Πώς θα αποτραπεί μια νέα κρίση στην ευρωζώνη

ΑΠΟΨΗ
Τρίτη, 08 Φεβρουαρίου 2011 11:12
UPD:12:27

A- A A+

Του Ιβ Μερς*

Με ιδιαίτερη προσήλωση και τεράστια προσπάθεια η ευρωζώνη επιχειρεί να θεσπίσει έναν μηχανισμό διαχείρισης κρίσεων. Ο στόχος αυτός είναι θεμιτός και σημαντικός. Ακόμη πιο σημαντική είναι, όμως, η ανάγκη αποτροπής των κρίσεων, η οποία σε μεγάλο βαθμό χάνεται στον γενικότερο δημόσιο διάλογο που συνοδεύει το συγκεκριμένο θέμα.

Στη σύνοδο της ΕΕ πριν από τα Χριστούγεννα, οι Ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν καταρχήν να αντικαταστήσουν το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), το οποίο έχει συστάθηκε εν μία νυκτί τον Μάιο 2010, με έναν νέο, μόνιμο ευρωπαϊκό μηχανισμό σταθερότητας το 2013. Η απόφαση αυτή - και η ταχύτητα με την οποία ελήφθη- αντανακλά την εντύπωση ότι το θεσμικό πλαίσιο της ευρωζώνης δεν μπορεί να θεωρείται ολοκληρωμένο χωρίς να έχουν καθοριστεί σαφείς κανόνες για τη διαχείριση των χρηματοοικονομικών κρίσεων.

Μπορεί η ευρωζώνη να διαθέτει άριστα εξοπλισμένους θαλάμους απομόνωσης για την περίπτωση που προσβληθεί στο μέλλον από κάποια χρηματοοικονομική κρίση, αλλά αυτό που θα ήταν μακράν πιο αποτελεσματικό θα ήταν ένα εμβόλιο κατά της μετάδοση της κρίσης. Δυστυχώς μέχρι σήμερα, η κατασκευή ενός τέτοιου εμβολίου δεν έχει λάβει τη σημασία που θα έπρεπε στην πολιτική αρένα.

Το σημείο εκκίνησης θα πρέπει να είναι οι αδυναμίες των κανόνων και των κανονισμών της ευρωζώνης. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της νομισματικής ένωσης είναι ότι, παρότι υπάρχει ενιαίο νόμισμα, δεν υπάρχει ενιαίο κράτος. Οι αρχιτέκτονες της ευρωζώνης γνώριζαν καλά ότι η δημοσιονομική πειθαρχία των κρατών ήταν βασική προϋπόθεση για τη σταθερότητα του νέου νομίσματος. Με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και τα κριτήρια του Μάαστριχτ επιτεύχθηκε μια συμβιβαστική λύση, καθώς επιχειρήθηκε η ποσοτικοποίηση της δημοσιονομικής ευρωστίας των κρατών μελών χωρίς την παρέμβαση στις δημοσιονομικές και φορολογικές πολιτικές τους.

Σήμερα, γνωρίζουμε ότι αυτή η συμβιβαστική λύση δεν ήταν η καλύτερη. Δεν υπήρξε πολιτική βούληση για σαφή δέσμευση τήρησης μιας δημοσιονομικής πολιτικής που θα κινείται με άξονα τη σταθερότητα, γεγονός που αποδείχθηκε από την αποδυνάμωση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης κατόπιν προτροπής της Γερμανίας και της Γαλλίας το 2005. Έκτοτε, τα μεμονωμένα κράτη μέλη της ευρωζώνης δεν έχουν φροντίσει να πληρούν ούτε τους όρους της αποδυναμωμένης εκδοχής του συμφώνου. Μάλιστα, από την ισχύ του ευρώ έχουν παρατηρηθεί περίπου εκατό παραβιάσεις του ορίου για έλλειμμα έως 3% επί του ΑΕΠ που ορίζει το σύμφωνο -και για καμία εξ αυτών δεν υπήρξαν κυρώσεις.

Μετά τις επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις των ορίων για το έλλειμμα, καθώς και του ορίου για το χρέος (έως 60% επί του ΑΕΠ) βάσει συμφώνου, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ορισμένα κράτη τιμωρήθηκαν τελικά από τις αγορές. Η κρίση χρέους στην ευρωζώνη υποδεικνύει την απροθυμία ή την ανικανότητα των πολιτικών να ακολουθήσουν μια δημοσιονομική πολιτική που θα είναι συνεπής με τους όρους σταθερότητας. Αντ' αυτού, τόσο οι μακροχρόνιοι στόχοι όσο και τα βιώσιμα δημόσια οικονομικά θυσιάστηκαν στο βωμό της βραχυχρόνιας εκλογικής επιτυχίας.

Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη διαχωρισμού της διαχείρισης του δημόσιου χρέους στην ευρωζώνη από τους εκλογικούς περιορισμούς. Αυτό που χρειάζεται είναι να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην επιβολή αυτόματων κυρώσεων σε περίπτωση δημοσιονομικής απειθαρχίας και υπέρογκου χρέους από αυτή που δίδει η Κομισιόν στην πρόταση μεταρρυθμίσεων που καταθέτει σήμερα.

Είναι απόλυτα φυσιολογικό τα πρώτα χρόνια να έρχεται κανείς αντιμέτωπος με δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις, όπως προβλέπει το σχέδιο της Κομισιόν, αλλά δεν πρέπει να περιμένει κανείς να γίνουν απειλητικές αυτές οι δημοσιονομικές στρεβλώσεις για να δράσει. Συνήθως, πριν από αυτού του είδους τις στρεβλώσεις προηγείται η συσσώρευση μακροοικονομικών ανισορροπιών. Για κάποιο καιρό, η βαθμιαία απώλεια της ανταγωνιστικότητας μπορεί να κρυφτεί πίσω από την ανάπτυξη ή την υπερθέρμανση στην αγορά ακινήτων, καθώς και την άνθηση - και ταυτόχρονα διόγκωση- του τραπεζικού κλάδου υπονομεύοντας τη δημοσιονομική σταθερότητα, όπως έγινε στην ευρωζώνη. Ήταν πολύ αργά πια όταν μπήκαν στο μικροσκόπιο οι φαινομενικά υγιείς προϋπολογισμοί.

Η αποτελεσματική παρέμβαση πρέπει να γίνεται όταν αρχίζουν να εμφανίζονται ανεπιθύμητες οικονομικές τάσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση θα βοηθούσε σημαντικά η σύσταση ενός ανεξάρτητου φορέα εμπειρογνωμόνων, ο οποίος θα καλεί δημοσίως τα κράτη μέλη να ευθυγραμμίσουν την πορεία των μακροοικονομικών τους, βάσει αντικειμενικών και ξεκάθαρων δεικτών, όπως το μοναδιαίο κόστος εργασίας.

Φυσικά, οι πολιτικοί κύκλοι της Ευρώπης δεν αρέσκονται σε τέτοιου είδους προτάσεις, επειδή συνεπάγονται ως κάποιο βαθμό εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας. Εξάλλου, τα δημόσια οικονομικά αποτελούν βασικό πεδίο αντιπαράθεσης στην πολιτική.

Αυτή η απώλεια, όμως, δεν θα αντισταθμιζόταν από τη μεγαλύτερη αλληλεγγύη εν καιρώ κρίσης; Είναι αξιοσημείωτο ότι οι υποστηρικτές της εθνικής κυριαρχίας δεν διαμαρτυρήθηκαν που το ευρώ έφερε στις χώρες τους τον χαμηλό πληθωρισμό και τα χαμηλά επιτόκια του πιο ισχυρού ευρωπαϊκού νομίσματος (μάρκου) με αντάλλαγμα την εκχώρηση των αρμοδιοτήτων νομισματικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το σταθερό νόμισμα και τα σταθερά δημόσια οικονομικά αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Τα πρόσφατα γεγονότα μάς δίνουν την ευκαιρία να διευρύνουμε τους ευρωπαϊκούς θεσμούς με τρόπο που θα περιορίζει ουσιαστικά την πιθανότητα μιας νέας κρίσης. Αυτό θα συμβεί με τη βελτίωση των κανόνων και των κανονισμών που θα επικεντρώνονται στην αποτροπή και όχι στη διαχείριση των κρίσεων.

Όσοι δεν θέλουν να πληρώσουν το τίμημα της εκχώρησης της εθνικής κυριαρχίας σε ορισμένους τομείς αποδέχονται σιωπηρά ότι η εκδήλωση μιας νέας κρίσης είναι απλώς θέμα χρόνου. Όταν συμβεί αυτό, όμως, οι καλύτερα εξοπλισμένοι θάλαμοι απομόνωσης δεν θα προσφέρουν ιδιαίτερη ανακούφιση.

*Ο Ιβ Μερς είναι διοικητής της κεντρικής τράπεζας του Λουξεμβούργου και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Copyright: Project Syndicate, 2011

Προτεινόμενα για εσάς