Του Έρικ Μπέργκλοφ*
Μετά τη χρηματοοικονομική κρίση των ετών 1997-1998, οι αρμόδιοι για τη χάραξη πολιτικής στις μεγαλύτερες αναδυόμενες αγορές της Ασίας - Νότια Κορέα, Ταϊλάνδη, Μαλαισία ακόμη και Ινδονησία– δήλωσαν ότι δεν θα επιτρέψουν «ποτέ ξανά» στις διεθνείς κεφαλαιαγορές να τις ταπεινώσουν.
Αποφάσισαν, λοιπόν, να εξαλείψουν τις διαρθρωτικές αδυναμίες οι οποίες θεώρησαν ότι παρέσυραν τα συστήματά τους σε κατάρρευση.
Ανάλογη εμπειρία είχαν πολλές αναδυόμενες οικονομίες της Ευρώπης στη διάρκεια της τελευταίας διεθνούς κρίσης. Χάρη στις παρεμβάσεις στις διεθνείς και εθνικές πολιτικές, το νόμισμα και το τραπεζικό τους σύστημα γλίτωσαν από την κατάρρευση, ωστόσο, πολλές από αυτές τις χώρες είδαν την παραγωγή τους να καταγράφει ελεύθερη πτώση και την ανεργία να εκτινάσσεται. Δυστυχώς, όμως, δεν έχουν επιδείξει την αποφασιστικότητα των αναπτυσσόμενων κρατών της Ασίας όσον αφορά στην αντιμετώπιση των αδυναμιών τους.
Μετά την ασιατική κρίση, οι οικονομίες της περιοχής βρέθηκαν στο επίκεντρο της προσοχής τόσο στο εσωτερικό των χωρών όσο και στο εξωτερικό. Ήταν σαφές ότι είχαν γίνει πιο ευάλωτες εξαιτίας της περιορισμένης ανταγωνιστικότητας, της ανεπαρκούς διακυβέρνησης και της έλλειψης διαφάνειας. Η ανεπαρκής εποπτεία του τραπεζικού κλάδου, οι αδύναμες δομές τις αγοράς, ο ασθενικός ανταγωνισμός, καθώς και οι περιορισμοί στο εμπόριο και τους λογαριασμούς τρεχουσών συναλλαγών, ήταν ορισμένα κάποια από τα προβλήματα που εντοπίστηκαν. Δεν έφτασαν όλες οι ασιατικές χώρες σε αυτό το σημείο και σίγουρα κάποιες έχασαν την ευκαιρία μεταρρύθμισης, αν και πήραν κάποια σημαντικά μαθήματα με αποτέλεσμα να βελτιώσουν τους θεσμούς τους.
Κατά τον ίδιο τρόπο άλλαξαν την οικονομική πολιτική τους και οι αναδυόμενες οικονομίες της Λατινικής Αμερικής μετά από μια σειρά ισχυρών κρίσεων - σε κάποιες περιπτώσεις διαδοχικών– ενισχύοντας το νομισματικό πλαίσιο με στόχο τη μείωση της εξάρτησης από το δολάριο και την οικοδόμηση κεφαλαιαγορών, την απελευθέρωση των αγορών και τη βελτίωση της διακυβέρνησης. Τα μέτρα αυτά συνέβαλαν στη βελτίωση των θεμελιωδών οικονομικών στοιχείων με αποτέλεσμα να περιοριστεί ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης.
Μια ανάλογη «φάση ενδοσκόπησης» πρέπει να περάσουν και τα κράτη της αναδυόμενης Ευρώπης, αν και το γεγονός ότι απετράπησαν τα χειρότερα σενάρια δυσκολεύει αυτή τη διαδικασία. Η περιοχή πρέπει να επανέλθει σε τροχιά όχι μόνο ισχυρής, αλλά και πιο ασφαλούς και βιώσιμης ανάπτυξης.
Στη διάρκεια της δεκαετίας που προηγήθηκε της κρίσης, οι οικονομίες της αναδυόμενης Ευρώπης κατέγραφαν αξιοπρόσεκτη επιτυχία. Πολλές από αυτές σημείωναν ρυθμούς ανάπτυξης αντίστοιχους με άλλες αναδυόμενες αγορές και πολλές φορές με την Κίνα. Σε επίπεδο εξαγωγών, τα κατάφερναν τόσο καλά όσο η Κίνα - και ορισμένες φορές την ξεπερνούσαν.
Ήταν προφανές, ωστόσο, ακόμη και πριν την κρίση ότι η αναδυόμενη Ευρώπη έχανε πολλά από τα πλεονεκτήματα στα οποία όφειλε την επιτυχία της. Το κόστος εργασίας αυξανόταν πολύ γρηγορότερα σε σύγκριση με τους περισσότερους ανταγωνιστές της. Στη Λετονία, για παράδειγμα, το μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξανόταν δέκα φορές γρηγορότερα απ’ ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες το διάστημα 2001-2008. Ομοίως, η χώρα έχασε τα κέρδη που θα μπορούσε να αποκομίσει από τις ευνοϊκότερες εμπορικές συμφωνίες όταν μπήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, οι βασικές εξαγωγικές αγορές της περιοχής, ιδίως στην αναπτυγμένη Ευρώπη, δεν αναμένεται στο μέλλον να σημειώσουν τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης του παρελθόντος.
Επιπλέον, η περιοχή στήριξε σε υπερβολικό βαθμό την ανάπτυξή της στις ξένες αποταμιεύσεις, καθώς πολλές χώρες παρουσίαζαν μεγάλα μακροπρόθεσμα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών. Σημαντικό μέρος αυτών χρηματοδοτούνταν από τις εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων που δεν επηρέαζαν τη δανειακή επιβάρυνση της χώρας. Την ίδια ώρα, ωστόσο, αυξανόταν με ταχύτατους ρυθμούς ο εξωτερικός δανεισμός, ιδίως από τον ιδιωτικό τομέα. Η χρηματοδότηση από το εξωτερικό τροφοδοτήσει την ανάπτυξη των πιστώσεων σε συνάλλαγμα, ακόμη και για τους δανειστές που δεν είχαν έσοδα σε συνάλλαγμα. Το αποτέλεσμα ήταν ο συναλλαγματικός κίνδυνος να μετακυλίεται σε αυτούς που είχαν τη μικρότερη δυνατότητα να τον χειριστούν, δηλαδή τα νοικοκυριά, ενώ και οι τράπεζες επιβαρύνθηκαν σε μεγάλο βαθμό.
Με τους μισθούς να αυξάνονται ταχύτερα από την παραγωγικότητα το διάστημα πριν από την κρίση, σοβαρό πρόβλημα αντιμετώπιζε και η ανταγωνιστικότητα, ενώ βασική κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης έγινε η εγχώρια ζήτηση. Η εύκολη πρόσβαση σε φτηνή χρηματοδότηση και οι υψηλές τιμές εμπορευμάτων περιόρισαν την ανάγκη δρομολόγησης δύσκολων μεταρρυθμίσεων σε επίπεδο υποδομών, επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, παιδείας και υγείας, για παράδειγμα. Η διαφοροποίηση της παραγωγής ήρθε σε δεύτερη μοίρα κατά τη λήψη αποφάσεων πολιτικής, καθώς οι τιμές των εμπορευμάτων συνέχιζαν να τροφοδοτούν ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Η αναδυόμενη Ευρώπη χρειάζεται νέες πηγές ανταγωνιστικότητας. Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια κέρδους από τις περαιτέρω βελτιώσεις στο ευρύτερο επιχειρηματικό περιβάλλον. Σε μια έρευνα μεγάλης κλίμακας που δημοσιεύτηκε στη φετινή έκθεση «EBRD Transition Report» και στην οποία συμμετείχαν διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων, διατυπώνονται σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη διαθεσιμότητα καταρτισμένου εργατικού δυναμικού, την προβλεψιμότητα και τη διαφάνεια της φορολόγησης και τη διαφθορά.
Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις για αυτά τα προβλήματα, ωστόσο, τα μαθήματα που έχει δώσει η περιοχή προσφέρονται για παραδειγματισμό. Κάποιες χώρες, όπως η Ουγγαρία, κατάφεραν να διατηρήσουν την ποιότητα της παιδείας, η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο στην μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα. Η Εσθονία έχει δείξει το δρόμο προς μια απλουστευμένη φορολογική διοικητική αρχή, η οποία στηρίζεται στην πρακτική των σκανδιναβικών κρατών. Η Γεωργία κατάφερε να περιορίσει δραστικά τη διαφθορά κατώτερης κλίμακας μέσω μαζικών περικοπών προσωπικού, αύξηση αποδοχών για τους υπόλοιπους δημόσιους υπαλλήλους και αυστηρότερες ποινές για τη δωροδοκία.
Το θεμελιώδες αναπτυξιακό μοντέλο της αναδυόμενης Ευρώπης πατάει καλά στα πόδια του. Εάν οι εν λόγω οικονομίες δρομολογήσουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις θα βελτιώσουν τα περιθώρια ανάπτυξής τους. Εξίσου σημαντικό είναι να δημιουργήσουν ένα προστατευτικό πλέγμα που θα απορροφά τους εξωτερικούς κλυδωνισμούς και, όπως η αναδυόμενη Ασία και η Λατινική Αμερική, να εφαρμόσουν αντικυκλικές πολιτικές που θα περιορίζουν την έκταση και το κόστος των μελλοντικών συστημικών κρίσεων.
*Ο Έρικ Μπέργκλοφ είναι επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης
Copyright: Project Syndicate, 2011