Για εγκλήματα πολέμου κατηγορεί το καθεστώς του Μουάμαρ Καντάφι η Διεθνής Αμνηστία, ενώ καταλογίζει και στους αντάρτες που πρόσκεινται στο Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο παραβιάσεις, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις, αποτελούν επίσης εγκλήματα πολέμου.
Στην έκθεσή της, στην οποία αναφέρονται περιπτώσεις παραβιάσεων από το καθεστώς Καντάφι, η οργάνωση αναφέρει πως το Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο δεν φαίνεται να διαθέτει τα μέσα για να απαγγείλει κατηγορίες στους αντάρτες που ευθύνονται για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
«Το ΕΜΣ έχει αναλάβει το δύσκολο έργο να ελέγχει τους μαχητές της αντιπολίτευσης και τις ομάδες αυτοπροστασίας που ευθύνονται για σοβαρές επιθέσεις εναντίον των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων και ενδεχόμενων εγκλημάτων πολέμου, αλλά φαίνεται απρόθυμο να τους καταστήσει υπεύθυνους», σημειώνει η Αμνηστία.
Η οργάνωση υπογραμμίζει πως «οι αξιωματούχοι της αντιπολίτευσης στους οποίους η Διεθνής Αμνηστία εξέφρασε τις ανησυχίες της, καταδίκασαν τις παραβιάσεις αυτές, αλλά συχνά υποβάθμισαν το μέγεθος και τη σοβαρότητά τους».
Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, οι μαχητές της αντιπολίτευσης και οι υποστηρικτές τους έχουν απαγάγει, κρατήσει παράνομα, βασανίσει και σκοτώσει πρώην μέλη των δυνάμεων ασφαλείας της Λιβύης, που θεωρούνταν πιστά στον Καντάφι, έχουν συλλάβει στρατιώτες και ξένους για τους οποίους πίστευαν ότι είναι μισθοφόροι.
Η Αμνηστία φέρνει ως παράδειγμα ένα περιστατικό, στην αρχή της εξέγερσης, όταν ορισμένοι στρατιώτες του Καντάφι συνελήφθησαν από τους αντάρτες και «ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου και τουλάχιστον τρεις από αυτούς κρεμάσθηκαν».
Οι υπεύθυνοι του ΕΜΣ έκαναν ελάχιστα πράγματα για να διορθώσουν την λανθασμένη εντύπωση ότι όποιος άντρας κατάγεται από την υποσαχάρια Αφρική είναι μισθοφόρος, καταγγέλλει η Αμνηστία.
Η οργάνωση πάντως επισημαίνει πως τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξε η αντιπολίτευση είναι μικρότερης κλίμακας από αυτά του καθεστώτος Καντάφι.
«Η νέα ηγεσία της χώρας θα πρέπει να αποκηρύξει κάθε παραβίαση που διαπράχθηκε τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες και να θεσπίσει νέους κανόνες, θέτοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα στην καρδιά του προγράμματός της», τόνισε ο Κλαούντια Κορντόνε, μέλος της γενικής διεύθυνσης της Διεθνούς Αμνηστίας.