Επικρατεί μια μεγάλη ασάφεια, καθώς οι προσανατολισμοί σε σχέση με την ανάπτυξη διαφέρουν. Οπως γράφει στη «Μοντ» ο Ζαν Πιζανί-Φερί, διευθυντής του ιδρύματος Bruegel, ο Φρανσουά Ολάντ έχει να διαλέξει ανάμεσα σε δύο στρατηγικές.
Η πρώτη είναι να δηλώσει ικανοποιημένος από τα κέρδη που θα αποσπάσει και να υπογράψει το δημοσιονομικό σύμφωνο. Τα κέρδη αυτά είναι:
- η δημιουργία των λεγόμενων project bonds (ομόλογα ανάπτυξης),
- η ανακεφαλαιοποίηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, που απειλείται να χάσει το ΑΑΑ,
- η καλύτερη χρήση των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών προγραμμάτων
- στοχευμένες πρωτοβουλίες, που χρηματοδοτούνται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό.
Ολα αυτά είναι καλά. Ομως η Ευρώπη είναι ήδη μια ήπειρος με πολύ καλές υποδομές. Βγαίνει από μια «φούσκα» που προκλήθηκε από πολύ γενναιόδωρες επιδοτήσεις στον τομέα της τεχνολογίας. Τα διαρθρωτικά ταμεία έχουν - μακροοικονομικά- σημασία σε μερικές μόνο χώρες. Και κάποια καινούργια προγράμματα που θα κοστίζουν στην καλύτερη περίπτωση μερικές δεκάδες δισεκατομμυρίων ευρώ δεν φτάνουν για να ανακάμψει μια οικονομία όπου το ΑΕΠ είναι 12,6 τρισεκατομμύρια ευρώ.
Η άλλη στρατηγική, συνεχίζει ο Πιζανί-Φερί, είναι πιο φιλόδοξη. Ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας μπορεί να επενδύσει το πολιτικό του κεφάλαιο για να διαπραγματευτεί σε βάθος μια λύση στα συστημικά και μακροοικονομικά προβλήματα που απειλούν την ευημερία και, εν τέλει, την ίδια την επιβίωση της ευρωζώνης.
Τα συστημικά προβλήματα σχετίζονται με τον εύθραυστο χαρακτήρα μιας ατελούς νομισματικής ένωσης, η οποία απειλείται από τη διακοπή της ροής κεφαλαίων Βορρά-Νότου και από την πίεση που ασκούν οι εθνικές αρχές στις τράπεζες. Μια ευρωζώνη που θα στηριζόταν σε μια διαιρεμένη αγορά κεφαλαίων θα έχανε μεγάλο μέρος του λόγου ύπαρξής της. Κι όμως, σε αυτή την κατεύθυνση θα συνεχίσει να κινείται, αν η Ευρώπη δεν προχωρήσει στην οικοδόμηση μιας τραπεζικής ένωσης που θα περιλαμβάνει την εξασφάλιση των καταθέσεων, μηχανισμούς επίλυσης τραπεζικών κρίσεων και μορφές από κοινού ανάληψης των ευθυνών για το δημόσιο χρέος.
Τα μακροοικονομικά προβλήματα σχετίζονται με τις δυσκολίες επαναπροσδιορισμού της σχέσης ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο, ύστερα από δέκα χρόνια μείωσης της σχετικής ανταγωνιστικότητας του Νότου. Ο επαναπροσδιορισμός αυτός προϋποθέτει χωρίς αμφιβολία επώδυνες προσαρμογές, μια συνιστώσα των οποίων είναι και η δημοσιονομική λιτότητα. Δεν μπορεί όμως να μην περιλαμβάνει και κάποια ανταλλάγματα προς τις χώρες που καταβάλλουν προσπάθεια. Εχει επίσης και μια συλλογική διάσταση: το να ζητάς από τον Νότο να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά του μέσω του αποπληθωρισμού σημαίνει ότι τον εγκλωβίζεις στον διπλό κλοιό του δημοσίου και του ιδιωτικού χρέους, και κατά συνέπεια αυξάνεις σημαντικά τους κινδύνους αποτυχίας. Η λύση είναι λοιπόν μια καλύτερη δοσολογία των δημοσιονομικών προσπαθειών και μια αύξηση των μισθών στο Βορρά. Με μέσο πληθωρισμό 2% στην ευρωζώνη, χρειάζεται τα επόμενα χρόνια μικρότερη αύξηση των τιμών στο Νότο και μεγαλύτερη στο Βορρά. Πρέπει λοιπόν να πειστεί ο Βορράς να δεχθεί αυτή την απόκλιση και να μην προσπαθήσει να συγκρατήσει τον πληθωρισμό του, στο βαθμό που η σταθερότητα των τιμών θα είναι κατά μέσο όρο εξασφαλισμένη στην ευρωζώνη.
Η δεύτερη αυτή στρατηγική περιλαμβάνει κινδύνους. Μια τραπεζική ένωση ή η από κοινού ανάληψη των ευθυνών για το χρέος προϋποθέτουν μια ευρωπαϊκή αλληλεγγύη που έχει πολιτικό κόστος. Για έναν κανονικό πρόεδρο, ο πειρασμός να διαλέξει τον πρώτο δρόμο θα ήταν μεγάλος. Είναι ώρα λοιπόν ο Φρανσουά Ολάντ να παραβιάσει την υπόσχεσή του και να μην είναι «κανονικός»!
Πηγή: Le Monde, ΑΠΕ-ΜΠΕ