Η ΝΑΤΟϊκή επιχείρηση στο Λιβύη που οδήγησε στην ανατροπή του Μοάμαρ Καντάφι, είχε μια οικολογικής φύσης παρενέργεια, για την οποία είχαν εκφράσει την ανησυχία τους Ευρωπαίοι αξιωματούχοι: την έξαρση της παράνομης αλιείας στα λιβυκά ύδατα κατά τη διάρκεια της σύρραξης, πιθανότατα με τη συμμετοχή και ευρωπαϊκών αλιευτικών σκαφών.
Τα νερά ανοιχτά της Λιβύης είναι «παράδεισος» για τον κυανόπτερο τόνο, ένα από τα κατεξοχήν απειλούμενα είδη του Ατλαντικού. Το σήμα από τα ηλεκτρονικά «μαύρα κουτιά» των σκαφών ωστόσο «πρόδωσε» την παρουσία πολλών στην περιοχή, ενώ η Κομισιόν φέρεται να έχει στη διάθεσή της και άλλες αποδείξεις.
Από τον περασμένο Μάιο, η κοινοτική επίτροπος Αλιείας και Θαλασσίων Υποθέσεων Μαρία Δαμανάκη ζητούσε από τους αρμόδιους υπουργούς κάθε χώρας καλύτερους ελέγχους στο εμπόριο κυανόπτερου τόνου από τη Λιβύη, προειδοποιώντας ότι η σύρραξη θα οδηγούσε το είδος πιο κοντά στον αφανισμό. Σύμφωνα με επιστήμονες, τα αποθέματα έχουν συρρικνωθεί κατά τουλάχιστον 80% σε σχέση με τη δεκαετία του 1970 εξαιτίας της υπεραλίευσης. Σε αγορές όπως της Ιαπωνίας, μόνο ένας τέτοιος τόνος μπορεί να πωληθεί ακόμη και προς 75.000 ευρώ.
Τον περασμένο Απρίλιο, οι αρχές της Λιβύης ενημέρωσαν τη ρυθμιστική αρχή ICCAT ότι, λόγω των συνθηκών, θα προχωρούσαν σε εθελοντική απαγόρευση της αλιείας τόνου στα ύδατα της χώρας. Λίγες εβδομάδες αργότερα ωστόσο, με νέα επιστολή τους, ανακοίνωσαν αναστολή της απαγόρευσης για αδιευκρίνιστους λόγους. Τόσο η ICCAT όσο και η κα. Δαμανάκη προειδοποίησαν ότι τυχόν συνέχιση της αλιείας, «είναι πολύ πιθανό να κριθεί παράνομη».
Τα αποτελέσματα πρόσφατης μελέτης της Διεθνούς Ένωσης Προστασίας της Φύσης κατέδειξαν ότι και τα τρία είδη κυανόπτερου τόνου –ανάμεσά τους και αυτό που απαντάται στον Ατλαντικό- οδεύουν προς τον αφανισμό.
«Οι τόνοι είναι μεταναστευτικά ψάρια, τα οποία διασχίζουν ωκεάνιες λεκάνες και τα ύδατα πολλών χωρών κατά τη διάρκεια της ζωής τους», λέει η Σούζαν Λίμπερμαν από το Pew Environment Group. «Η προστασία τους απαιτεί συνεργασία σε περιφερειακό και σε παγκόσμιο επίπεδο.»
Οι τόνοι είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι όχι μόνο εξαιτίας της υπεραλίευσης, αλλά και λόγω του ότι αναπαράγονται σε συγκεκριμένες περιοχές. Επιπλέον, το γεγονός ότι ζουν πολύ σημαίνει ότι ακόμη και εάν η αλίευσή τους σταματούσε εντελώς, οι πληθυσμοί θα χρειάζονταν χρόνια για να ανακάμψουν.