Τελικά, η 6η Μαϊου φαίνεται ότι θα αποτελέσει σταθμό για την Ευρώπη. Καταρχάς, λόγω των εκλογών στην Ελλάδα, όπου ενδέχεται να επιβραβευτούν τα κόμματα των άκρων. Κυρίως όμως λόγω των εκλογών στη Γαλλία. Αν, όπως όλα δείχνουν, κερδίσει ο Φρανσουά Ολάντ, η πρόκληση είναι σαφής: επαναδιαπραγμάτευση του δημοσιονομικού συμφώνου. Ακόμη κι αν κερδίσει ο Σαρκοζί (φωτογραφία), όμως, το μέλλον δεν προμηνύεται λιγότερο θυελλώδες.
Θα πρέπει να προστεθεί επίσης ότι τον άλλο μήνα θα γίνουν εκλογές σε δύο γερμανικά κρατίδια, που μπορεί να οδηγήσουν στην κατάρρευση του συνασπισμού της Ανγκελα Μέρκελ με τους φιλελεύθερους. Και ότι η Ολλανδία βυθίστηκε σε οικονομική και πολιτική κρίση μετά την παραίτηση της κυβέρνησής της.
Αν ληφθούν υπόψη όλα αυτά τα δεδομένα, γράφει ο Αντόνιο Πολίτο στην «Κοριέρε ντέλα Σέρα», αντιλαμβάνεται κανείς γιατί οι ευρωπαϊκές ελίτ έχουν καταληφθεί από ανησυχία, άγχος κι ένα αίσθημα αδυναμίας. Κανένα φάρμακο δεν μοιάζει να έχει αποτελέσματα. Οι αγορές τιμώρησαν πρώτα την έλλειψη αυστηρότητας των χωρών που έχουν μεγάλο χρέος, ύστερα τιμώρησαν την υπερβολική αυστηρότητα που επιβλήθηκε στις χώρες που έχουν μεγάλο χρέος, και τώρα δείχνουν να φοβούνται πως οι ψηφοφόροι θα δώσουν τέλος στην πολιτική της αυστηρότητας και της λιτότητας.
Η Ιταλία κάνει ό,τι της ζήτησαν, και παρά ταύτα το spread παραμένει στα ύψη. Η κυβέρνηση Μόντι εξακολουθεί να θέλει τις μεταρρυθμίσεις, αλλά τα κόμματα σκέφτονται πλέον τα δικά τους συμφέροντα, οι εφημερίδες γράφουν ξανά για τη Ρούμπι και τα συνδικάτα εξετάζουν το ενδεχόμενο να σκληρύνουν τη στάση τους.
Ολοι αναρωτιούνται τι να κάνουν. Κι όλοι ζητούν από τη Μέρκελ να κάνει κάτι. Η γερμανική κυβέρνηση αισθάνεται την πίεση και αναζητεί τη δράση. Οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι η Γερμανία προτείνει τη σύνταξη ενός νέου Συμφώνου, που αυτή τη φορά θα αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (δεν είναι τυχαίο ότι αναφέρθηκε σ' αυτές ο Μάριο Ντράγκι) και την ανταγωνιστικότητα. Το Βερολίνο θέλει να οδηγήσει όλες τις χώρες της περιοχής σε μια μεγαλύτερη σύγκλιση όχι μόνο των δημοσίων οικονομικών τους, αλλά και των οικονομιών τους, με την ελπίδα ότι αυτό θα ωφελήσει την ανάπτυξη.
Η Ιταλία του Μόντι είναι φυσικά σύμφωνη, αλλά έχει διαμηνύσει στο Βερολίνο ότι αυτό δεν φτάνει. Η Ρώμη θέλει δύο πράγματα, και τώρα ξέρει ότι τα θέλει και ο Ολάντ: ευρωπαϊκά ομόλογα για τη χρηματοδότηση μεγάλων έργων (που δεν πρέπει να συγχέονται με τα ευρωομόλογα, τα οποία θα χρηματοδοτούσαν το χρέος, αλλά τα απορρίπτει το Βερολίνο) και νέα κεφάλαια για την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Η ιταλική κυβέρνηση γνωρίζει φυσικά ότι δεν είναι αρκετό να αλλάξει πρόεδρο η Γαλλία για να αλλάξει πολιτική το Βερολίνο: η Γαλλία δεν είναι σήμερα σε θέση να υπαγορεύει μια γραμμή. Η στρατηγική του Μόντι είναι έτσι να βοηθήσει τη Μέρκελ να βάλει φρένο στις φιλοδοξίες του Ολάντ για τη λιτότητα, με αντάλλαγμα ένα σοβαρό άνοιγμα στο ζήτημα της ανάπτυξης.
Ο Χοσέ Ιγκνάθιο Τορεμπλάνκα, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο UNED της Ισπανίας και επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων στη Μαδρίτη, είναι πιο κατηγορηματικός. «Πρέπει να πούμε "φτάνει!" στην ανοησία της λιτότητας», γράφει σε άρθρο του που δημοσιεύεται στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς».
Τόσο οι πολίτες όσο και οι ελίτ της Ευρώπης αντιλαμβάνονται την ανάγκη να δοθεί τέλος σ’αυτή την πολιτική, σημειώνει ο ισπανός καθηγητής. Την επόμενη εβδομάδα κλείνουν δύο χρόνια από τότε που η σοσιαλιστική κυβέρνηση του πρώην πρωθυπουργού Χοσέ Λουις Ροντρίγκεθ Θαπατέρο έλαβε τα πρώτα μέτρα λιτότητας και προώθησε μια σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Τα μέτρα αυτά οδήγησαν στην αυτοκτονία του κόμματος.
Αλλά και οι Συντηρητικοί βρίσκονται σήμερα σε μια παρόμοια κατάσταση: η αντίθεση που συναντούν προέρχεται τόσο από τους πολίτες όσο και από τις αγορές.
Το πιο εξοργιστικό, τονίζει ο Τορεμπλάνκα, είναι ότι, ενώ οι Ισπανοί υποφέρουν, ο πρόεδρος της Μπούντεσμπανκ Γενς Βάιντμαν λέει ότι ένα επιτόκιο της τάξης του 6% στα ισπανικά ομόλογα «δεν είναι και το τέλος του κόσμου». Και ο Σαρκοζί τολμά να λέει ότι αν εκλεγεί ο αντίπαλός του, θα κάνει τη Γαλλία Ισπανία...
Στις ιδιωτικές τους συζητήσεις, οι συντηρητικές ελίτ της Ισπανίας παραδέχονται ότι οι στόχοι του προγράμματος λιτότητας πρέπει να χαλαρώσουν. Δημοσίως, όμως, δεν λένε κουβέντα, γιατί φοβούνται να αντιμετωπίσουν το Βερολίνο, τις Βρυξέλλες και τη Φραγκφούρτη. Να γιατί ήλθε η ώρα να ακουστεί ένα τεράστιο «Φτάνει!»
Πηγές: Corriere della sera, Financial Times, ΑΠΕ-ΜΠΕ