Απορρίπτεται σε λίμνες και θάλασσες, απορροφάται από τα ψάρια και πολλές φορές καταλήγει στο πιάτο μας. Αμερικανοί και Ελβετοί ειδικοί νανοτεχνολογίας πιστεύουν ότι έχουν στα χέρια τους τον τρόπο να ανιχνεύουν τον υδράργυρο και άλλα βαρέα μέταλλα, ακόμη και σε πολύ μικρές συγκεντρώσεις.
Οι επιστήμονες περιγράφουν την εφεύρεσή τους ως ένα ύφασμα τύπου «νανο-Βέλκρο», που στοιχίζει ελάχιστα, αλλά ανιχνεύει με επιτυχία τον τοξικό υδράργυρο στο νερό και στα ψάρια. Η τεχνολογία βασίζεται σε μία λωρίδα γυαλιού επικαλυμμένη με ταινία νανοσωματιδίων, τα οποία με τη σειρά τους καλύπτονται από μικροσκοπικές ίνες. Όταν οι ίνες αυτές έρχονται σε επαφή με ένα ιόν, π.χ. μεθυλυδράργυρο ή κάδμιο, το «αγκαλιάζουν» εγκλωβίζοντάς το και κάνοντάς το να άγει ηλεκτρικό ρεύμα.
Η ποσότητα εγκλωβισμένων σωματιδίων - και συνεπώς τα επίπεδα βαρέων μετάλλων- μπορεί να υπολογιστεί με μια συσκευή μέτρησης της τάσης, αφού όσο περισσότερα ιόντα απορροφά το νανο-Βέλκτρο, τόσο πιο αγώγιμο γίνεται. Οι ερευνητές έχουν ήδη δοκιμάσει το σύστημά τους με πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα στη λίμνη Μίσιγκαν, κοντά στο Σικάγο, και σε ψάρια που αλιεύθηκαν στο Εθνικό Πάρκο Έβεργκλεϊντς της Φλόριντα.
«Πήγα στη λίμνη Μίσιγκαν με τον αισθητήρα μας και ένα φορητό ηλεκτρόμετρο. Έκανα τις μετρήσεις επί τόπου, μέσα σε λιγότερο από ένα λεπτό», λέει η Τζιγουόν Κιμ, μέλος της ομάδας που ανέπτυξε την τεχνολογία. «Αυτή η τεχνική άμεσης μέτρησης είναι ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα στον τομέα του ελέγχου τοξικών ουσιών.» Όπως γράφουν οι ερευνητές στην επιθεώρηση Nature Materials, και στις δύο περιπτώσεις, τα επίπεδα υδραργύρου ήταν ιδιαίτερα χαμηλά. Επίσης, τα αποτελέσματά τους ήταν πολύ κοντά σε αυτά παλαιότερων μετρήσεων της αρμόδιας Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ.
«Με τις παραδοσιακές μεθόδους, δείγματα πρέπει να σταλούν σε εργαστήριο, όπου ο εξοπλισμός στοιχίζει εκατομμύρια δολάρια», λέει ο Φρανσέσκο Στελάτσι από το Ομοσπονδιακό Πολυτεχνείο της Λωζάνης, ο οποίος συμμετείχε στην ανάπτυξη της νέας τεχνολογίας. Αντιθέτως, κάθε νέα ταινία μέτρησης στοιχίζει περίπου 10 ευρώ, ενώ η συσκευή, με την οποία τα δείγματα ελέγχονται επί τόπου κοστίζει λίγες εκατοντάδες δολάρια.