Λ. Παπαδήμος: Iστορική αδικία να πτωχεύσουμε

«Aπό την ψήφο σας εξαρτάται αν η χώρα θα μείνει στο ευρώ»
Δευτέρα, 13 Φεβρουαρίου 2012 00:15
UPD:02:52

A- A A+

«Θα είναι μια τεράστια αδικία της ιστορίας, η χώρα από την οποία ξεκίνησε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, που βίωσε έναν εμφύλιο και μια δικτατορία, αλλά πρόκοψε, έφτιαξε την ευημερία της, οικοδόμησε μια δημοκρατία, θεσμούς και αξίες, να φτάσει στην πτώχευση και να βρεθεί, από ένα ακόμα λάθος, σε εθνική απομόνωση και εθνική απόγνωση», δήλωσε από το βήμα της Βουλής ο Πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος.

Όπως είπε, η εφαρμογή του προγράμματος αναμένεται ότι μεσοπρόθεσμα - πιθανότατα στη διάρκεια του 2013 - θα οδηγήσει στην ανάκαμψη της οικονομίας και στην ανάπτυξή της με ρυθμούς 2,5% - 3% το 2014 και 2015.

Ολόκληρη η ομιλία του Πρωθυπουργού:

«Πριν ξεκινήσω την ομιλία μου, θέλω να εκφράσω τη λύπη μου για τα επεισόδια που εκτυλίσσονται έξω από αυτή την αίθουσα, που δυστυχώς αμαυρώνουν τις απόλυτα νόμιμες σε μια δημοκρατία, εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Οι βανδαλισμοί, η βία και η καταστροφή δεν έχουν θέση στη δημοκρατία και δεν πρόκειται να γίνουν ανεκτές. Θα ‘θελα να κάνω μια έκκληση σε όλους σας και στους πολίτες που μας παρακολουθούν για ψυχραιμία και καταλλαγή. Σε αυτές τις κρίσιμες ώρες δεν έχουμε την πολυτέλεια τέτοιων συγκρούσεων. Οφείλουμε να πάρουμε τις αποφάσεις μας σαν συγκροτημένη κοινωνία. Και όταν έρθει η ώρα, ο λαός που είναι και ο υπέρτατος κριτής θα εκφραστεί.

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Ομιλία Λ. Παπαδήμου στη συζήτηση για το Μνημόνιο ΙΙ

Ομιλία Λ. Παπαδήμου στη συζήτηση για το Μνημόνιο ΙΙ

Πολλές φορές τα τελευταία δυο χρόνια οι βουλευτές στην αίθουσα αυτή κλήθηκαν να συνεδριάσουν για δύσκολα θέματα και να λάβουν αποφάσεις υψηλής εθνικής ευθύνης αλλά και μεγάλου πολιτικού κόστους. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανείς στην αίθουσα αυτή, σε όποια πτέρυγα και αν κάθεται, που να αμφιβάλλει για τη βαρύτητα και την κρισιμότητα της συνεδρίασης αυτής.

Είναι πράγματι ιστορικής σημασίας για το μέλλον της χώρας η σημερινή συνεδρίαση. Τα αποτελέσματά της, οι αποφάσεις που θα ληφθούν, θα καθορίσουν εάν η οικονομία μας θα εξασφαλίσει τη χρηματοδότησή της για τα επόμενα χρόνια, εάν θα ελαφρύνουμε το δημόσιο χρέος κατά περίπου 100 δισεκατομμύρια ευρώ, εάν θα συνεχίσουμε την σκληρή προσπάθεια της εξυγίανσης και μεταρρύθμισης της οικονομίας μας, ώστε να μπορέσουμε να περάσουμε στην ανάπτυξη, κατοχυρώνοντας τη θέση μας στο ευρώ. Ή εάν, αντίθετα, από μοιραία πλάνη, λιποψυχία ή λάθος απόφαση, θα οδηγήσουμε τη χώρα σε μια καταστροφική χρεοκοπία, σε παρατεταμένη εξαθλίωση, σε έναν μοιραίο κατήφορο περιθωριοποίησης από την Ευρώπη και εξώθησης από το ευρώ. Έχω την πεποίθηση ότι οι βουλευτές θα πράξουν το εθνικό καθήκον τους.

Η χώρα μας ζει επί 2 και πλέον χρόνια τη μεγαλύτερη κρίση της μεταπολεμικής περιόδου. Μια κρίση που ξεκίνησε ως κρίση δημοσιονομικού ελλείμματος και δημόσιου χρέους, εξελίχθηκε σε κρίση, οικονομική και κοινωνική, και πλέον σε κρίση εθνική. Κι αυτό γιατί οι επιλογές και τα διλήμματα της σημερινής ημέρας, με τα αποτελέσματα που θα παραγάγουν, θα καθορίσουν την έκβαση της σημαντικότερης στρατηγικής επιλογής της χώρας μας των τελευταίων δεκαετιών. Δηλαδή την επιλογή μας να συμπορευτούμε στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, ως αναπόσπαστο μέλος του πυρήνα της Ενωμένης Ευρώπης και του κοινού νομίσματος. Γιατί, μην αμφιβάλλει κανείς, αυτό είναι το μέγιστο και τελικό διακύβευμα της σημερινής απόφασης.

Έχουμε μπροστά μας ένα πλήρες και αξιόπιστο οικονομικό πρόγραμμα εξόδου από την δημοσιονομική και οικονομική κρίση της χώρας. Ένα πρόγραμμα που διασφαλίζει, όσο κανένα άλλο, τη θέση μας στο ευρώ. Που αποτρέπει μια καταστροφική χρεοκοπία. Είναι ένα πρόγραμμα σκληρό, που συνεπάγεται οδυνηρές θυσίες για ευρύτατα στρώματα, για το σύνολο σχεδόν της κοινωνίας μας, σε συνέχεια των θυσιών που έχουν ήδη γίνει. Είναι όμως ένα πρόγραμμα που θα μας βγάλει σε στέρεο έδαφος, θα οδηγήσει στην απαραίτητη εξυγίανση, μεταρρύθμιση και ανάκαμψη της οικονομίας μας, ώστε να υπερβούμε την κρίση και να περάσουμε στην ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Τα αίτια της κρίσης είναι πολλαπλά και αλληλένδετα. Επίσης, πολλοί, σύνθετοι και αλληλοεξαρτώμενοι είναι οι παράγοντες που έχουν συμβάλει και εξηγούν την ένταση και διάρκεια της κρίσης που βιώνουμε. Δεν είναι η ώρα για λεπτομερή ανάλυση. Είναι η ώρα των αποφάσεων.

Είναι, όμως, αναγκαίο να κατανοηθεί ότι η κύρια αιτία της κρίσης είναι το γεγονός ότι για πολλά έτη το κράτος συστηματικά δαπανούσε πολύ περισσότερα από τα έσοδά του. Το αποτέλεσμα ήταν να διαμορφωθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα σε υψηλά και αυξανόμενα επίπεδα, κληροδοτώντας μας ένα τεράστιο δημόσιο χρέος.

Η επέκταση του κράτους πέραν των δυνατοτήτων του, η διόγκωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, ο υπερβολικός δανεισμός, είχαν ως συνέπεια να δημιουργηθούν συνθήκες υπερκαταναλωτισμού – να δαπανούμε πολύ περισσότερο από όσο παράγουμε και να διευρυνθεί σημαντικά το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και ο εξωτερικός δανεισμός. Διαμορφώθηκαν επίσης συνθήκες αδικαιολόγητης ευφορίας και επανάπαυσης και προσδοκίες που βαθμιαία βασίζονταν σε μια εικονική πραγματικότητα. Παράλληλα, η χώρα μας συνεχώς ανέβαλλε κρίσιμες και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο κράτος και το φορολογικό σύστημα, στην κοινωνική ασφάλιση και το σύστημα υγείας.

Όταν η διεθνής κρίση ανέδειξε περισσότερο τις δημοσιονομικές και διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας, όταν αυξήθηκε το κόστος δανεισμού σε απαγορευτικά υψηλά επίπεδα, τότε η χώρα οδηγήθηκε στη χρηματοδοτική στήριξη των Ευρωπαίων εταίρων της και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και υιοθέτησε το πρώτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής.

Η πρόοδος που σημειώθηκε κατά τα προηγούμενα δύο χρόνια στην αποκατάσταση της δημοσιονομικής σταθερότητας και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας είναι σημαντική. Το πρωτογενές δημόσιο έλλειμμα μειώθηκε από 24 δισεκ. ευρώ σε 5 δισεκ. ευρώ, μείωση που αντιστοιχεί σε 8 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Επίσης, ανακτήθηκε περίπου το 1/3 της ανταγωνιστικότητας που χάθηκε κατά τα προηγούμενα δέκα έτη. Οι προσπάθειες και οι θυσίες του ελληνικού λαού, όπως αποτυπώνονται στη συνεχιζόμενη ύφεση και την αύξηση της ανεργίας σε επίπεδο υψηλότερο του 20%, αποδίδουν και δικαιούνται το σεβασμό όλων.

Η μη αναγνώριση της μεγάλης προσπάθειας που γίνεται, της προόδου που συντελείται, του τεράστιου οικονομικού και κοινωνικού κόστους προσαρμογής, και, παράλληλα, η επικριτική στάση ορισμένων εταίρων, προβληματίζει, απογοητεύει και προκαλεί αγανάκτηση στον ελληνικό λαό. Αποδυναμώνει επίσης την προσπάθεια ολοκλήρωσης της διαδικασίας αναδιάρθρωσης και ανόρθωσης της οικονομίας. Οι Έλληνες εργάζονται σκληρά, δεν αποφεύγουν τις θυσίες, ούτε επαιτούν. Είμαστε υπερήφανος και φιλότιμος λαός, που αγωνιζόμαστε και θα τα καταφέρουμε να υπερβούμε την κρίση.

Είναι, όμως, γεγονός ότι παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει και την πρόοδο που έχει συντελεστεί, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τρία αλληλένδετα προβλήματα: ένα μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα, χαμηλή ανταγωνιστικότητα και υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Εξάλλου, εξαιτίας της δημοσιονομικής κρίσης και της παρατεταμένης ύφεσης, η ρευστότητα της οικονομίας έχει συρρικνωθεί και το τραπεζικό σύστημα δεν έχει επαρκείς πόρους για τη χρηματοδότηση της οικονομίας. Επιπλέον, αποκλίσεις των δημοσιονομικών μεγεθών από στόχους που είχαν τεθεί και συσσωρευμένες καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν στο παρελθόν, καθιστούν αναγκαία τη νέα χρηματοδοτική στήριξη, την εθελοντική αναδιάρθρωση του χρέους που διακρατεί ο ιδιωτικός τομέας (το γνωστό PSI) και την υιοθέτηση του νέου οικονομικού προγράμματος. Οι σχετικές αποφάσεις ελήφθησαν στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης.

Λένε ορισμένοι ότι το νέο πρόγραμμα θα αποτύχει. Κάνουν λάθος.

Η δημόσια συζήτηση έχει επικεντρωθεί στις συνέπειες του πρώτου προγράμματος στα εισοδήματα και στην απασχόληση και προεξοφλεί ότι το νέο πρόγραμμα θα έχει παρόμοια αρνητικά αποτελέσματα και δεν θα επιτευχθεί η έξοδος από την κρίση. Θέλω, και είναι αναγκαίο, στη σημερινή συζήτηση στη Βουλή να παρουσιαστούν συνοπτικά αλλά περιεκτικά οι στόχοι, οι πολιτικές και οι μεταρρυθμίσεις του νέου προγράμματος καθώς και οι προοπτικές εξόδου από την κρίση.

Επομένως, το πρόγραμμα υπηρετεί τον κύριο και τελικό σκοπό της οικονομικής ανάπτυξης, θέτοντας τρεις ενδιάμεσους στόχους: τη δημοσιονομική εξυγίανση, την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας και την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Ο πρώτος στόχος είναι η διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας με αποτελεσματικό και μόνιμο τρόπο. Για την επίτευξη αυτού του στόχου προβλέπεται μείωση των κρατικών δαπανών κατά 1,5% του ΑΕΠ το 2012 και πρόσθετα μέτρα που αντιστοιχούν σε 5% του ΑΕΠ τα επόμενα δύο έτη και διαρθρωτικές αλλαγές στο δημόσιο τομέα, ώστε να δημιουργηθεί ένα πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 4,5% του ΑΕΠ το 2014. Αυτό είναι αναγκαίο για να αρχίσει η σταδιακή μείωση του δημόσιου χρέους. Οι προγραμματιζόμενες αποκρατικοποιήσεις, ύψους τουλάχιστον 19 δισεκ. ευρώ έως το 2015, θα συμβάλουν επίσης στη μείωση του δημόσιου χρέους.

Οι μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα περιλαμβάνουν συντονισμένες δράσεις για τη ριζική αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης, την αποτελεσματικότερη είσπραξη των φορολογικών εσόδων και την αντιμετώπιση της διαφθοράς, καθώς και ένα νέο και απλούστερο φορολογικό σύστημα το οποίο αποσκοπεί στην προώθηση των επενδύσεων, στον περιορισμό της φοροδιαφυγής και την δικαιότερη κατανομή του φορολογικού βάρους. Συνολικά, οι μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα θα συμβάλουν όχι μόνο στον περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος αλλά και στην προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης.

Οι μεταρρυθμίσεις των ασφαλιστικών ταμείων και η προσαρμογή των συντάξεων αποσκοπούν στη διασφάλιση της βιωσιμότητας των ταμείων με τρόπο που προφυλάσσει κυρίως τους χαμηλο-συνταξιούχους.

Ο δεύτερος στόχος είναι να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα, να προωθηθεί η ανάπτυξη και να αυξηθεί η απασχόληση. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές στις αγορές εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών, μεταρρυθμίσεις που αποβλέπουν στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, με στόχο την προώθηση των επενδύσεων και εξαγωγών, καθώς και μεταρρυθμίσεις που θα συντελέσουν στην ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης. Και αυτές οι διαρθρωτικές αλλαγές θα επηρεάσουν θετικά την επενδυτική δραστηριότητα, τις εξαγωγές και την απασχόληση.

Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας αποσκοπούν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του κόστους και την μείωση της ανεργίας – ιδίως των νέων – που έχει φθάσει σε εξαιρετικά υψηλό επίπεδο. Οι θεσμικές αλλαγές στην αγορά εργασίας και η προβλεπόμενη μείωση του κατώτατου μισθού, που καθορίζεται από την γενική συλλογική σύμβαση εργασίας, ήταν αντικείμενο διεξοδικής ανάλυσης, συζήτησης και σκληρής διαπραγμάτευσης, όπως επίσης και το ζήτημα του 13ου και του 14ου μισθού. Και όσο και να φαίνεται παράδοξο, η μείωση του κατώτατου μισθού θα οδηγήσει μεσοπρόθεσμα σε αύξηση της απασχόλησης και της οικονομικής δραστηριότητας, και επομένως, στην ενίσχυση του μέσου εισοδήματος των εργαζομένων. Η μείωση του κατώτατου μισθού που καθορίζεται από τη Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας δεν συνεπάγεται αυτόματη προσαρμογή των μισθών που καθορίζονται από τις κλαδικές και επιχειρησιακές συμβάσεις.

Το πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς εργασίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο το συμφέρον όσων έχουν εργασία, αλλά και του ενός εκατομμυρίου ανέργων, και των εκατοντάδων χιλιάδων που απασχολούνται σε συνθήκες μαύρης εργασίας. Είδαμε πώς μέσα σε δύο χρόνια αυξήθηκε η ανεργία κατά περίπου 600.000 άτομα. Και βλέπουμε επίσης έναν στους δύο νέους να είναι άνεργος.

Βραχυπρόθεσμα, οι νέες ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά το μέσο διαθέσιμο εισόδημα, αλλά μεσοπρόθεσμα θα συντελέσουν στην αύξηση της απασχόλησης. Θα αυξήσουν τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, θα περιορίσουν τις εισαγωγές, θα αυξήσουν το μέσο εισόδημα των εργαζομένων. Η διεθνής εμπειρία στηρίζει αυτή την θέση.

Τέλος, προκειμένου να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η ρευστότητα της οικονομίας, το πρόγραμμα προβλέπει την ενίσχυση της κεφαλαιακής θέσης και η ευρωστίας των τραπεζών, ώστε να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους και της παρατεταμένης ύφεσης. Αυτό θα γίνει με τρόπο που προάγει το δημόσιο συμφέρον και σέβεται την επιχειρηματική αυτονομία των τραπεζών. Η εφαρμογή της στρατηγικής αυτής θα συμβάλει ουσιαστικά στην αύξηση της πιστωτικής επέκτασης και της ρευστότητας της οικονομίας και στη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας.

Όσο για άλλα ειδικότερα θέματα πολιτικής και τη διαδικασία αναδιάρθρωσης του χρέους, που διακρατούν οι ιδιώτες πιστωτές, οι τοποθετήσεις των υπουργών δεσμεύουν την κυβέρνηση.

Άκουσα με προσοχή την κριτική που ασκείται από πολλές πλευρές. Ρεαλιστικές εναλλακτικές λύσεις δεν άκουσα. Δυστυχώς η μόνη πραγματική εναλλακτική λύση στη σημερινή συμφωνία είναι μια καταστροφική χρεοκοπία. Το κοινωνικό κόστος που συνεπάγεται το πρόγραμμα αυτό είναι περιορισμένο σε σύγκριση με την οικονομική και κοινωνική καταστροφή που θα ακολουθούσε εάν δεν το υιοθετήσουμε. Μια άτακτη χρεοκοπία θα έριχνε τη χώρα μας σε μια καταστροφική περιπέτεια, προκαλώντας ανεξέλεγκτο οικονομικό χάος και κοινωνική έκρηξη.

Οι αποταμιεύσεις των πολιτών θα κινδύνευαν.

Το κράτος θα αδυνατούσε να πληρώσει μισθούς και συντάξεις, και να καλύψει στοιχειώδεις λειτουργίες, όπως τα νοσοκομεία και τα σχολεία, αφού έχουμε ακόμα πρωτογενές έλλειμμα πάνω από 5 δισ. ευρώ.

Δεν θα μπορούσαμε να εισάγουμε βασικά αγαθά (φάρμακα, πετρέλαιο, και μηχανήματα), αφού η χώρα συνολικά θα έχανε κάθε πρόσβαση σε δανεισμό και η ρευστότητα θα συρρικνωνόταν.

Επιχειρήσεις θα έκλειναν μαζικά, αδυνατώντας να αντλήσουν χρηματοδότηση.

Η ανεργία, η οποία είναι ήδη απαράδεκτα υψηλή θα αυξανόταν ακόμα περισσότερο. Η χώρα θα παρασυρόταν σε μια μακρά δίνη ύφεσης, αστάθειας, ανεργίας και παρατεταμένης εξαθλίωσης.

Οι εξελίξεις αυτές θα οδηγούσαν, αργά ή γρήγορα, στην έξοδο από το ευρώ. Από χώρα του πυρήνα της Ευρωζώνης, η Ελλάδα θα καταντούσε χώρα αδύναμη, στο περιθώριο της Ευρώπης. Αυτή θα ήταν η μοίρα της χώρας εάν δεν υπογράψουμε τη δανειακή συμφωνία και οδηγηθούμε σε άτακτη, ασύντακτη χρεοκοπία. Αυτή είναι η ωμή πραγματικότητα. Και η υπόμνησή της δεν αποτελεί εκβιασμό, κυρίες και κύριοι βουλευτές. Αλλά υποχρέωση ευθύνης όλων μας απέναντι στον ελληνικό λαό, που πρέπει να γνωρίζει ποιες είναι οι επιλογές και οι ποιες οι συνέπειές τους.

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,

Αναφέρθηκα αναλυτικά στους βασικούς ενδιάμεσους στόχους του προγράμματος, και στις προβλεπόμενες πολιτικές και μεταρρυθμίσεις για την επίτευξή τους, για δύο λόγους. Πρώτον, για να γίνει καλύτερα κατανοητό ότι το πρόγραμμα επιδιώκει με έναν πλήρη και συνεκτικό τρόπο την αντιμετώπιση των τριών βασικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας και, δεύτερον, για να υπογραμμίσω ότι οι πολιτικές και μεταρρυθμίσεις που θα εφαρμοστούν, ουσιαστικά αποβλέπουν – μέσα από την επίτευξη των ενδιάμεσων αυτών στόχων – στην επίτευξη του κύριου και ουσιαστικού σκοπού όλων μας: την ανόρθωση και ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

Αντίθετα απ' ό,τι ορισμένοι θεωρούν, το νέο πρόγραμμα της Ελλάδας έχει ως κύριο σκοπό να κάνουμε την οικονομία μας πιο παραγωγική και ανταγωνιστική. Να τη χτίσουμε σε στέρεες βάσεις για να επιτύχουμε υψηλή και βιώσιμη ανάπτυξη. Με την εφαρμογή του νέου προγράμματος, την χρηματοδοτική στήριξη και την αναδιάρθρωση του χρέους που το συνοδεύουν, θα περιοριστεί η αβεβαιότητα και θα αυξηθεί η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας και την ταχύτερη ανάκαμψη της οικονομίας.

Η πλήρης, έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή του προγράμματος δεν θα είναι εύκολη. Θα απαιτήσει συντονισμένες προσπάθειες και σωστή διαχείριση. Βραχυπρόθεσμα, η εφαρμογή του προγράμματος θα έχει επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα και το διαθέσιμο εισόδημα. Έχουμε απόλυτη επίγνωση ότι το οικονομικό αυτό πρόγραμμα συνεπάγεται βραχυπρόθεσμα θυσίες για τον ελληνικό λαό, ο οποίος έχει δοκιμαστεί σκληρά. Είναι ένα πρόγραμμα που αποτυπώνει τις ακραίες συνθήκες ανάγκης στις οποίες βρέθηκε η ελληνική οικονομία, ένα πρόγραμμα το οποίο καμία κυβέρνηση δεν θα υιοθετούσε υπό κανονικές συνθήκες. Είναι σημαντικό το βραχυπρόθεσμο κόστος του προγράμματος, ιδίως στο μέτρο που επιβαρύνει τους οικονομικά ασθενέστερους. Προβλέπονται από το πρόγραμμα μέτρα, και θα ληφθούν και άλλα αν χρειαστεί, για να προφυλαχθούν περισσότερο όσοι πλήττονται από την κρίση. Όμως, η εφαρμογή του προγράμματος αναμένεται ότι μεσοπρόθεσμα – πιθανότατα στη διάρκεια του 2013 - θα οδηγήσει στην ανάκαμψη της οικονομίας και στην ανάπτυξή της με ρυθμούς 2,5% - 3% το 2014 και 2015. Βεβαίως, οι προβλέψεις για το μέλλον πάντα περιβάλλονται από βαθμό αβεβαιότητας. Ωστόσο, οι διαθέσιμες εκτιμήσεις στηρίζουν την προοπτική εξόδου από την κρίση μέσα στα επόμενα δύο χρόνια.

Δεν πρέπει να χάσουμε αυτή την ευκαιρία να κάνουμε την οικονομία μας πιο παραγωγική και ανταγωνιστική. Για να διασώσουμε όσα κατακτήσαμε, πρέπει να αλλάξουμε όλα όσα κάναμε λάθος. Πρέπει να εξυγιάνουμε το κράτος και να χτίσουμε την οικονομία μας σε στέρεες βάσεις για να επιτύχουμε υψηλή και βιώσιμη ανάπτυξη.

Θα είναι μια τεράστια αδικία της ιστορίας, η χώρα από την οποία ξεκίνησε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, που βίωσε έναν εμφύλιο και μια δικτατορία, αλλά πρόκοψε, έφτιαξε την ευημερία της, οικοδόμησε μια δημοκρατία, θεσμούς και αξίες, να φτάσει στην πτώχευση και να βρεθεί, από ένα ακόμα λάθος, σε εθνική απομόνωση και εθνική απόγνωση.

Γνωρίζω ότι για πολλούς από εσάς η σημερινή ψηφοφορία απαιτεί μια εξαιρετικά δύσκολη επιλογή και ίσως συνιστά μια δοκιμασία πολιτική, ενδεχομένως και ηθική. Σε κανέναν δεν αρέσει να αποφασίζει για μέτρα τα οποία βραχυπρόθεσμα συνεπάγονται θυσίες για τους πολίτες.

Όμως σήμερα καλούμαστε όλοι να λάβουμε μια απόφαση καθοριστικής σημασίας για το μέλλον της χώρας. Και να επιβεβαιώσουμε τη μεγάλη υπέρβαση που έκαναν πριν από τρείς μήνες οι πολιτικοί αρχηγοί στηρίζοντας την κυβέρνηση συνεργασίας. Από εσάς, από την δική σας ψήφο, εξαρτάται αν η χώρα θα παραμείνει στο ευρώ ή αν θα οδηγηθεί σε μια άτακτη χρεοκοπία. Ψηφίζοντας το οικονομικό πρόγραμμα και ανοίγοντας τον δρόμο για τη δανειακή σύμβαση βάζετε τις νέες βάσεις για την εξυγίανση και την ανάκαμψη της οικονομίας. Έτσι υπηρετείτε με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πολιτών ακόμη κι εκείνων που σήμερα σας ζητούν να μην ψηφίσετε. Γιατί ο άλλος δρόμος συνεπάγεται και για αυτούς απείρως μεγαλύτερες θυσίες.

Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζουμε το μέλλον της πατρίδας και των παιδιών μας, δεν αφήνουμε να πάνε χαμένες οι θυσίες που έχουν γίνει τα τελευταία δύο χρόνια. Γνωρίζουμε όλοι ότι κρινόμαστε από την ιστορία. Και αν δεν καταφέρουμε να κρατήσουμε τη χώρα όρθια, δεν θα μας το συγχωρήσει. Είμαι βέβαιος ότι γνωρίζετε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο ποιο είναι το πατριωτικό μας καθήκον. Και θα το πράξετε με την ίδια αποφασιστικότητα και ευθύνη που έχετε επιδείξει».

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή