Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (20/10/2003) Μέρος 1/6

Δευτέρα, 20 Οκτωβρίου 2003 22:00
A- A A+

ΔΕΥΤΕΡΑ 20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2003

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:15

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

Α΄ ΜΕΡΟΣ

09:15 – 10:55

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλημέρα σε όλους και στην Αστυνομία που γιορτάζει σήμερα. Μήπως θέλετε να διαβιβάσετε ευχές ή αγωνιστικούς χαιρετισμούς στον κ. Σύρο κι εσείς; Ο κ. Εισαγγελέας έστειλε στην συγκέντρωση δικών σας ανθρώπων.

ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, οι κρατούμενοι κ.κ. Γεωργιάδης και Τζωρτζάτος θα έρθουν στην αίθουσα του Δικαστηρίου σε λίγα λεπτά.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Οι απόντες εκπροσωπούνται.

Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Να παρακαλέσω το Δικαστήριο να διακόψει για μία ώρα διότι έχει προκύψει ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας για τον κ. Βλάχο που επρόκειτο να αγορεύσει σήμερα το πρωί. Ειδοποιήθηκε ο κ. Ραγκούσης ο οποίος έχει ένα Μικτό Ορκωτό και θα διακόψει για να έρθει να πάρει την θέση του κ. Βλάχου. Παρακαλεί μία ώρα τουλάχιστον διακοπή για να μπορέσει να ανταποκριθεί. Να πούμε στις 10:00. Καταρχήν μόλις έρθει θα σας ειδοποιήσουμε για να ξεκινήσουμε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Εισαγγελεύς συμφωνεί για την εκπροσώπηση από τον κ. Αγιοστρατίτη για τους απόντες. Ανεγνώσθη ιατρική βεβαίωση για τον κ. Βλάχο Ιωάννη. Υπάρχουν ιατρικές οδηγίες για φλεβική ταχυκαρδία κλπ.

Προτείνω να διακόψουμε για μία ώρα.

ΔΙΑΚΟΠΗ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί.

Κύριε Ραγκούση, σας φέραμε με το ζόρι σήμερα γιατί ο κ. Βλάχος έχει προβλήματα. Συμβαίνουν αυτά σε όλους. Είναι μακρά η Δίκη και όλα τα περιμένουμε. Πάντοτε να είναι και ένας παραπάνω, ο επόμενος να είναι εδώ. Έχουμε πει για τον κ. Γεωργιάδη. Οι δικοί σας έπρεπε να είναι εδώ κανονικά, έπρεπε να έχουν έρθει να μην χάνουμε χρόνο.

Φ. ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ: Να σας καλημερίσω. Να μην ανησυχείτε διότι από εποχής Χαριλάου Τρικούπη ως προς τους δικηγόρους υπάρχει επάρκεια πάντοτε και έτσι μην έχετε καμία αίσθηση ότι δεν θα υπάρχει αναπλήρωση. Να ζητήσω συγγνώμη για την απρέπειά μου να αφήσω το Δικαστήριό σας με καθυστέρηση μιας ώρας. Ήταν ένα γεγονός το οποίο δεν μπορούσα να ελέγξω. Προέρχομαι κι εγώ από μία δύσκολη πραγματικά εβδομάδα και με την πτώση της πολυκατοικίας στην Φιλαδέλφεια η οποία ανεβλήθη και από το θέμα της ανατροπής του αυτοκινήτου του Πυροσβεστικού Σώματος που με προσωπικό ασφαλείας δικάζαμε επί 4 ημέρες μέχρι στις 23:00 το βράδυ.

Να σας ζητήσω ακόμα συγγνώμη αλλά υπήρχε αυτό το πρόβλημα του συναδέλφου κάτω από την ένταση των ημερών, βρίσκεται αυτή την στιγμή στο νοσοκομείο και πιστεύω ότι θα είναι έτοιμος μετά το πέρας της δικιάς μου αγορεύσεως να έχει και αυτός τη χαρά και την τιμή να αναφερθεί στο Δικαστήριό σας.

Προσωπική παράκληση μόνο κ. Πρόεδρε εφόσον το επιτρέπετε, εφόσον το θέλετε και εφόσον βλέπετε ότι δεν διαταράσσει την μυσταγωγία την οποία προσπαθήσατε και προσπαθήσαμε πέρα από τις οποιεσδήποτε άλλες θέσεις μας να επιτρέψετε με την άδειά σας, με την ιδιότητα του διευθύνοντος την συζήτηση η κόρη μου η οποία βρίσκεται σήμερα στο ακροατήριο αν μπορούσε να ερχόταν λίγο πιο κοντά στα έδρανα της υπερασπίσεως. Δεν νομίζω ειλικρινά ότι θα διατάραττε τον χώρο αλλά ήθελαν οι επικεφαλείς αστυνομικοί?.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Με μεγάλη μας χαρά να έρθει η δεσποινίς.

Φ. ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ: Βεβαίως και να μου συμπαρασταθεί.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να καμαρώσει και τον μπαμπά της.

Φ. ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ: Ζήτησε να έρθει. Εγώ έχω αφήσει ευχή και κατάρα κανένα από τα παιδιά μου να μην ακολουθήσει το επάγγελμα το δικό μου αλλά οι εμμονές είναι καλό να ζουν μέσα από το Δικαστήριο και να βλέπουν οτιδήποτε αποτελεί θετικό ή αρνητικό.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εμένα πάντως τα παιδιά μου επειδή είδανε εδώ πέρα ότι δεν είναι τόσο καλή η δουλειά που κάνω δεν ήρθε κανένα ούτε θα έρθει. Αν μπορούσα θα τους έκανε βοσκούς αλλά δεν θέλει κανένας.

Φ. ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ: Ή βοσκούς ή αλιείς ψυχών. Ο Δικαστής νομίζω έχει και τα δύο. Μετά από αυτές – επιτρέψατέ μου – παρεκτροπές αναφέρομαι πια στο Δικαστήριό σας στην ουσία της αγόρευσής μου.

Κύριε Πρόεδρε, κ.κ. Δικαστές, κ.κ. Εισαγγελείς όχι με την έννοια της δευτερολογίας αλλά πάντοτε σαν ένα μέγεθος που κατέχει η Εισαγγελική Έδρα και το οποίο προτείνει, αποφασίζει άλλες φορές αλλά παραμένει πάντοτε για μας ένα μέγεθος που πρέπει να αποβλέπουμε με σεβασμό στην ευθύνη και την ποιότητά τους. Κύριε Πρόεδρε, κ.κ. Δικαστές 20 Αυγούστου σήμανε για μένα μία μεγάλη μέρα. Επιτέλους μπορούσα κι εγώ να εισέλθω στην Δίκη αυτή. Μία Δίκη αξιών, μία Δίκη ποιότητας, μία Δίκη ευθύνης , μία Δίκη που θα αντιπροσώπευε τους δημοκρατικούς μας θεσμούς και που πίστευα πάντοτε ότι έχει την δύναμη να καταδείξει τον οποιοδήποτε γόνιμο αντίλογο.

Θα βρω τις αποστάσεις μου πάντα και σας παρακαλώ πολύ εκ των προτέρων όπου βλέπετε ότι εκτρέπομαι, όπου βλέπετε ότι πλατειάζω, όπου βλέπετε ότι η συναισθηματική φόρτιση αποτελεί για μένα στοιχείο όχι αν θέλετε συμβατό με την αγόρευσή μου παρακαλώ όχι μόνο τον κ. Πρόεδρο αλλά και τους κ.κ. Εισαγγελείς μας να με διορθώνουν και να με επαναφέρουν στην τάξη, γιατί αλίμονο αν χάσουμε την επαφή αυτή. Αλίμονο εάν δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε μέσα στην αίθουσα αυτή.

Έτσι λοιπόν την 20 Αυγούστου την θεώρησα μία εξαιρετική εύνοια της ειμαρμένης γιατί στην Δίκη αυτή των θεσμών και των αξιών περνούσα πια μέσα στο είναι της απόφασης που λέγεται «να δικάσουμε την 17Ν›. Ήταν μία απόφαση δυνάμεων καταστολής, δυνάμεων εξουσίας και όλοι περιμέναμε πια την δικαιοσύνη βέβαιοι ότι θα πράξει το καθήκον της. Μία Δίκη που η δημοκρατία μας, οι ευαισθησίες μας άνοιγαν διάλογο με τους ένοπλους αγωνιστές, με την αντικρατική πάλη, με τους ανθρώπους οι οποίοι ύψωσαν το ανάστημά τους απέναντι σε ορισμένα τα οποία πίστευαν και πιστεύουν και πολλοί από μας, εκφράζουν την ανάλγητη εξουσία. Μία Δίκη ιστορική, μία Δίκη που θα καταγραφεί και ο καθένας θα αποτελέσει με το μικρό ή το μεγάλο λιθαράκι του το μελανό ή όχι σημείο της.

Ο καθένας από εμάς σε μία Δίκη που είναι εντελώς ξεχωριστή δεν θα αγορεύει αλλά θα καταθέτει και ένα τμήμα της ψυχής του αφού ίσως δεν τόλμησε ποτέ να καταγράψει ή να υποστηρίξει την αλήθεια. Περνώντας την αίθουσα αυτή με υπερηφάνεια εγώ που πίστευα πάντοτε ότι όλοι όσοι συμμετέχουν στην Δίκη αυτή είναι τιμή τους από οποιοδήποτε μετερίζι είτε υπό την έννοια αυτών που εισηγούνται, είτε υπό την έννοια αυτών που απονέμουν την δικαιοσύνη, είτε από κείνους οι οποίοι υπερασπίζονται είτε κατηγορούν απλά συμμετέχουν.

Θεωρούσα την συμμετοχή αυτή υπέρτατη τιμή, πρόκληση για κάθε νομικό, ελευθερία στη σκέψη, ποιότητα στην αντιμετώπιση. Πίστευα και πιστεύω ακόμα ότι από το σημείο μας, από κει που εβρισκόμεθα ο καθένας θα καταγράφουμε τις αναφορές μας με έτσι δυνατότητες όπως μικρές ή μεγάλες έχουμε. Πίστευα και πιστεύω ότι στην Δίκη αυτή θα υπάρχουν οι απαντήσεις, θα υπάρχουν αν θέλετε δυνατότητες να αρχίσει ένας γόνιμος διάλογος με την αντικρατική πάλη. Γιατί τι άλλο είναι αυτό το οποίο πιστεύουμε όλοι μας; Ότι η αλήθεια σαν ζητούμενο έχει πια εγκαταλειφθεί εδώ και 70 χρόνια.

Εκείνο το οποίο ζητούμε είναι η προστασία της έννομης κοινωνικής ειρήνης. Αναθέματα, χαρακτηρισμοί, αν θέλετε βαρβαρότητες λεκτικές που ακούγονται πολλές φορές και στην αίθουσα αυτή δεν μπορεί να έχουν σχέση με την ιερότητα του δεσμού του κατηγορουμένου με τον Δικαστή γιατί όσο κι αν θέλουμε κι αν πιστεύουμε, όσο κι αν πραγματικά λυπόμεθα, όσο κι αν κάμπτουμε πολλές φορές ευλαβικά το γόνυ απέναντι σε οποιονδήποτε νεκρό, απέναντι στην μνήμη του τίποτε άλλο δεν μπορεί να σπάσει το δεσμό τον ιερό μεταξύ κατηγορουμένου και της Έδρας που τον δικάζει. Γιατί ποτέ και σε καμία περίπτωση ο θεσμός του Αστικού Δικαίου που λέγεται πολιτική αγωγή και δεν αναζητεί την αλήθεια αλλά στηρίζει την κατηγορία δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την έννοια της δίκαιης Δίκης σαν διάδικος ισότιμος απέναντι στον δεσμό του κατηγορουμένου με τον Δικαστή του.

Ποτέ και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί ο κατηγορούμενος να αποστεί του φυσικού του Δικαστή. Μπορεί να παραπονεθεί, μπορεί να έχει διάφορες αιτιάσεις, μπορεί να υψώσει το παράστημά του αρνητικό πότε με το δικαίωμα της σιωπής το οποίο δεν υιοθετώ, πότε με το δικαίωμα της αρνήσεως, πάντοτε με το θέμα αν θέλετε της προωθήσεως των υπερασπιστικών του ισχυρισμών. Είναι μία δίκαιη κι αν θέλετε επιτρεπτή επιλογή του. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να αρνηθεί να δικαστεί από τον φυσικό του Δικαστή.

Περνώντας την αίθουσα αυτή γεμάτος υπερηφάνεια, πιστεύοντας ότι θα συμβάλλω κι εγώ με τις μικρές μου δυνάμεις, με τις δυνατότητές του τις φτωχές τις νομικές απέναντι σε διακεκριμένους νομικούς, απέναντι σε ανθρώπους που έχουν δώσει εξετάσεις και στο κοινωνικό και στο δικαστικό γίγνεσθαι, απέναντι σε ανθρώπους που πολλές φορές αίρονται πάνω από καταστάσεις, πάνω από κατευθυντήριες γραμμές, πάνω από δογματικές δεσμεύσεις και που δεν είναι άλλοι από τους Δικαστές μας.

Ποτέ δεν κατάλαβα, ποτέ δεν μπόρεσα να προσδιορίσω αν ήταν το πρώτο λεπτό, αν ήταν η πρώτη ώρα, αν ήταν η πρώτη ημέρα που ένιωσα μία παγωνιά να με τυλίγει στην αίθουσα αυτή. Πάντοτε πίστευα και πιστεύω τον εαυτό μου ότι έχω μία δυνατότητα να επικοινωνώ με τον Δικαστή μου. Πάντοτε πίστευα και πιστεύω ότι ορθωνόμουν το μικρό ανάστημά μου κάτω από την Έδρα αυτή με κάποια ποιότητα και προσπαθούσα πάντοτε να πείσω τον Δικαστή με την λογική των επιχειρημάτων μου σαν υποκείμενο και αυτό ως αποδείξεως που υποχρεούται να δώσει κάποιες απαντήσεις ότι πρέπει να με ακούσει, να με σεβαστεί, να με στηρίξει ακόμα κι αν παρουσίαζα εγγενείς διαμαρτίες στην υπεράσπισή μου.

Όσο πλησίαζα την Έδρα τόσο αυτή έφευγε μακριά μου. Και όσο προσπαθούσα να αγγίζω σαν πίνακας το Γκρέκο που ορθώνει τον ζητιάνο στον άρχοντα πάλι απομακρυνόταν ο Δικαστής από κοντά μου και αναζητούσα μέσα μου την αιτία, αναζητούσα μέσα μου την γαλήνη, έβλεπα τα πρόσωπά τους και ήταν όλα γνωστά, έβλεπα την ποιότητά τους που αναδυόταν όχι μόνο από την σημερινή υπόθεση αλλά και από άλλες και προσπαθούσα να ακουμπήσω την Έδρα με όσες δυνάμεις είχα. Ένας τοίχος ορθωνόταν ανάμεσά μας και ποτέ δεν τον κατάλαβα και ποτέ δεν μπόρεσα να ανοίξω κάποια πόρτα, κάποια σχισμή, κάποια ρωγμή να περάσω μέσα απ’ ότι θα μπορούσα να προσφέρω τα πάντα για να πείσω καταθέτοντας κι εγώ ένα τμήμα της ψυχής, υπερασπίζοντας μεγέθη ξένα προς εμένα, ανθρώπους που ίσως είναι πάνω από μένα και να καταθέσω αυτή την άποψη στον Δικαστή.

Όσο προχώραγα προς την Έδρα τόσο υψωνόταν ο τοίχος αυτός και μεγάλωνε. Όσο προχωρούσα προς εσάς τόσο εσείς φεύγατε από μένα. Στάθηκα κάποια στιγμή ανέτοιμος, αδύναμος και προσπαθούσα να δω τι ήταν αυτό που ορθώθηκε ανάμεσά μας, τι ήταν εκείνο που με αποξένωνε από τους Δικαστές μου, τι ήταν εκείνο που με έκανε να μην μπορώ να τους πλησιάσω.

Όταν το κατάλαβα, όταν το ένιωσα, όταν σφυρηλάτησα μέσα μου την ιδέα ένιωσα πιο ήσυχος, πιο ήρεμος, αγωνιστικά έτοιμος να μπορέσω να καταθέσω αυτά που θέλω να αναφέρω στο Δικαστήριό σας. Πέρασα μέσα από τις ρωγμές που αφήσατε και είδα ότι αυτό που μας χωρίζει, αυτό που έκανε τον Πρόεδρο να απλώνει το χέρι του και τους κατηγορούμενους να μην πλησιάζουν να το σφίξουν. Τους κατηγορούμενους να ορθώνουν απαιτήσεις, πολλές φορές με πίεση συναισθηματική και η Έδρα να προσπαθεί να τους πλησιάσει.

Και όμως κανείς μέσα σε αυτή την αίθουσα δεν έφτασε να ακουμπήσει την Έδρα και η Έδρα παρ’ όλες τις προσπάθειές της δεν μπόρεσε πιστεύω ορισμένους από τους κατηγορουμένους να τους ακουμπήσει και προσπαθώ εγώ με τις μικρές αν θέλετε δυνάμεις μου να φτάσω σε ένα σημείο επικοινωνίας για το καλό της δικαιοσύνης μας, για το καλό της δημοκρατίας μας γιατί δεν είστε όσο κι αν το θέλετε, όσο κι αν έντεχνα προσπάθησαν να σας πείσουν, όσο κι έντεχνα προσπάθησαν να σας παρουσιάσουν σαν «τρίτη εξουσία›, μια «τρίτη εξουσία› που απλά παρίσταται δίπλα στις άλλες, την εκτελεστική και τη νομοθετική.

Όχι κύριοι, δεν θα καταβιβάσουμε την έννοια της δικαιοσύνης στην έννοια της εξουσίας. Η δικαιοσύνη είναι πάνω από όλα. Η δικαιοσύνη απονέμεται, δεν κερδίζεται, δεν χάνεται, δεν έχει κερδισμένους και χαμένους. Ο Δικαστής είναι υπέρτατη ανθρώπινη αρετή, ο Δικαστής είναι ότι ανώτερο υπάρχει. Είναι αυτός που προσπαθεί μέσα από την αμφιβολία να καταξιώσει την δικανική του πεποίθηση χωρίς πνευματικά ελλείμματα, χωρίς ψυχικές εκπτώσεις, χωρίς τίποτα τον οποίο να τον αφήνει έκθετο στην κρίση του λαού ενώπιον του οποίου απονέμεται η δικαιοσύνη.

Ακουμπώντας την Έδρα, φτάνοντας σε ένα σημείο να μπορέσω να επικοινωνήσω μαζί σας κατάλαβα ότι αυτό που ορθώνεται μεταξύ μας είναι ότι όρθωσαν οι κοινωνικοί αντίπαλοι όλων μας ανεξαιρέτως είτε αυτοί λέγονται λαϊκοί αγωνιστές, είτε λέγονται υπερασπιστές, είτε λέγονται Δικαστές μας. Γιατί ποτέ δεν πίστεψα μέσα στην αίθουσα αυτή ότι ο Δικαστής μας, αυτός που προέρχεται από τα νάματα του ελληνικού λαού, αυτός που ενδύεται τον άξιο ρόλο του μπορεί ποτέ να συνεισφέρει κάτω από τις επιταγές μιας εκτελεστικής εξουσίας.

Ποτέ δεν πίστεψα ότι ο Έλληνας Δικαστής αυτός που προσβεύει αξίες, αυτός που στέκεται πάντοτε αντιμέτωπος στην αδικία, αυτός που όσο τον χαρακτηρίζουν «πράσινο› όταν βγάζει αποφάσεις οι οποίες τους αρέσουν ή «μπλε› όταν βγάζει αποφάσεις που είναι αντίθετες. Ποτέ δεν πίστεψα ότι ο Δικαστής μας όταν έφτασαν κάποιοι επιτήδειοι να βάζουν και μέσα στην Εισαγγελία βόμβες όταν κάποιος Εισαγγελικός Λειτουργός τόλμησε να πλησιάσει τα υπουργικά γραφεία και να πάρει στοιχεία ανεντιμότητας της κρατικής δράσης.

Βγήκε τότε η Ένωση Εισαγγελέων και είπε: «αφήστε τα αυτά, δεν μπορείτε, ξέρουμε ποιοι είσαστε και μην παίζετε με επαναστατικές ομάδες και αναρχικούς. Ξέρουμε ποιοι είσαστε κι εμείς θα πορευθούμε να κάνουμε το έργο μας χωρίς να φοβόμαστε τίποτα›. Έτσι ο Δικαστής μας δεν έχει κανένα ρόλο να είναι μαζί τους. Δεν μπορεί να είναι μαζί τους. Είναι πάνω από αυτούς, τους δικάζει και αυτούς και σαν εξουσία δεν έχει καμία σχέση με τη νομοθετική και την εκτελεστική. Πάνω από όλους. Του δώσαμε και τον εμπλουτίσαμε εμείς οι ίδιοι με ότι είχαμε ιερότερο, με την ελευθερία μας, με την δράση μας, με τα ιδεώδη μας έτσι όπως βγαίνει μέσα από τον Ελληνικό λαό για να μπορέσουμε να τον έχουμε πάνω από όλους, ιστορικά δεμένο με την αλήθεια και την δημοκρατία.

Με κοινωνικούς αγώνες, με ιστορικές μεγάλες στιγμές εξοπλίστηκε ο Δικαστής μας με το 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αρχή που βασιλεύει, αρχή η οποία θέτει πάνω από όλα κυρίαρχο με τον Έλληνα Δικαστή έτσι ώστε να ακουμπάει το χέρι του επί τον τύπον των ήλων και να φτάνει μέχρι τα μύχια της σκέψης μας δικάζοντας χωρίς κανένα περιορισμό κατά την ουσιαστική ζήτηση της αλήθειας και την αρχή της αποδείξεως.

Εμείς τον εξοπλίσαμε με ισοβιότητα, εμείς δώσαμε όλα τα δικαιώματα τα οποία έχει για να στέκει αυτό το ultimum refugium του χειμαζόμενου, του αδικημένου ανεξάρτητα με κατευθύνσεις, ανεξάρτητα πώς έχει χαρακτηριστεί, ποιοι παλεύουν εναντίον του έτοιμος να σταματήσει ακόμα και τις οποιεσδήποτε υπόγειες στιγμές της εκτελεστικής εξουσίας απέναντι στους κατηγορούμενους. Φως και διαφάνεια είναι αυτά που χαρακτηρίζουν την δράση του Έλληνα Δικαστή και σε αυτήν αποβλέπουμε.

Γιατί ο Δικαστής που έμεινε στην ιστορία δεν είναι αυτός που τιμώρησε αυστηρά, είναι αυτός που αντιστάθηκε, που αμφισβήτησε, που επαναστάτησε μέσα στα νομικά του πλαίσια απέναντι στην αδικία εκεί όπου σύρεται πραγματικά σήμερα η κοινωνία μας. Όλα έχουν γίνει τόσο πολύ κατανοητά, τα διαπλεκόμενα στοιχείο της ζωής μας και ακόμα βλέπουμε πολλούς που τυρβάζουν επάνω, που συλούν αξίες να έρχονται σήμερα και όχι μόνο να βρίσκονται στις παρυφές της κοινωνίας αλλά και να κυβερνούν έτσι απροσχημάτιστα, προκλητικά χωρίς να υπολογίζουν τίποτα.

Ένα χρόνο πριν η ιστορία άρχισε με δεδομένα. Έτσι ένας ελληνικός λαός είδε μέσα σε λίγες στιγμές μετά από μία έκρηξη και ένα πραγματικά τυχαίο γεγονός ένα ρωμαϊκό θρίαμβο να στήνεται απέναντι σε κάποιους ανθρώπους, εχθρούς του λαού, μιάσματα και πολλές φορές με άλλους χαρακτηρισμούς που ακούστηκαν μέσα στην αίθουσα αυτή. Είδαμε τους ανώνυμους, αυτούς που άλλοι ονόμαζαν «λαϊκοί αγωνιστές› μεταξύ των οποίων κι εγώ, άλλους οι οποίοι έλεγαν ότι διαταράσσουν τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, άλλους οι οποίοι πίστευαν ότι είναι πραγματικά κίνδυνος για την δημοκρατία μας να συλλαμβάνονται και να οδηγούνται μέσα σε ένα ρωμαϊκό θρίαμβο ενώπιον των δικαστικών αρχών.

Πέρασαν πρώτα από την αγαπημένη Αστυνομία, ταλανίστηκαν μέσα σε κείνες τις βάρβαρες αίθουσες για να μπορέσουν να τους αποσπάσουν ότι ιερότερο είχαν, την ιδεολογία τους. Ακόμα έμεινε ένας ολόκληρος ελληνικός λαός να βλέπει έτσι αναπάντεχα τη μεγάλη επιτυχία που λέγεται «εξάρθρωση της 17Ν›. ¶νθρωποι με κουκούλες που ήταν μία βίαιη επίθεση στην αισθητική και δημοκρατική συνείδηση του λαού μας, οπλισμένοι με αυτόματα τελειοτάτου τύπου έτρεχαν πάνω-κάτω παριστάνοντας τους φύλακές μας αυτόκλητους και χωρίς κανένας να τους έχει καλέσει.

Πράγματα ξένα προς τα ελληνικά δεδομένα, πράγματα ξένα προς την αισθητική μας, την συνείδησή μας άρχισαν να βιώνουν και τότε καταλάβαμε για πρώτη φορά ότι οι αυτόκλητοι προστάτες είναι κάποιοι άλλοι που δεν ζουν εδώ μέσα. Τότε καταλάβαμε για πρώτη φορά ότι ο πραγματικός κίνδυνος δεν ξεκινάει από μία Οργάνωση η οποία περιστασιακά χτυπούσε κάθε τόσο επιλεγμένος στόχους αλλά η δημοκρατία κινδύνευε από κάποιες άλλες διασυνδέσεις.

Όταν πια είδαμε την προϊσταμένη αρχή του Υπουργού, τον ίδιο τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης σφιχτά εναγκαλισμένο να συγχαίρετε με τον ρωμαίο έπαρχο τότε καταλάβαμε ότι ο κίνδυνος βρίσκεται κάπου αλλού πιο μακριά, πολύ πιο ύπουλα από αυτούς που ονομάζαμε «εχθρούς του λαού μας›. Όταν είδαμε, όταν ακούσαμε, όταν βλέπαμε τον ανώνυμο της διπλανής πόρτας να γίνεται επώνυμος, να κρατάει στους ώμους του μία δράση, αιματωμένη για τους άλλους, ελευθερίες και δράσεις κοινωνικής κατ’ άλλους τότε φτάσαμε να πιστεύουμε ότι αυτοί μπορούν να έχουν έναν λόγο, μπορούν να ορθώσουν μια λέξη όταν πέρασαν πια από την ανωνυμία στην επωνυμία κάτω από ένα τυχαίο περιστατικό.

Αυτή η εξάρθρωση της 17Ν δεν ξέρω τελικώς τι εξάρθρωσε, θεσμούς, κοινωνικούς ιστούς; Αν αυτοί πέταγαν κάθε 2-3 χρόνια μια ρουκέτα, αυτές οι επιθέσεις που δεχθήκαμε όλο αυτό το καλοκαίρι που πέρασε βάναυσα απέναντι στην συνείδησή μας, στα δημοκρατικά μας πιστεύω, στις κοινωνικές μας ευαισθησίες ήταν αν θέλετε πολύ πιο επικίνδυνοι από αυτά τα οποία ακούσαμε και είδαμε.

¶νθρωποι οι οποίοι συνέχαιραν ο ένας τον άλλον, άνθρωποι οι οποίοι σφιχταγκάλιαζαν κάποιους ανθρώπους και τους οδηγούσαν τρέχοντας μέσα από μια δαιδαλώδη αν θέλετε διαδικασία που προσπαθούσαμε όλοι να καταλάβουμε, έχουμε δικαιώματα; Υπάρχει κάτι το οποίο ταλανίζεται σ’ αυτόν τον τόπο; Υπάρχει κάτι το οποίο κινδυνεύει μέσα σ’ αυτόν τον τόπο; Και από ποιους τελικά;

Και σιγά-σιγά, από τα πρώτα τσιμπήματα ορθώθηκε κ.κ. Δικαστές η βεβαιότητα ότι ο κίνδυνος δεν ήταν αυτοί. Απλωνόταν μέσα μου η ιδέα ότι κινδυνεύουμε από άλλους, σφιχτούς, μακρινούς που δεν τους ακουμπούσε κανένας, που μας προστάτευαν ξαφνικά, αυτόκλητα, χωρίς καμία ιδιαιτερότητα, χωρίς καμία πρόσκληση, έτσι, επειδή το επιβάλλουν. Και τί δεν ακούστηκε εκείνο το καλοκαίρι.... Τί δεν είπαν....

Μέχρι που επιτέλους, μπορεί η Κυβέρνηση να ατενίζει τους ξένους συμμάχους με ψηλά το κεφάλι. Γεμάτος πλέον υπερηφάνεια ο Πρωθυπουργός να δείχνει ότι δεν κινδυνεύει η χώρα μας. Κι εμένα τριβέλιζε στο φτωχό μου μυαλό συνέχεια: Μα αν εμείς δεν μπορούμε Ολυμπιακούς Αγώνες για τη 17Ν, αυτοί που τους κατέβασαν δυο πύργους, που έχασαν 3.000 ψυχές , που οι Πρεσβείες τους ανά τον κόσμο μοιάζουν αν θέλετε με ηφαίστεια εν ενεργεία, αυτοί δεν έπρεπε να κάνουν ούτε διασυλλογικά πρωταθλήματα, πιστέψτε με.

Κι όμως αυτοί επιβάλλουν, αυτοί οριοθετούν, αυτοί σφίγγουν τη θηλειά, αυτοί μας πείθουν ότι ο Ξηρός και ο Κουφοντίνας είναι οι εχθροί μας και αν δεν τους εξοβελίσουμε, αν δεν τους πατήσουμε, αν δεν τους εξαϋλώσουμε, τότε δεν είμαστε ασφαλείς. Δηλώσεις επί δηλώσεων που έφταναν μέχρι και τις ημέρες που κοντεύει η απόφασή σας. ¶κουσα με πραγματική αίσθηση φοβίας και ψυχικής αναστάτωσης, σαν υπερασπιστής και δικηγόρος του κ. Μίλερ: «Θα περιμένουμε να τελειώσει η Δίκη και μετά θα δούμε τί θα κάνουμε›.

Τί θα κάνετε κύριε; Τί μπορείτε να κάνετε; Πού να μιλήσουμε; Πού να απευθυνθούμε; Πού να φωνάξουμε; Που να σφίξουμε τις γροθιές μας; Μόνον απέναντι στον Έλληνα Δικαστή. Μόνο αυτόν πιστεύουμε, χειμαζόμενοι, ρημαγμένοι, πολλές φορές να συνθέτουμε ορισμένα κομμάτια του εαυτού μας και να προσπαθούμε να ορθώσουμε μια συμπαράσταση. Εμείς, ως υπερασπιζόμεθα, συμπαριστάμεθα σε αυτούς που υπερασπίζουμε. Δεν είμαστε ξένα σώματα. Δεν αναλάβαμε αυτή την υπόθεση για να κερδίσουμε τα ματωμένα εκατομμύρια όπως είχε την τιμή και τη χαρά η Εισαγγελική Έδρα να απευθύνει. Δεν πληρωθήκαμε, αν θέλετε.

Βεβαίως, «σου προξένησε κάποια μεγάλη εντύπωση;› θα μου πείτε. Όχι. Χρόνια τώρα, υπερασπίζοντας δολοφόνους στα Μικτά Ορκωτά ακούω «κοράκι, ήρθες να πάρεις τα ματωμένα λεφτά!›. Χρόνια τώρα ακούω «έτσι να σκορπίσουν τα κόκαλα των παιδιών σου όπως σκορπίσανε των δικών μας!› και τα αντιμετωπίζω με τη συναισθηματική φόρτιση. Κι έφτασε να ακουστεί και από την Εισαγγελική Έδρα.

Μου θύμισε λιγάκι εκείνη την περίπτωση του δικηγόρου Χρύσανθου Αργυρόπουλου που η χούντα προσπαθούσε να βρει με ποιο λόγο παίρνει τα λεφτά από τον Βερνάρδο. Αλλά πάλι έμεινα πάνω απ’ αυτή την κατάσταση. Ούτε θα παραπονεθώ, ούτε θα δεχτώ τη συγνώμη το κ. Εισαγγελέα. Γιατί; Γιατί πιστεύω ότι δεν το ένιωθε, δεν το πίστευε μέσα του. Δεν είχε τέτοια τάση απέναντι στους συναδέλφους της Υπερασπίσεως. Δε μας ακουμπά γιατί τον ξέρουμε.

Δε μπορεί να μας μειώσει γιατί ξέρουμε ότι μας σέβεται. Ήταν, αν θέλετε, μια λεκτική διατύπωση αυστηρή του κ. Εισαγγελέα πάνω στην προσπάθειά του να διεισδύσει στην ουσία της υποθέσεως. Πιστεύω δηλαδή ότι προσπάθησε μέσα από τον ίδιο τον λεκτικό αυτό ισχυρισμό να ακουμπήσει κάποιες πτυχές που θα τον βοηθούσαν στην εισήγησή του.

Κάτω από διαδικασία που πραγματικά τρομάξαμε, κάτω από ενέργειες που μας άφησαν άναυδους, κάτω από μια πλήρη καταπάτηση ό,τι νομικού και ιστορικού γίγνεσθαι γνωρίζαμε, είδαμε να οδηγείται η 17Ν ενώπιον του Δικαστή της και κατ’ άλλους του φυσικού δικαστή. «Μα, μπορείς να βάλεις στεγανά στη δικαιοσύνη, εσύ ο ίδιος που μας έλεγες μέχρι τώρα ότι πιστεύεις σε όλους; Εσύ που μας αναβιβάζεις χωρίς να το χρειαζόμαστε γιατί εμείς είμαστε ψηλά χωρίς να χρειάζεται τις δικές μου αναφορές; Πώς μας χωρίζεις;›

Αναφέρομαι μόνο σ’ αυτό που λέγεται υποκειμενικό κριτήριο. Μόνο σ’ αυτό και μόνο στην ιδέα αυτή μπορώ να ακουμπήσω. Έχουμε τις απόψεις μας για τα διάφορα θέματα. Έχουμε αν θέλετε τις δυνατότητες να τις εκθέσουμε, αλλά το υποκειμενικό κριτήριο της αμεροληψίας του δικαστή είναι εκείνο το οποίο δίνει πάντοτε εξετάσεις, κάθε μέρα, κάθε στιγμή, είτε είναι με τις παρεμπίπτουσες αποφάσεις είτε με τις ερωτήσεις όπως υποβάλλονται, το δε αντικειμενικό κριτήριο της αμεροληψίας, τίθεται πάντοτε εν κινδύνω ή όχι με την έκδοση της αποφάσεως.

Τα πρώτα τσιμπήματα της αμφιβολίας τα ένιωσα με τις παρεμπίπτουσες αποφάσεις, όπως τότε μακριά από την υπόθεση, στεναχωρημένος που ήμουν έξω απ’ αυτή την αίθουσα, προσπαθούσε μέσα από τα πρακτικά να αναπλάσω την ιδέα της ποινικής Δίκης έτσι όπως ανέδιδε τις δυνατότητες αυτές. Κι ήταν πάντα μέσα μου ζωντανή η εικόνα σας να απονέμετε το δίκαιο, να προσπαθείτε. Και ανθρώπους οι οποίοι με ψηλά το κεφάλι τίναξαν από πάνω τους τα πάντα, να ορθώνονται και αυτοί, ίσοι προς ίσους απέναντι στη Δικαιοσύνη.

Να μην παρακαλούν, να μην εκλιπαρούν, αλλά να στέκονται αντιμέτωποι προς τον Δικαστή και να αναφέρουν χωρίς να απολογούνται. Αναλαμβάνοντας την υπεράσπισή τους, από την ημέρα που τους έβλεπα να τους οδηγούν κατακρεουργημένους, αν θέλετε με κομμάτια, να μπορούν να συνθέτουν τα κομμάτια τους και να ξαναστέκονται όρθια, έτσι όπως έβλεπα τους άλλους να συνοδεύονται από τους κουκουλοφόρους, αυτούς τους τόσο μακρινούς, όπως σας είπα, από μας, ένιωσα μια τεράστια υπερηφάνεια όταν μπήκα σ’ αυτή την αίθουσα.

Γιατί έψαξα μέσα μου και είπα: τί υπερασπίζομαι άραγε; Ποιο είναι το μέγεθος αυτό που μπορώ να εγώ να υπερασπιστώ; Αυτοί στέκονται όρθιοι, κομματιάστηκαν, πέρασαν 40 μέρες φριχτών βασανιστηρίων προκειμένου να τους αποσπάσουν την αλήθεια. Όλα πέραν αλλοιωμένα από πάνω τους και αυτοί στάθηκαν και πάλι όρθιοι απέναντι στον Δικαστή. Και, ω! του θαύματος! Μεγάλες, σοβαρές προσδοκίες για μια καλύτερη μεταχείριση, για ένα καλύτερο είναι, για μια κοινωνική επανένταξή τους και πάλι, με απαλές ποινές και χαϊδέματα, ποια είναι αυτά τα μεγέθη που τα τίναξαν όλα στον αέρα και είπαν «δεν υποχωρών, είμαι μέλος της 17Ν›;

Τί σόι άνθρωποι είναι αυτοί που στάθηκαν επάνω στις επιθέσεις αυτές όρθιοι με ένα ψυχικό κύρος και ένα συναίσθημα το οποίο δεν το έχω ξαναδεί, να αποτινάσσουν τα πάντα, να αποτινάσσουν αν θέλετε οικογένειες και να λένε «εδώ είμαι, δικάστε με!›

Πώς μπορώ να τους υπερασπιστώ; Πώς μπορώ να τους ακουμπήσω; Μπορώ να μετουσιώσω μέσα μου αυτό το ψυχικό θάρρος ενός ανθρώπου κομματιασμένου που σηκώνεται ξανά και θεωρεί τιμή του ότι ήταν μέλος της 17Ν και δέχεται τις επιθέσεις και τους χλευασμούς και δέχεται ό,τι μιαρό μπορεί να περάσει εναντίον του, αλλά στέκει όρθιος; Ποιοι ήταν αυτοί οι οποίοι ήταν γύρω του; ¶ξιοι αγωνιστές του; ¶νθρωποι οι οποίοι μπορούσαν και τον πλαισίωναν με ένα θέμα εμπιστοσύνης;

Έχω εγώ τις δυνατότητες να υπερασπίσω τέτοια μεγέθη σε ένα ύψος τέτοιο, που κατορθώνει μετά από όσα πέρασε να στέκει όρθιος; Πώς μπορώ να ακουμπήσω μεγέθη σαν εκείνον τον άγνωστο σε μένα, έναν άνθρωπο που πραγματικά προσπαθώ να προσεγγίσω την ποιότητά του, το μεγαλείο του, με έναν απόλυτο σεβασμό; Δεν τον ξέρω, δεν τον γνωρίζω, κι όπως για μένα προβάλλει σαν κάτι μεγάλο, σαν κάτι που πρέπει και εσάς, είναι βέβαιο ότι θα σας ακουμπήσει.

Ήταν εκείνος αξιότιμοι κ.κ. Δικαστές που στεκόταν πάνω από τον κομματιασμενο σύντροφό του. Έναν σύντροφο ο οποίος σπαρταρούσε μεταξύ ζωής και θανάτου. Έναν σύντροφο ο οποίος πέθαινε σε λίγο. Ανάλγητοι, μιάσματα, ύαινες, ή βαθιά ¶νθρωποι με το «Α› κεφαλαίο; Ποιος ήταν άραγε αυτός που με τέτοιο ψυχικό μεγαλείο έφτασε τη 17Ν να δικάζεται; Δεν ξέρω αν ήταν Γερμανός στη νοοτροπία, αν είχε την επιθετικότητα των Βάσκων ήταν Έλληνας, άνθρωπος της διπλανής πόρτας, που δεν έβγαλε το 45άρι να σκοτώσει τον σύντροφό του.

Δεν θα υπήρχε κύριοι Δίκη της 17Ν αν αυτός ο άνθρωπος δεν έδειχνε το μεγαλείο, ξέροντας ότι εκείνη τη στιγμή κόβει τη ζωή του στα δύο, ξέροντας ότι παρατάει γνωστούς, οικογένεια, ξέροντας ότι θέτει εν κινδύνω άλλους συντρόφους του. Ποια κλειστή συνωμοτική σέκτα, ποιος άνθρωπος ήταν εκείνος ο οποίος υπάκουσε στα βαθιά ανθρώπινα αισθήματά του, σεβάστηκε τον σύντροφό του που ψυχορραγούσε, δε τον σκότωσε και άφησε όλο αυτό το αποτρόπαιο παραμύθι να εξελιχθεί και να φτάσουμε στη Δίκη της 17Ν;

Παίρνοντας την τσάντα με τα κλειδιά, σκοτώνοντας τον άτυχο Σάββα που χαροπάλευε, δεν θα υπήρχε τίποτα. Λέτε εκείνος εκεί που στάθηκε με αυτό το μεγαλείο στο σύντροφό του που χαροπάλευε εκείνη την ώρα, να μην ήξερε τί έκανε; Λέτε εκείνος εκεί που στάθηκε πάνω από τον θάνατο, που οριοθέτησε τον δικό του κοινωνικό θάνατο και αν θέλετε, την κατακραυγή που ακούστηκε από ορισμένους, σαν ανάλγητους δολοφόνους, να μη μπορούσε να βάλει ένα τέλος στην περιπέτεια;

Στάθηκε όμως, έκανε τις επιλογές του, ήξερε ότι η ζωή του και η ζωή των συντρόφων του έχει περάσει πια σε άλλων τα χέρια. Ειδοποίησε αν θυμάμαι καλά και το ασθενοφόρο λένε. Δεν τον ξέρω ποιος είναι, αλλά εκείνο το οποίο θέλω να πω, είναι ότι εάν υπάρχει σήμερα επώνυμος ρόλος της 17Ν μέσα στο κοινωνικό και δικαστικό γίγνεσθαι, οφείλεται στη θέση εκείνη και όχι στον 2928 ούτε στις επιτυχίες των διωκτικών αρχών, ούτε στους φοβερούς υπερατλαντικούς φύλακές μας, ούτε στην επιτηδειότητα κανενός ανακριτή δικαστή, αλλά στο μεγαλείο εκείνου που δεν αφήρεσε τη ζωή του συντρόφου του.

Αυτός ήταν ανάλγητος; Αυτός ήταν ο δολοφόνος; Αυτός ήταν εκείνος τον οποίο δεν αντέχουμε πολλές φορές να βλέπουμε σαν 17Ν και μας οδηγεί σε έναν αποτροπιασμό η έννοια ότι κάποιος απ’ αυτούς ήταν μέλος της; Προσπάθησαν πολλοί, πάρα πολλοί, ατελώς για μένα, ατελέστατα, να ερμηνεύσουν αυτά τα μεγέθη. Προσπάθησαν, πολλές φορές αντιγράφοντας ό,τι μιαρό είχαν μέσα τους. Προσπάθησαν με μια επιθετικότητα, με μια σκληρότητα, με καμία έλλειψη ευαισθησίας να ακουμπήσουν αυτά τα μεγέθη.

Και όλοι αυτοί, πιστέψτε με, σε ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού άρχισαν να γίνονται μικροί, άρχισαν να γίνονται αόρατοι, χωρίς μέσα τους λόγου. Χωρίς ευαισθησία, αφυδατώθηκαν, συρρικνώθηκαν στον πραγματικό ρόλο του δουλοπάροικου που είχαν και υπηρετούσαν τόσα χρόνια. Μόνο αυτός ο ρόλος αντέχει, μόνο αυτός ο χαρακτηρισμός τους πρέπει, μόνο αυτή η έννοια του δουλοπάροικου μπορεί να σταθεί σ’ εκείνους οι οποίο επιτέθηκαν σε τέτοια μεγέθη, σε ανθρώπους οι οποίοι πίστεψαν, λάθος ή όχι, γι αυτό βρίσκονται ενώπιόν σας, ότι αποτελούν κοινωνικούς αγωνιστές που απονέμουν δικαιοσύνη.

Λάθος ή όχι, είναι επιλογή ζωής. Από κει και πέρα, κανείς δε μπορεί να τους ακουμπήσει, αλλά ό,τι τους ακουμπάει θα γίνεται με τον προσήκοντα σεβασμό, με την ευαισθησία, με την ποιότητα των δημοκρατικών θεσμών, έτσι όπως αναδείξαμε εμείς προαιώνια.

Μπαίνοντας σ’ αυτή την αίθουσα όπως σας είπα, νιώθοντας αυτή την παγωνιά να με περιβάλλει –και μου φεύγει σιγά-σιγά κ. Πρόεδρε-, σκέφτηκα ότι αυτή η απόσταση, αυτός ο τοίχος που ορθώνεται ανάμεσά μας, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα τεχνητό, αν θέλετε μέγεθος, το οποίο κάποιοι προσπαθούν να ορθώσουν μεταξύ μας.

Θυμήθηκα κι εκείνο τον συχωρεμένο τον Σαμαράκη που έλεγε: «Όσο κοντεύουν οι στέγες των σπιτιών μας, τόσο μακραίνουν οι ψυχές μας›. Εγώ δεν το δεχόμουν, έτσι εγωιστής όπως είμαι, έτσι όπως πιστεύω στον επικοινωνιακό χαρακτήρα που αναπτύσσεται σήμερα, πίστευα ότι θα μπορέσω να περάσει αυτά τα οποία πιστεύω, αυτά τα οποία καταθέτω με αγωνία ψυχής και όχι σαν απλή αγόρευση που προσπαθεί με κάποιες λεξιμαγείες, λεκτικές υπερβολές, νομικούς ισχυρισμούς.

Γιατί πάντα πίστευα και πιστεύω ότι αν πείσεις τον δικαστή μέσα σε μια λογική βάση, αν πείσεις τον δικαστή σου πάνω στις νομικές αρρυθμίες που μπορεί να παρουσιάζουν, δε χρειάζεται να τους σωρεύεις αποφάσεις, αυτές τις οποίες ο ίδιος έχει βγάλει. Στο γόνιμο αντίλογο που έχεις με το υποκείμενο της απόδειξης που είναι ο δικαστής, πέστου την αλήθεια και άφησέ τον να βγει αυτός το δρόμο της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

Προσπάθησα μέσα από αυτές τις διαδικασίες, μέσα από αυτές τις θέσεις όπως σας είπα να σας πλησιάσω. Τί ήταν εκείνο που μας χώρισε; Αυτό που μας κράτησε μακριά; Γιατί βλέποντας όλα αυτά να γίνονται ένα χρόνο πριν, έλεγα ότι υπάρχει, αν θέλετε, η ώρα του δικαστή. Βλέποντας την προανάκριση μέσα από μια βαρβαρότητα που λεγόταν «Αντιτρομοκρατική υπηρεσία›, που δε σεβόταν θεσμούς, ιερά και ηθική –όχι νόμους, αυτούς τους είχε γραμμένους στα παλιά της τα παπούτσια ούτως ή άλλως- έλεγα θα έρθει η ώρα του δικαστή.

Βλέποντας την ανάκριση με μια επιτάχυνση που δεν την καταλάβαινα, επί δικαίων και αδίκων, ανακριτές που να δέχονται κουκουλοφόρους να σημαδεύουν τους κρατούμενους στο κεφάλι πριν να απολογηθούν και ξέροντας τί πιστεύει ένας απροστάτευτος –και πώς να μη νιώσει απροστάτευτος ήταν μαζί με τον δικηγόρο του βρίσκεται μέσα ο κουκουλοφόρος της Αντιτρομοκρατικής σημαδεύοντάς τον με τα τελειοτάτου τύπου όπλα; Όταν απλός, ποινικός κρατούμενος πολλές φορές του λέμε «πέστα στον Ανακριτή, πες την αλήθεια› και αυτός γυρίζει και λέει με μια παραδοσιακή πια φράση στους κρατούμενους: Εσύ κ. Ραγκούση θα πας στο σπίτι σου, εγώ πώς θα γυρίσω στην Ασφάλεια;›

Και αυτά τα οποία ξέρετε, αυτά τα οποία γνωρίζετε καλύτερα κι από μένα, δε θέλω κατά τον σχηματισμό της δικανικής σας πεποίθησης να αποτελέσουν ξένες έννοιες, όχι για την ενοχή τους ή την αθωότητά τους, αλλά ξένες έννοιες, να λέτε ότι είναι υπερβολές των δικηγόρων και ότι δεν γίνονται. Γιατί όλοι φωνάζαμε, «θα έρθει η ώρα του δικαστή›.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή