Ο Μιτ Ρόμνεϊ δεν είναι ο πρώτος πολυεκατομμυριούχος που διεκδικεί την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Ούτε ο πιο πλούσιος. Το ρεκόρ το κατέχει ο Ρος Περό, ο οποίος δαπάνησε αρκετά από τα δισεκατομμύριά του στις δύο αποτυχημένες απόπειρες που έκανε, το 1992 και το 1996. Εχουν ακολουθήσει από τότε πολλοί, που χρωστούν την ατομική ή οικογενειακή τους παρουσία στο πετρέλαιο, τις εκδόσεις, την μπίρα, την κέτσαπ ή τις αυτοβιογραφίες τους.
Ο Ρόμνεϊ όμως, που κέρδισε τα 200 εκατομμύρια δολάρια της περιουσίας του αγοράζοντας και πουλώντας εταιρείες, είναι ο πρώτος υποψήφιος από τον κόσμο του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Εκφράζει δηλαδή την αλλαγή που έχει γίνει στους πλούσιους της Αμερικής.
Το μέσο οικογενειακό εισόδημα του πλουσιότερου 1% ήταν 1,2 εκατομμύρια δολάρια το 2008. Το ήμισυ των εισοδημάτων αυτών προέρχεται από μισθούς, το ένα τέταρτο από επιχειρηματικό εισόδημα και ανεξάρτητη απασχόληση και το άλλο ένα τέταρτο από τόκους, μερίσματα και κεφαλαιακά κέρδη. Σύμφωνα με ανάλυση του Τζον Μπακίτζα από το Williams College, το 16% αυτής της κατηγορίας είναι γιατροί και το 8% δικηγόροι. Η αναλογία αυτών των επαγγελμάτων δεν έχει αλλάξει πολύ από το 1979 ως το 2005, την περίοδο που μελέτησε ο ερευνητής. Aύξηση, αντίθετα, έχει εμφανίσει το επάγγελμα του χρηματιστή: από 8% των πλουσίων το 1979 σε 13,9% το 2005. Η αναλογία τους στο πλουσιότερο 0,1% είναι ακόμη πιο έντονη: από 11% το 1979 σε 18% το 2005.
Ο Στιβ Κάπλαν από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου πιστεύει ότι το γεγονός αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την αύξηση των ανισοτήτων. Το μερίδιο του εισοδήματος που πηγαίνει στο πλουσιότερο 1% έφτασε το 2007 το 23,5%, ποσοστό που αποτελούσε ρεκόρ 80ετίας, για να μειωθεί το 2009 σε 17,6%. Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η τάση για το πλουσιότερο 0,1%, του οποίου το ποσοστό επί του συνολικού εισοδήματος έφτασε το 2007 το 12,3%, για να μειωθεί το 2009 στο (πάντα εξωφρενικό) 8,1%.
Το 2009, οι 25 πλουσιότεροι επενδυτές των hedge funds κέρδισαν περισσότερα από 25 δισεκατομμύρια δολάρια, έξι φορές περισσότερα από όλα τα ανώτατα στελέχη των 500 εταιρειών που συνθέτουν τον δείκτη S&P 500 της Ουολ Στριτ.
Παρόλο που το 1% γίνεται συνεχώς πλουσιότερο στην πλειοψηφία των χωρών, πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ δείχνει ότι η τάση ξεκίνησε νωρίτερα, και είναι εντονότερη, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ορισμένοι ερευνητές, διαπιστώνοντας ότι οι ανισότητες έχουν αυξηθεί περισσότερο στις αγγλόφωνες χώρες, πιστεύουν ότι κάποιο ρόλο παίζουν οι κοινωνικές και πολιτικές αξίες: στην ηπειρωτική Ευρώπη και την Ιαπωνία, το κοινωνικό κράτος, οι νόμοι για τη φορολογία και η δύναμη των συνδικάτων περιορίζουν το φαινόμενο. Ενας παράγων μπορεί να είναι, όμως, και ο σχετικά μεγαλύτερος ρόλος του χρηματοπιστωτικού τομέα στις αγγλόφωνες χώρες.
Η συμμετοχή στο πλουσιότερο 1% της Αμερικής είναι σχετικά σταθερή. Μια μελέτη έδειξε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών που περιλαμβάνονται στο 1% εξακολουθούν να περιλαμβάνονται στο πλουσιότερο 10% μία δεκαετία αργότερα. Οι πλούσιοι γονείς τείνουν να έχουν πλούσια παιδιά. Σε αυτό βοηθούν ασφαλώς η οικογενειακή σταθερότητα και η εκπαίδευση. Σύμφωνα με το ινστιτούτο Gallup, το 72% του πλουσιότερου 1% έχουν πτυχίο πανεπιστημίου, ενώ οι μισοί έχουν και μεταπτυχιακό δίπλωμα. Τα ποσοστά αυτά είναι δύο και τρεις φορές μεγαλύτερα σε σχέση με το υπόλοιπο 99%. Οι πιο πλούσιοι είναι επίσης σε μεγαλύτερη αναλογία παντρεμένοι με παιδιά.
Από πολιτική άποψη, το Gallup διαπίστωσε ότι το 1% δηλώνει σε μεγαλύτερη αναλογία συμπάθεια προς το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (33% έναντι 28%) και σε μικρότερη προς το Δημοκρατικό Κόμμα (26% έναντι 33%). Μια μελέτη 104 πλουσίων οικογενειών του Σικάγου έδειξε ότι μεγαλύτερο μέλημά τους είναι το δημοσιονομικό έλλειμμα, και ακολουθεί η ανεργία. Για τον υπόλοιπο πληθυσμό, πρώτη έρχεται η ανεργία και ακολουθεί το έλλειμμα. Οι πλούσιοι, όπως και οι περισσότεροι ψηφοφόροι, υποστηρίζουν συχνά συντηρητικές και προοδευτικές θέσεις ταυτοχρόνως. Πολλοί βλέπουν, για παράδειγμα, με συμπάθεια το κίνημα «Καταλάβετε τη Γουολ Στριτ»...
Πηγή: The Economist ΑΠΕ-ΜΠΕ