Ήρθε η ώρα των αποφάσεων για το νέο χρόνο, η ώρα της περισυλλογής. Μετά από μια όχι και τόσο καλή χρονιά, ήρθε η ώρα να ευχηθούμε η επόμενη χρονιά να είναι καλύτερη.
Για την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, το 2010 ήταν μια χρονιά απογοήτευσης. Έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε που έσπασε η φούσκα και παραπάνω από δύο χρόνια από την κατάρρευση της Lehman Brothers. Το 2009, απομακρυνθήκαμε από το χείλος της ύφεσης και το 2010 υποτίθεται ότι θα ήταν μια μεταβατική χρονιά με την οικονομία να ξαναστέκεται στα πόδια της και τα πακέτα κινήτρων θα αποσύρονται ομαλά.
Ίσως η ανάπτυξη, όπως πίστευαν οι περισσότεροι, να επιβραδυνόταν ελαφρώς το 2011 αλλά αυτό δεν θα ήταν τίποτε άλλο από μια μικρή λακκούβα στο δρόμο της ισχυρής ανάκαμψης. Η ύφεση θα μας φαίνεται πια σαν ένας μακρινός εφιάλτης, καθώς η οικονομία της αγοράς -χάρη στα εύστοχα κρατικά μέτρα στήριξης θα αποδείξει πόσο ανθεκτική είναι.
Στην πραγματικότητα, όμως, το 2010 ήταν ένας εφιάλτης. Οι κρίσεις στην Ιρλανδία και την Ελλάδα ήγειραν ερωτήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα του ευρώ και έφεραν στο προσκήνιο το ενδεχόμενο χρεοκοπίας. Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, η ανεργία διατηρήθηκε στα σταθερά επίπεδα του 10%. Παρότι το 10% των αμερικανικών νοικοκυριών με στεγαστικό δάνειο είχαν ήδη χάσει το σπίτι τους, ο ρυθμός των κατασχέσεων φαίνεται πως αυξήθηκε - ή τουλάχιστον θα αυξανόταν, εάν δεν υπήρχαν νομικά κωλύματα, με το «κράτος δικαίου» - για το οποίο τόσο καυχιέται η Αμερική - να τίθεται υπό ισχυρή αμφισβήτηση.
Δυστυχώς, οι αποφάσεις που έλαβαν για το νέο χρόνο η Ευρώπη και η Αμερική ήταν εσφαλμένες. Στις πτωχεύσεις και την ασυδοσία του ιδιωτικού τομέα που προκάλεσαν την κρίση απάντησαν με λιτότητα του δημόσιου τομέα! Είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτό θα οδηγήσει σε επιβράδυνση της ανάκαμψης και σε ακόμη πιο αργή επιστροφή της ανεργίας σε αποδεκτά επίπεδα.
Επιπλέον, θα επιφέρει μείωση της ανταγωνιστικότητας. Σε αντίθεση με την Κίνα που δίνει ώθηση στην οικονομία της επενδύοντας στην παιδεία, την τεχνολογία και τις υποδομές, η Ευρώπη και η Αμερική έχουν δρομολογήσει περικοπές.
Η νέα μόδα στους πολιτικούς κύκλους είναι τα κηρύγματα σχετικά με τις αρετές του πόνου και της οδύνης - πόσω μάλλον όταν εκείνοι που θα βιώσουν τον πόνο είναι αυτοί που ακούγονται λιγότερο: οι φτωχές και μελλοντικές γενιές. Για να δώσουν ώθηση στην οικονομία τους, ορισμένοι θα πρέπει, όντως, να πονέσουν. Η ολοένα πιο ασύμμετρη, όμως, διανομή του πλούτου δίνει σαφές μήνυμα σε αυτούς που πρέπει.
Σχεδόν το ένα τέταρτο του συνολικού εισοδήματος στις ΗΠΑ αναλογεί στο 1% των πλουσιότερων Αμερικανών, ενώ το εισόδημα των περισσότερων Αμερικανών έχει μειωθεί σήμερα σε σύγκριση με δώδεκα χρόνια νωρίτερα. Με άλλα λόγια, η πλειονότητα των Αμερικανών δεν έχει ευθύνη για αυτό που αποκαλείται «Μεγάλη εξομάλυνση» [σ.σ. ο όρος «Great Moderation» περιγράφει μια περίοδο χαμηλού πληθωρισμού, χαμηλών επιτοκίων και σταθερής ανάπτυξης], η οποία στην ουσία αποτέλεσε τη Μητέρα Όλων των Φουσκών. Πρέπει, λοιπόν, τα αθώα θύματα και όλοι όσοι δεν κέρδισαν τίποτα από την πλαστή ευημερία να καταδικάζονται σε ακόμη μεγαλύτερο πόνο;
Η Ευρώπη και η Αμερική διαθέτουν τους ίδιους ικανούς ανθρώπους, τους ίδιους πόρους και τα ίδια κεφάλαια με αυτά που είχαν πριν την ύφεση. Ίσως υπερεκτίμησαν κάποια από αυτά τα εφόδια, τα οποία όμως εξακολουθούν να είναι, σε γενικές γραμμές, διαθέσιμα. Κατά κανόνα, στις αγορές ιδιωτικών κεφαλαίων γινόταν κακή διανομή των κεφαλαίων τα έτη που προηγήθηκαν της κρίσης και η σπατάλη από την ανεπαρκή χρήση των πόρων είναι ακόμη μεγαλύτερη σήμερα σε σύγκριση με το ξεκίνημα της κρίσης. Το ερώτημα είναι πώς μπορούν αυτοί οι πόροι να χρησιμοποιηθούν ξανά στην παραγωγή.
Το κλειδί σε αυτή την υπόθεση είναι η αναδιάρθρωση χρέους, δηλαδή η διαγραφή του χρέους των ιδιοκτητών κατοικιών και, σε ορισμένες περιπτώσεις, και των κυβερνήσεων. Τελικά αυτό θα γίνει - η αναβολή της αναδιάρθρωσης έχει τεράστιο κόστος και είναι στην ουσία ανώφελη.
Ποτέ δεν ήθελαν οι τράπεζες να αναγνωρίσουν τα επισφαλή τους δάνεια και, αντιστοίχως, ούτε τώρα θέλουν να αναγνωρίσουν τις ζημιές τους, τουλάχιστον όχι μέχρι να είναι σε θέση να προβούν σε ικανοποιητική αναδιάρθρωση των κεφαλαίων τους με τη βοήθεια των κερδών από τις δραστηριότητες trading και το μεγάλο περιθώριο ανάμεσα στα υψηλά επιτόκια χρηματοδότησης και τα ιδιαίτερα επιτόκια δανεισμού. Ο χρηματοοικονομικός τομέας θα ασκήσει πιέσεις στην κυβέρνηση προκειμένου να εξασφαλίσει πλήρη αποπληρωμή, ακόμη και εάν αυτό σημαίνει μαζική σπατάλη κοινωνικών πόρων, τεράστια ανεργία και έντονες κοινωνικές εντάσεις, ακόμη και όταν είναι συνέπεια των δικών τους σφαλμάτων σε επίπεδο δανεισμού.
Η ιστορία, όμως, έχει δείξει ότι η ζωή συνεχίζεται και μετά την αναδιάρθρωση. Κανείς δεν θέλει να υποστεί κάποια χώρα την τραυματική εμπειρία της Αργεντινής τα έτη 1999 - 2002. Η Αργεντινή, όμως, υπέφερε και τα έτη που προηγήθηκαν της κρίσης - τα έτη λιτότητας και διασώσεων από το ΔΝΤ - από υψηλή ανεργία και υψηλά ποσοστά φτώχιας και αρνητική ανάπτυξη.
Μετά την αναδιάρθρωση χρέους και την υποτίμηση του νομίσματός της, η Αργεντινή σημείωνε για αρκετά χρόνια ισχυρούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, με τον ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ να διαμορφώνεται στο 9% τα έτη 2003-2007. Έως το 2009, το εθνικό προϊόν της χώρας είχε διπλασιαστεί σε σύγκριση με τα ιστορικά χαμηλά του 2002, ενώ ενισχύθηκε κατά 75% έναντι με τα επίπεδα στα οποία βρισκόταν προ κρίσης.
Αντιστοίχως, το ποσοστό της φτώχιας στην Αργεντινή έχει μειωθεί κατά τρία τέταρτα από το ρεκόρ που είχε σημειώσει στην κρίση και η χώρα της Λατινικής Αμερικής αντεπεξήλθε στη διεθνή χρηματοοικονομική κρίση πολύ καλύτερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η ανεργία είναι υψηλή αλλά δεν υπερβαίνει το 8%. Εικασίες μπορούμε να κάνουμε μόνο για το τι θα είχε συμβεί εάν δεν είχε καθυστερήσει τόσο πολύ την «ημέρα της αναγνώρισης» ή εάν είχε προσπαθήσει να την καθυστερήσει ακόμη περισσότερο.
Αυτό που εύχομαι, λοιπόν, για το Νέο Έτος είναι να σταματήσουμε να δίνουμε σημασία στους αυτοαποκαλούμενους οικονομικούς μάγους που έχουν προκαλέσει αυτό το χάος, ζητώντας λιτότητα και καθυστερώντας την αναδιάρθρωση, και να αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε λίγο την κοινή λογική μας. Εάν πρόκειται να προκληθεί πόνος, τον πόνο αυτό θα πρέπει να αισθανθούν όσοι είναι υπεύθυνοι για την κρίση και όσοι επωφελήθηκαν περισσότερο από την φούσκα που προηγήθηκε.
*Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και κάτοχος βραβείου Νόμπελ στα Οικονομικά. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Freefall: Free Markets and the Sinking of the Global Economy» κυκλοφορεί στα Γαλλικά, τα Γερμανικά, τα Ιαπωνικά και τα Ισπανικά.
Copyright: Project Syndicate, 2011.