Παρηγοριά στο ποτό φαίνεται πως βρίσκουν οι αρσενικές μύγες που βρίσκονται για μεγάλο διάστημα αντιμέτωπες με την απόρριψη. Αντιθέτως, αυτές που έχουν μόλις ζευγαρώσει είναι πιθανότερο να πουν «όχι» στο αλκοόλ. Δεν πρόκειται για ανέκδοτο, αλλά για τα συμπεράσματα αμερικανικής μελέτης που εξετάζει τη σχέση μεταξύ κοινωνικών επαφών και του να αποζητά κανείς το αίσθημα της ανταμοιβής.
Σύμφωνα με την ερευνήτρια του Ιατρικού Ινστιτούτου Χάουαρντ Χιουζ στη Βιρτζίνια, Γκαλίτ Σοχάτ-Οφίρ, η μελέτη έδειξε ότι ροπή των μυγών που έχουν γευτεί την απόρριψη προς το αλκοόλ οφείλεται στα μειωμένα επίπεδα μιας χημικής ουσίας του εγκεφάλου, του νευροπεπτιδίου F (NPF), το οποίο διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στο σύστημα ανταμοιβής των εντόμων αυτών.
Όταν μια μύγα κάνει κάτι που είναι καλό από εξελικτικής άποψης, π.χ. ζευγαρώνει ή τρώει, τότε ένας εσωτερικός μηχανισμός αυξάνει τα επίπεδα NPF. Το ίδιο αποτέλεσμα όμως μπορεί να έχουν και εξωτερικοί παράγοντες, όπως η κατανάλωση αλκοόλ από τη ζύμωση των σακχάρων στα φρούτα που αποσυντίθενται.
Στα πειράματά τους, οι ερευνητές υπέβαλαν τις μύγες σε μια σειρά από σεξουαλικές δοκιμασίες. Σε ένα από αυτά, αρσενικές μύγες τοποθετήθηκαν στο ίδιο κουτί με πέντε παρθένες θηλυκές, οι οποίες ανταποκρίθηκαν θετικά στις προσεγγίσεις τους. Σε ένα άλλο πείραμα, αρσενικά τοποθετήθηκαν στο ίδιο κουτί με θηλυκά που είχαν μόλις ζευγαρώσει και για το λόγο αυτό τους απέρριψαν.
Οι επιστήμονες προσέφεραν στις αρσενικές μύγες σκέτη τροφή και τροφή διαποτισμένη με αλκοόλ. Είδαν ότι αυτές που είχαν ζευγαρώσει προτίμησαν τη σκέτη τροφή, ενώ οι άλλες επέλεξαν το αλκοόλ. Αναζητώντας μια χημική εξήγηση, είδαν ότι οι μύγες που έπιναν είχαν χαμηλά επίπεδα νευροπεπτιδίου F, ενώ οι μύγες που είχαν ζευγαρώσει είχαν υψηλά επίπεδα. «Πιστεύουμε ότι αυτά τα επίπεδα NPF αποτελούν κάποιου είδους 'μοριακή υπογραφή' της εμπειρίας» των εντόμων, που είτε ζευγάρωσαν είτε ήπιαν, λέει η Δρ. Σοχάτ-Οφίρ.
Οι ερευνητές δεν έμειναν εκεί: θέλοντας να δείξουν ότι το NPF δεν σχετίζεται απλά, αλλά ευθύνεται γι' αυτήν την αλλαγή, ρύθμισαν την ποσότητα που διοχετεύθηκε στους εγκεφάλους των εντόμων. Αυτές, στις οποίες διοχέτευσαν χαμηλά επίπεδα του χημικού, συμπεριφέρονταν όπως οι μύγες που γεύτηκαν την απόρριψη, ενώ αυτές στις οποίες διοχέτευσαν υψηλά επίπεδα NPF, συμπεριφέρονταν όπως οι μύγες που ζευγάρωσαν.
Με δεδομένο ότι και στον ανθρώπινο εγκέφαλο υπάρχει μια παρόμοια χημική ουσία, οι επιστήμονες αναγνωρίζουν ότι εύκολα μπαίνει κανείς στον πειρασμό να διερωτηθεί εάν το NPF ρυθμίζει και την αντίστοιχη συμπεριφορά στον άνθρωπο. Όπως τονίζει ωστόσο ο Τρόι Ζαρ από το Πανεπιστήμιο του Μιζούρι σε άρθρο που συνοδεύει την έκθεση, στην επιθεώρηση Science, «η συνάφεια με την ανθρώπινη συμπεριφορά δεν έχει ακόμη αποδειχθεί».