτά που του είπα. Του λέω «θα συνεργαστώ. Τι πρέπει να γίνει; Δεν ξέρω. Θα το κάνω›.
Με το που του είπα αυτό το πράγμα πετάχτηκε πάνω από την καρέκλα, βγήκε έξω, μπήκαν δυο άλλοι κύριοι μέσα. Μου λένε «συγχαρητήρια›. Με πήγαν επάνω σε ένα γραφείο, περίμενα κάποιες ώρες. Μετά από κάποιες ώρες μας πήραν με κάτι φορτηγάκια, μας έβαλαν σε C130, μας κατέβασαν στην Αθήνα, μας πήγαν στην ΓΑΔΑ. Εκεί στην ΓΑΔΑ με ξανάβαλαν πάλι σε ένα γραφείο με 1 ή 2 ανάλογα έμπαιναν, έβγαιναν εκεί διάφοροι αστυνομικοί και περίμενα.
Εκεί περίμενα σχεδόν μια ολόκληρη ημέρα. Δηλαδή πρέπει να φτάσαμε στην Αθήνα ξημερώματα τις πρώτες πρωινές της Τετάρτης και περίμενα εκεί μέχρι την Τετάρτη αργά το βράδυ, την ίδια μέρα αργά το βράδυ, σχεδόν μια μέρα ολόκληρη. Σε αυτή την διάρκεια που περίμενα εκεί πέρα έμπαιναν-έβγαιναν διάφοροι. ¶λλοι μου έλεγαν «θέλεις κανέναν καφέ να σου φέρουμε;› «φέρτε μου έναν καφέ›. ¶λλοι έμπαιναν και έλεγαν «αυτός είναι;›. Έλεγε ο άλλος που ήταν μέσα «αυτός είναι, θα περάσει καλά›. Ερχόταν κανένας άλλος «μήπως πείνασες, μήπως έκανες, μήπως έρανες;›. Έφευγε. Ερχόταν άλλος με κοιτούσε, κουνούσε το κεφάλι του και διάφορα τέτοια.
Εν τω μεταξύ εγώ ήμουν από ταξίδι, ήμουν ήδη μια νύχτα ολόκληρη άυπνος. Όποτε πήγαινε να με πάρει ο ύπνος μου έλεγαν «επ, επ, δεν κοιμόμαστε τώρα, δεν κοιμόμαστε τώρα›. Με ξυπνούσαν. Κάποια στιγμή το βράδυ με πήγαν μέσα σε ένα άλλο γραφείο, ήρθαν δυο αστυνομικοί με πήραν και με πήγαν σε ένα άλλο γραφείο κι εκεί πέρα συνάντησα τον κ. Σύρο και τον κ. Διώτη και δυο αστυνομικούς οι οποίοι ήταν οι αστυνομικού που με ανέκριναν αργότερα. Εκεί άρχισε μια συζήτηση τύπου «πού γεννήθηκες› «στη Θεσσαλονίκη› «τι έκανες; Δούλευες;› «Δούλευα, δεν δούλευα;› Μου λέει «πού δούλευες;› Λέω «δούλευα με τον πατέρα μου, δούλευα εδώ, δούλευα εκεί›. Μου λέει «άσε ρε χαραμοφάη›. Εγώ δεν είπα τίποτα. «Είσαι αριστερόχειρας;›. «Είμαι αριστερόχειρας›. «Πότε ήρθες στην Αθήνα; Πότε έκανες, πότε έρανες;› διάφορα τέτοια.
Κάποια στιγμή με έβγαλαν έξω για 5-10 λεπτά και μετά με ξαναέβαλαν μέσα στο γραφείο. Την δεύτερη φορά που μπήκα στο γραφείο ο κ. Διώτης εμφανίστηκε πεπεισμένος ότι εγώ έχω κάποια ανάμειξη με τον Σόντερς και άρχισε να με ρωτάει και διάφορα. Μου λέει «σε ποια ληστεία ήσουν; Πες μας γι αυτήν την ληστεία εκεί πέρα›. Λέω «τι να σας πω; Ότι είχα να σας πω σας το είπα. Να σας τα ξαναπώ τώρα, δεν έχω πρόβλημα, να τα γράψετε›. Μου λέει «σε ποια καλάθια ήσουν;›. Λέω «τι καλάθια;›. Μου λέει «βόμβες, ξέρεις τι είναι τα καλάθια. Πες μου σε ποια καλάθια ήσουν γιατί έχεις βάλει σίγουρα ένα, όλοι έχουν βάλει ένα›.
Λέω «δεν έχω βάλει εγώ κανένα καλάθι. Εγώ στην Αθήνα ήρθα και μετά τους πρώτους 6 μήνες από το πρωί μέχρι το βράδυ δούλευα› και διάφορες τέτοιες ερωτήσεις για να καταλήξει κάποια στιγμή στο συμπέρασμα (μου λέει) «δεν έχεις καταλάβει τι γίνεται εδώ›. Λέω «προσπαθώ αλλά δυστυχώς δεν καταλαβαίνω›. Μου λέει «ο φίλος σου ο Βασίλης τα έχει πει όλα, τα έχει πει και ο Σάββας, τα έχουν πει όλα›. Λέω «εντάξει, κι εγώ τι να κάνω;›.
Μου λέει «υπάρχουν δυο τρόποι. Ο ένας είναι να συνεργαστείς και να γλιτώσεις με μία αναστολή γιατί 10 χρόνια είναι μόνο η ταυτότητα που πήγες›. Λέω «τι να συνεργαστώ, δεν συνεργάζομαι; Αφού ότι ξέρω σας το είπα. Να σας πω πράγματα που δεν ξέρω; Δεν μπορώ δυστυχώς›. Μου λέει «εξακολουθείς να μην καταλαβαίνεις ή κάνεις τον χαζό ή δεν θες να καταλάβεις. Ο ένας τρόπος είναι αυτός και ο άλλος τρόπος 10 χρόνια για την ληστεία, άλλα τόσα για την έκρηξη, άλλα τόσα για κείνο, άλλα τόσα για το άλλο. Το γεγονός ότι είσαι αριστερόχειρας και ότι ήσουν στην Αθήνα εκείνο το διάστημα μου φτάνει να σε παραπέμψω για τον Σόντερς›.
Εγώ για να είμαι ειλικρινής δεν το πήρα σοβαρά. Λέω προσπαθεί να με τρομάξει γιατί πιστεύει ότι κάτι ξέρω. Όχι δεν το πήρα σοβαρά, δεν το πίστεψα εκείνη την ώρα. Προσπαθεί να με τρομάξει λέω γιατί δεν περίμενα με χαϊδεύουν κιόλας μέσα στην ΓΑΔΑ. Εντάξει, στην Αστυνομία πήγαινα για μια σοβαρή υπόθεση. Όλος ο κόσμος μιλούσε γι αυτό το πράγμα. Προσπαθεί να με τρομάξει λέω, εγώ θα του τα πω αυτά που ξέρω, από κει και πέρα τι άλλο να κάνω; Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο.
Μετά από αυτό με πήραν από αυτό το γραφείο, με πήγαν στο γραφείο που ήμουν πριν και μετά από λίγο ήρθαν οι δύο Αστυνομικοί οι οποίοι ήταν μέσα την ώρα που γινόταν αυτή η συζήτηση και μου έκαναν μία συζήτηση ότι «εμείς είμαστε εδώ για να σε βοηθήσουμε, αλλά για να σε βοηθήσουμε πρέπει να μας βοηθήσεις κι εσύ›. Μου εξήγησαν τον αντιτρομοκρατικό νόμο και μου είπαν «έτσι αυτός ο νόμος και μπορείς να πάρεις ευεργετήματα και θα βγεις με μια αναστολή και μην στενοχωριέσαι, εμείς θα σε βοηθήσουμε γιατί είσαι καλό παιδί, δεν έχεις καμία σχέση με τους άλλους αλλά ξέρεις αυτή είναι μεγάλη υπόθεση, δεν μπορούμε εμείς να την αφήσουμε έτσι› και διάφορα τέτοια.
Του λέω «εντάξει, από μένα τι θέλετε; Εγώ αυτά ήξερα, σας τα είπα. Τι άλλο να κάνω;›. Λέει «θα μας βοηθήσεις, μπορείς να μας βοηθήσεις›. Ξεκίνησε η ανάκριση, «πότε κατέβηκες στην Αθήνα, από πού γνωρίζεις τους Ξηρούς;›. Τους τα είπα αυτά. Μου λένε κάποια στιγμή «ωραία, τώρα πάμε στην βόμβα λίγο›. Λέω «ποια βόμβα; Δεν υπάρχει καμία βόμβα›. Εγώ τότε άρχισα να καταλαβαίνω τι γίνεται. Εκείνη την στιγμή όταν εγώ άρχισα να δυσανασχετώ και να αντιδρώ σε αυτό το πράγμα ζήτησα να δω τον δικηγόρο.
Όταν ζήτησα να δω τον δικηγόρο μου λένε «δεν θα σου κάνει καλό ο δικηγόρος, ότι πρόβλημα υπάρχει πρέπει να το λύσουμε εμείς εδώ μαζί, μην φοβάσαι, θα τα γράψουμε εμείς σωστά, θα σου βάλουμε ελαφρυντικά μέσα, δεν υπάρχει πρόβλημα›. Λέω «τι ελαφρυντικά, εγώ δεν θέλω ούτε ελαφρυντικά ούτε ενοχοποιητικά. Εγώ θέλω να σας πω αυτά που ξέρω και ότι νομίζετε κάντε›.
¶ρχισε μία τέτοια κατάσταση. «Πέστε μας›. «Τι να σας πω;› «Τι έγινε εκεί και γι αυτό και σε ποια καφετέρια είδες τον Κουφοντίνα και το ένα και το άλλο›. Κάποια στιγμή επέμεναν, επέμεναν, εγώ αντιδρούσα, επέμεναν και άρχισαν και άλλα πράγματα. Εν τω μεταξύ ακούγονται και διάφοροι ήχοι από παραδίπλα, κάτι περίεργα, δεν κατάλαβα. Ή κάποιος χτυπούσε κάποιον ή κάποιος είχε πάρει ένα γραφείο και το χτυπούσε στο πάτωμα. Δεν καταλάβαινε, κάτι περίεργο.
Γινόταν αυτό το πράγμα επί πολύ ώρα. Όσο εγώ δεν έλεγα κάτι δεν γράφονταν τίποτα. Όσο συμφωνούσα σε αυτά που υπαγόρευαν γράφανε κάτι. Παράδειγμα να σας δώσω. Μου έλεγαν ότι «την δεύτερη φορά που πήγες στη Δαμάρες τι είδες μέσα;›. Λέω «είδα ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι και κάτι καρέκλες›. «Δεν μπορεί να είδες μόνο αυτά; Εκεί είχε ολόκληρο οπλοστάσιο›. «Αν είχε εγώ δεν το είδα›. Με αυτόν τον τρόπο γράφτηκε όλη μου αυτή η προανακριτική κατάθεση.
Χαρακτηριστικά να σας πω ότι κι εγώ μετά τα βρήκα αυτά τα πράγματα γιατί εκείνη την ώρα δεν την διάβασα την κατάθεση. Όταν ήρθα στην φυλακή και την διάβασα παρουσιάζει εμένα να κατεβαίνω το φθινόπωρο του ΄98 στην Αθήνα, να περιγράφω μια διαδικασία 3-4 μηνών, ότι βάζω μία βόμβα μετά από αυτό το διάστημα και αυτή η βόμβα έχει μπει τον Ιούνιο. Παρουσιάζει εμένα να μιλάω με τον Σάββα και ο Σάββας να προσπαθεί να με εντάξει και να μου εξηγεί πολιτικά μανιφέστα και διάφορα τέτοια. Μου έλεγαν «για τι πράγμα συζητούσατε εκεί;›. Λέω « τι να συζητήσω; Για δουλειά συζητούσαμε, εγώ για δουλειά κατέβηκα στην Αθήνα›. Μου λέει «δεν σου έλεγε εκεί για τους Αμερικάνους, για το ένα, για το άλλο›. «Όχι, δεν μου έλεγε›. «Δεν σου έλεγε για τους βομβαρδισμούς στην Σερβία;›. Εγώ όσο έλεγα «όχι› δεν έγραφαν τίποτα.
Κάποια στιγμή άρχισα να υποκύπτω. Ήμουν άυπνος, ήμουν χίλια δυο. Λέω «μου έλεγε για τους βομβαρδισμούς στην Σερβία› μόνο που οι βομβαρδισμοί στην Σερβία έχουν γίνει ένα χρόνο μετά. Δεν έγιναν το φθινόπωρο του ΄98. Αυτά δεν τα βρήκα εγώ, τα βρήκε ο δικηγόρος μου και τα συζητήσαμε γιατί εγώ δεν θυμόμουν πότε έγιναν οι βομβαρδισμοί στην Σερβία. Συνεχίστηκε έτσι αυτό το πράγμα.
Έγραψαν ότι έγραψαν, τελειώσαμε κάποια στιγμή. Όταν τελειώσαμε πριν την υπογράψω μου λένε «πάμε μέσα να την διαβάσει ο Εισαγγελέας να μας πει αν είναι εντάξει›. Πήγαν μέσα, γύρισαν μετά από καμία ώρα, λέει «εντάξει είναι, βάλε μια υπογραφή εδώ› και στο επόμενο 2ωρο είχαμε γράψει και την απολογία.
Τι θέλω να πω όμως; Επειδή είδα ότι στις προανακριτικές μου καταθέσεις γράφει πάνω ώρα και ημερομηνία, αυτή η ώρα δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Γράφει ξημερώματα Τετάρτης. Η προανακριτική μου κατάθεση άρχισε αργά το βράδυ της Πέμπτης. Γράφει δηλαδή αν θυμάμαι καλά 04:30 το πρωί 17/6. Ουσιαστικά αρχίσαμε 17/6, 23:00-00:00 το βράδυ.
Τελειώσαμε το πρωί, έγραψαν και την απολογία. Με πήγαν σε ένα κελί, έπεσε ξερός για ύπνο και κάποια στιγμή με ξύπνησαν και πήγαμε στην Ανακρίτρια. Με έβαλαν σε ένα αυτοκίνητο πήγαμε στην Ανακρίτρια. Με πήγαν σε ένα γραφείο κάπου στην Σχολή Ευελπίδων, περίμενα πόση ώρα. Κάποια στιγμή μου λένε «σήκω, έλα πάμε στην Ανακρίτρια›. Μπαίνουμε στην Ανακρίτρια. Εν τω μεταξύ είχε ένοπλους απ’ έξω, ένοπλους μέσα, στους διαδρόμους, στα δωμάτια, στα παράθυρα, στις ταράτσες. Όπου γυρνούσα να κοιτάξω έβλεπα όπλα.
Μπαίνω μέσα στο γραφείο της Ανακρίτριας. Εκεί ήταν οι δύο μου τότε δικηγόροι. Με έπιανε ένας αγκαζέ από δω, ένας αγκαζέ από κει, δυο αστυνομικοί και άλλοι 2 ή 3 αν θυμάμαι καλά ήταν μέσα. Με το που κάθομαι στην καρέκλα αυτός που με κρατούσε από αριστερά μου κάνει αυτό το πράγμα, κάθισα στην καρέκλα και κάθεται ακριβώς μπροστά μου κάνει αυτό το πράγμα.
Είχα το όπλο σε αυτή την απόσταση. Του λέει εκείνη την ώρα η Ανακρίτρια «τι κάνεις ρε;›. Κάνει αυτός ένα βήμα πίσω με το όπλο έτσι και συνεχίζει και κάθεται εκεί πέρα. Λέει ο δικηγόρος μου «τι πράγματα είναι αυτά, πώς θα κάνουμε έτσι;›. Λέει η Ανακρίτρια «δεν μπορώ να κάνω τίποτα, από πάνω, δεν μπορώ να τους διώξω›. Εμένα δεν με ενόχλησε και τόσο πολύ αυτό το πράγμα.