Πριν ακόμη διεξαχθεί ο δεύτερος γύρος των γαλλικών εκλογών, ο Μάριο Ντράγκι είχε αποφασίσει να πάρει πάνω του το θέμα της ανάπτυξης και να τοποθετήσει το πλαίσιο που θεωρεί εκείνος απαραίτητο. Στην υπόθεση αυτή άλλωστε, ο διάβολος βρίσκεται στις λεπτομέρειες.
Ας ξεκινήσουμε από τα στοιχειώδη. Η πολιτική αποπληρωμής του ιδιωτικού και δημοσίου χρέους γεννά ύφεση;
Ναι, χωρίς αμφιβολία. Τα χρήματα που διατίθενται για την πληρωμή τόκων και χρεωλυσίων δεν μπορούν προφανώς να χρησιμοποιηθούν ούτε από τις επιχειρήσεις ούτε, φυσικά, από τους καταναλωτές. Πολλοί επισημαίνουν στο σημείο αυτό ότι από το κλίμα που δημιουργείται επηρεάζονται και τα φορολογικά έσοδα, με αποτέλεσμα τα κράτη να διαθέτουν για την αποπληρωμή του χρέους ένα τμήμα μόνο των φορολογικών εσόδων που είχαν πριν. Στην πραγματικότητα, αυτά που θίγονται είναι τα φορολογικά έσοδα που στηρίζονται στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων.
Σε μια ανοιχτή οικονομία, οι αγορές κεφαλαίων καθορίζουν μοιραία τα επιτόκια των καινούργιων δανείων. Η μηχανική άνοδος των επιτοκίων, όμως, που οφείλεται στη διαρκή αύξηση του δημοσίου χρέους, εξουδετερώνει τα οφέλη της σταθεροποίησης της εσωτερικής αγοράς. Για την έξοδο από τον φαύλο κύκλο, δεν υπάρχει έτσι άλλη λύση από τη μείωση του δημοσίου χρέους. Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι ευρωπαϊκές αρχές διέγραψαν ήδη το μισό χρέος και υποχρέωσαν έναν αριθμό τραπεζών να πληρώσουν το τίμημα. Μια τέτοια πολιτική, όμως, δεν μπορεί να συνεχιστεί. Μια ταχεία αύξηση του επιτοκίου των γαλλικών ομολόγων όχι μόνο θα οδηγούσε σε μια αρνητική ανάπτυξη, αλλά θα επηρέαζε άμεσα και πολλές γερμανικές τράπεζες που κατέχουν τέτοια ομόλογα.
Αυτός είναι ο λόγος που η απόλυση 80.000 δημοσίων υπαλλήλων στο Παρίσι μετατρέπεται πολύ γρήγορα σε εσωτερικό ζήτημα του Βερολίνου. Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη υπάρχει, αλλά προς το παρόν φαίνονται μόνο οι κακές της πλευρές.
Δεν μπορούμε λοιπόν να κάνουμε τίποτα; Η οικονομική ιστορία, και ιδιαίτερα η ιστορία του New Deal, διδάσκει ότι τα ποσοστά ανάπτυξης κάθε τομέα μπορεί να διαφέρουν σημαντικά σε μια δεδομένη περίοδο. Η αεροναυτική βιομηχανία, για παράδειγμα, δεν σταμάτησε να αναπτύσσεται, ιδιαίτερα στη δυτική ακτή, παρόλο που η κατανάλωση, και οι επιχειρήσεις που την τροφοδοτούσαν, παρέμενε χαμηλή. Ένα τέτοιο μοντέλο υποδεικνύει ότι η διολίσθηση των παραγωγικών επενδύσεων προς πιο ανεπτυγμένες τεχνολογίες μπορεί να θέσει σιγά-σιγά σε λειτουργία έναν καινούργιο κινητήρα, πιο αποδοτικό από τον προηγούμενο.
Η ανάπτυξη αυτή, για να τροφοδοτηθεί πραγματικά, προϋποθέτει την εφαρμογή μιας πολιτικής που δεν έχει καμιά σχέση με τη δημοσιονομική επέκταση. Ακόμη και τα δάνεια με χαμηλά επιτόκια που χορηγεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν εγγυώνται μια αυτόματη επιτάχυνση της οικονομίας αν χρησιμοποιούνται από τις άρρωστες τράπεζες όχι για επενδύσεις, αλλά για βελτίωση της δικής τους κατάστασης.
Κάπου εδώ εισέρχεται στην εξίσωση ο Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος έχει δηλώσει όχι μόνο ότι θα επαναδιαπραγματευτεί το δημοσιονομικό σύμφωνο, αλλά ότι η ΕΚΤ πρέπει να δανείζει απευθείας τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης. Κάτι τέτοιο απαγορεύεται σήμερα από το καταστατικό της τράπεζας, καθώς θεωρείται ότι πλήττει την ανεξαρτησία της.
Η γαλλογερμανική μάχη για τον ρόλο της ΕΚΤ σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του ευρώ είναι εξίσου παλιά με την ιστορία του νομίσματος. Το Βερολίνο επιμένει σε έναν αυστηρό ρόλο που εξασφαλίζει τη νομισματική σταθερότητα, ενώ οι Γάλλοι θέλουν έναν παρεμβατικό ρόλο που συμβάλλει στην καλή υγεία της οικονομίας της ευρωζώνης.
Τη δεκαετία του '90, όταν γράφτηκαν οι κανόνες, το σύμφωνο σταθερότητας της Γερμανίας έδωσε τη θέση του στο σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης της Γαλλίας. Αν όμως η δεύτερη κέρδισε δύο επιπλέον λέξεις, πρέπει να κερδίσει και την πραγματική μάχη.
Πηγές: Le Figaro, The Observer, AΠΕ-ΜΠΕ