Αρκετά αποφασιστικός, εξαιρετικά επιθετικός και θεαματικός συγκαταλέγεται στο πάνθεον τον πιο εντυπωσιακών πιλότων στην ιστορία του αθλήματος.
Είναι ο πιο πετυχημένος Βρετανός πιλότος στην Formula 1 μετρώντας 31 νίκες σε 191 συμμετοχές, αριθμός που τον κατατάσει τέταρτο πίσω από τους Μίκαελ Σουμάχερ, Αλέν Προστ και Αϊρτον Σένα. Μέχρι πρότινος κατείχε το ρεκόρ των περισσότερων πολ ποζίσον σε μία χρονιά (14 σε 16 αγώνες το 1992), επίδοση που ισοφάρισε και ξεπέρασε φέτος ο Σεμπάστιαν Φέτελ κατά μία (15 πολ σε 19 αγώνες). Κοινό χαρακτηριστικό τους ότι και οι δύο όταν σημείωσαν αυτό το ρεκόρ είχαν κερδίσει τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή.
Στο αγωνιστικό βιογραφικό του υπάρχουν 32 πολ ποζίσιον, επίδοση που είναι πέμπτη καλύτερη στους οδηγούς όλων των εποχών. Χάρη στις εννέα νίκες που πέτυχε σε 16 αγώνες το 1992 ισοβαθμεί μαζί με τον Μίκαελ Σουμάχερ στην τέταρτη θέση της λίστας με τις περισσότερες καρό σημαίες σε μία σεζόν.
Κύρια χαρακτηριστικά της αγωνιστικής του ταυτότητας είναι η ταχύτητά του, η ηρωϊκές του επιδόσεις και τα εντυπωσιακά του προσπεράσματα. Ιδίως για το τελευταίο απέκτησε εκατομμύρια φανατικούς φίλους μεταξύ των ανθρώπων που παρακολουθούσαν Formula 1. Ως προσωπικότητα έχει χαρακτηριστεί από συναδέλφους του ως περίεργη και εκρηκτική για αυτό ίσως το λόγο δημιούργησε και μερικούς εχθρούς εντός του χώρου. Το σίγουρο πάντως είναι πως ζούσε για να οδηγεί και αυτό το έδειχνε ανά πάσα στιγμή μέσα στην πίστα, ξεσηκώνοντας τον κόσμο.
Τα πρώτα χρόνια
Πριν ξεκινήσουμε την αναδρομή στην αγωνιστική καριέρα του Νάιτζελ Μάνσελ καλό θα ήταν να αναφέρουμε ότι δεν ήταν από ευκατάστατη οικογένεια και αναγκάστηκε στη ζωή του να ξεπουλήσει ό,τι είχε και δεν είχε για να τρέξει στη Formula 1.
Κάτι άλλο επίσης που χαρακτηρίζει τη ζωή του μέσα στις πίστες ήταν οι πολλές ατυχίες, τα ατυχήματα αλλά και η ανεξάντλητη υπομονή του για την πρώτη νίκη στην F1 και αργότερα τον πρώτο παγκόσμιο τίτλο.
Γεννημένος στις 8 Αυγούστου του 1953 στο Upton-upon-Sevrn Worcestershire, κοντά στο Μπίρμινχαμ, o Νάιτζελ Ερνεστ Μάνσελ οδήγησε για πρώτη φορά στην ηλικία των επτά. Τότε ήταν που είδε για πρώτη φορά τον Τζίμι Κλαρκ να κερδίζει με τη Lotus το Βρετανικό GP και αποφάφισε να τον μιμηθεί. Για να κάνει όμως το όνειρο του πραγματικότητα χρειάστηκε να περιμένει αρκετά καθώς καταπίεζε τη δίψα του για τους αγώνες και ειδικότερα τη Formula 1 περισσότερα από έντεκα χρόνια, όπου και δούλευε ως αστυνομικός φρουρός.
Μετά από μερικές επιτυχίες στους αγώνες Καρτ, το ενδιαφέρον του συγκέτνρωσε η Formula Ford, παρά τις αποδοκιμασίες του πατέρα του. Το 1976 επικράτησε στους έξι από τους εννέα αγώνες που συμμετείχε, συμπεριλαμβανομένου και του ντεμπούτου του στο Μάλορι Παρκ.
Την επόμενη χρονιά στέφθηκε πρωταθλητής στη Formula Ford κερδίζοντας τους 33 από τους 44 αγώνες που έλαβε συμμετοχή. Μάλιστα στο Μπραντς Χατς είχε σπάσει το λαιμό του στις κατατακτήριες. Οι γιατροί τον είχαν προειδοποιήσει ότι κινδύνευε με τετραπληγία και του είχαν συστήσει έξι μήνες ανάρρωση και να μην ξανατρέξει. Εκείνος, όμως πεισματάρης όπως ήταν, έφυγε κρυφά από το νοσοκομείο, λέγοντας μάλιστα στις νοσοκόμες ότι πάει στην τουαλέτα και συμμετείχε κανονικά στον αγώνα!
Τρεις εβδομάδες νωρίτερα η αποφασιστικότητα του να γίνει οδηγός αγώνων τον είχε ωθήσει να παραιτηθεί από την δουλειά του ως μηχανικός αεροδιαστημικής ενώ παράλληλα για να χρηματοδοτήσει την προσπάθεια του στη Formula Ford είχει πουλήσει όλα του τα υπάρχοντα.
Μάλιστα για να μετακινηθεί στη Formula 3 μαζί με την γυναίκα του, Ροζάν, πούλησαν και το σπίτι τους. Αυτή την απόφαση την έλαβε όταν το 1977 είχε την ευκαιρία να οδηγήσει μια Lola T570 στο Σίλβερστοουν όπου τερμάτισε τέταρτος.
Στη Formula 3 ο Μάνσελ έτρεξε το 1978-1979. Η πρώτη του χρονιά ξεκίνησε με μια πολ ποζίσιον και μια δεύτερη θέση. Το μονοθέσιο όμως δεν ήταν αρκετά ανταγωνιστικό ιδίως σε ό,τι αφορά στους κινητήρες καθώς η ομάδα χρησιμοποιούσε Triumph Dolomite μοτέρ, εν αντιθέσει με τους Toyota που είχαν στη διάθεσή τους οι κορυφαίες ομάδες του πρωταθλήματος. Μετά από τρεις έβδομες θέσεις και μία τέταρτη στον τελευταίο αγώνα, ο Βρετανός πιλότος αποχώρησε από την ομάδα.
Την επόμενη χρονιά ανήκε στην Dace Price Racing ως αμοιβόμενος οδηγός, πετυχαίνοντας και την πρώτη του νίκη στο θεσμό, στην χώρα του, την Βρετανία, στην πίστα του Σίλβερστοουν (το Μάρτιο) ενώ στο πρωτάθλημα τερμάτισε όγδοος. Το 1979 η ατυχία ξαναχτύπησε τον Μάνσελ όταν είχε μια πολύ άσχημη σύγκρουση με τον Αντρέα ντε Κέσαρις με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο με σπασμένους σπονδύλους. Η σφοδρότητα της σύγκρουσης ήταν τέτοια που πολλοί μιλούσαν ότι ήταν τυχερός που επέζησε.
Πρώτη επαφή με τη Formula 1
Παρά τους αφόρητους πόνους που είχε ο Μάνσελ κατάφερε με τη χρήση παυσίπονων να κρύψει τη σοβαρότητα του τραυματισμού του και να συμμετάσχει στις δοκιμές της Lotus για να γίνει οδηγός δοκιμών της ομάδας στη Formula 1. Ο ιδιοκτήτης της ομάδας Κόλιν Τσάπμαν ήταν αυτός που είχε επισημαίνει την οδήγησή του και τον κάλεσε να δοκιμάσει την τύχη του.
Ως οδηγός δοκιμών, ο Βρετανός σημείωσε τον ταχύτερο γύρο στο Σίλβερστοουν, γεγονός που εντυπωσίασε τον Τσάπμαν. Ετσι του έδωσε την ευκαιρία να εκκινήσει σε τρεις αγώνες της Formula 1, το 1980 με μια πιο εξελιγμένη έκδοση της Lotus 81, τη Lotus 81B.
Το όνειρο του Μάνσελ έγινε πραγματικότητα αλλά για μια ακόμη φορά ήταν άτυχος. Στο ντεμπούτο του στη Formula 1 μια διαρροή καυσίμου στο κόκπιτ λίγο μετά την εκκίνηση είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσει φωτιά και να του προκαλέσει εγκαύματα πρώτου και δεύτερου βαθμού στους γλουτούς. Στους δύο επόμενους αγώνες η ατυχία του συνεχίστηκε καθώς εγκατέλειψε από μηχανική βλάβη στο δεύτερο GP που συμμετείχε ενώ στο τρίτο, στην Ιμολα, είχε ένα ατύχημα.
Την επόμενη χρονιά με τη φυγή του Μάριο Αντρέτι για την Αlfa Romeo, είχε χηρέψει μία θέση στη Lotus. Αν και τα δημοσιεύματα έφεραν ως πιο πιθανό μνηστήρα τον Ζαν-Πιερ Ζαριέρ, τελικά ο ιδιοκτήτης της ομάδας, Κόλιν Τσάπμαν ανακοίνωσε ότι οδηγός της ομάδας θα είναι Νάιτζελ Μάνσελ που δεν ήταν καθόλου δημοφιλής, ιδίως μεταξύ των μετόχων της Lotus.
Μάνσελ και Τσάπμαν είχαν αναπτύξει φιλικές σχέσεις και όταν ο δεύτερος έφυγε από τη ζωή ξαφνικά το 1982, αυτό συντάραξε τον βρετανό πιλότο. Ο Μάνσελ στη Lotus παρέμεινε για τέσσερα χρόνια αλλά αντιμετώπισε πολλά προβλήματα καθώς δεν είχε στα χέρια του ένα ανταγωνιστικό μονοθέσιο. Από τα 59 GP που έλαβε εκκίνηση, κατάφερε να τερματίσει μόλις στα 24. Καλύτερη θέση που κέρδισε ήταν η τρίτη, κάτι που είχε καταφέρει πέντε φορές, αυτή την τετραετία.
Το 1982 η επιμονή του Μάνσελ να συμματάσχει στις 24 Ωρες του Λε Μαν για να κερδίσει επιπλέον χρήματα (περίπου 10.000 δολάρια) ώθησε τον Τσάπμαν να του δώσει αυτό το ποσό για να μην τρέξει διότι το θεωρούσε επικίνδυνο. Επιπλέον ο ιδιοκτήτης της Lotus αποφάσισε να επεκτείνει τη συνεργασία τους μέχρι το 1984. Με τον ξαφνικό θάνατο του Τσάπμαν, το κλίμα για τον Μάνσελ στην ομάδα δεν ήταν ιδιαίτερα θετικό, ιδίως από την πλευρά των υπολοίπων μετόχων. Ο νέος επικεφαλής της Lotus Πίτερ Βαρ δεν επιθυμούσε να τον έχει στην ομάδα την χρονιά που έληγε το συμβόλαιο του (1984), αλλά υπό την πίεση των χορηγών αναγκάστηκε να τον αποδεχθεί. Εκείνη τη χρονιά ο Μάνσελ κατέκτησε την πρώτη πολ ποζίσιον στην καριέρα του και κατετάγη δέκατος στο πρωτάθλημα. Θρυλική έχει μείνει η προσπέρασή του στον Αλέν Προστ στο βρεγμένο Μονακό, ασχέτως αν μετά εγκατέλειψε. Παρά τις επιτυχίες, η θέση του στη Lotus ήταν επισφαλής, ιδίως μετά την ανακοίνωση στα μέσα της χρονιάς ότι το 1985 η ομάδα είχε συμφωνήσει με το νέο αστέρι του αθλήματος Αιρτον Σένα.
Ετσι, ο Μάνσελ έμεινε μετέωρος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν προτάσεις.
Η μετακόμιση στη Williams
Μία από τις ομάδες που είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον να τον εντάξουν στο δυναμικό τους ήταν και η Williams. Ο Φρανκ Γουίλιαμς τον είχε επιλέξει μαζί με τον Κέκε Ρόσμπεργκ (πατέρα του σημερινού Νίκο) να αποτελέσουν το oδηγικό δίδυμο της ομάδας. Οπως αργότερα είχε αναφέρει ο Μάνσελ, «ο Κέκε ήταν ένας από τους καλύτερους teammate που είχα».
Το μονοθέσιο της Williams σε συνδυασμό με τους καλούς κινητήρες της Honda έμοιαζαν να ταιριάζουν στην αγωνιστική προσωπικότητα του Βρετανού πιλότου. Η πρώτη νίκη στην καριέρα του ήρθε στο Ευρωπαϊκό GP, στην πίστα του Μπραντς Χατς, μετά από 72 αγώνες στην Formula 1. Και ακολούθησε η δεύτερη συνεχόμενη στη Νότια Αφρική (στο Κιαλάμι).
Το 1986 ο Μάνσελ είχε στα χέρια του ένα ανταγωνιστικό μονοθέσιο και διαφαινόταν ως ένας από τους διεκδικητές του τίτλου. Η χρονιά του καταστράφηκε στον τελευταίο αγώνα, στην Αδελαϊδα, όταν το σκάσιμο του πίσω αριστερού ελαστικού, τον ανάγκασε να εγκαταλείψει και μαζί να χάσει το πρωτάθλημα. Τη στιγμή μάλιστα που ήθελε μόλις μια τρίτη θέση για να το κερδίσει. Ετσι έμεινε δεύτερος πίσω από τον Αλέν Προστ.
Εκείνη τη χρονιά, teammate του ήταν ο Νέλσον Πικέ με τον οποίο δεν είχαν τις καλύτερες σχέσεις καθώς ο Βραζιλιάνος πιλότος τον είχε χαρακτηρίσει δημόσια «αμόρφωτο χονδροκέφαλο».
Εξι επιπλέον νίκες προστέθηκαν στη φαρέτρα του Μάνσελ το 1987 με σημαντικότερη εκείνη στο Σίλβερστοουν επί του teammate του Νέλσον Πικέ. Αν και ήταν 28 δευτερόλεπτα πίσω από τον Βραζιλιάνο μέσα σε 30 γύρους κατάφερε να τον φτάσει και να τον περάσει ενώ το πλήθος ζητωκραύγαζε και παραληρούσε. Ηταν χαρακτηριστική η κίνηση του Βρετανού να σταματήσει στο σημείο που πέρασε τον Πικέ και να φιλήσει την άσφαλτο. Και αυτή τη χρονιά έφτασε κοντά να πάρει τον τίτλο του πρωταθλητή αλλά έμεινε και πάλι δεύτερος. Δεν έλειψαν όμως και οι τραυματισμοί που όπως φάνηκε δεν τον πτοούσαν. Στη Σουζούκα, προτελευταίο αγώνα του πρωταθλήματος, ένα άσχημο δυστύχημα στις κατατακτήριες του προκάλεσε πρόβλημα στην πλάτη (διάσειση νωτιαίου).
Το 1988 ηWilliams έχασε τους κινητήρες της Honda και μαζί την ταχύτητά που την χαρακτήριζε. Ο Μάνσελ κατάφερε να τερματίσει μόλις σε δύο από τις 14 αγώνες, όπου ήταν στο βάθρο των νικητών. Στην τελική βαθμολογία κατετάγη μόλις ένατος.
Προσωπική επιλογή του Φεράρι
Επόμενος σταθμός στην αγωνιστική καριέρα του Νάιτζελ Μάνσελ ήταν η Ferrari. Μάλιστα, ο Βρετανός ήταν ο τελευταίος πιλότος που αποτέλεσε προσωπική επιλογή του Εντσο Φεράρι στην ομάδα. Στην Ferrari πήρε το προσωνύμιο το «λιοντάρι» κυρίως λόγω της μαχητικότητας στην οδήγησή του. Το 1989 με τη F40 στα χέρια του και το νέο ηλεκτρονικό κιβώτιο ταχυτήτων που παρουσίασε η Ferrari, ο Μάνσελ πήρε την πρώτη του νίκη με το «καλημέρα» του πρωταθλήματος, μέσα στην Βραζιλία, πατρίδα του «εχθρού» του Νέλσον Πικέ. Μια νίκη, την οποία, όπως είχε πει, ευχαριστήθηκε πολύ. Ετσι, έγινε ο πρώτος οδηγός στην ιστορία της F1 που επικράτησε σε αγώνα με ημιαυτόματο κιβώτιο. Επίσης ήταν ο τελευταίος τότε πιλότος της Scuderia που κέρδιζε αγώνα στο ντεμπούτο του με την Ιταλική ομάδα. Ο επόμενος που το κατάφερε ήταν ο Κίμι Ραικόνεν το 2007 στην Αυστραλία.
Παρά τα προβλήματα (κυρίως με το νέο κιβώτιο) και τις ατυχίες ο Μάνσελ ολοκλήρωσε την χρονιά στην τέταρτη θέση. Εκείνο που θα θυμούνται οι περισσότεροι είναι η εκπληκτική του προσπέραση στον Αιρτον Σένα, κατά το Ουγγρικό GP, που του έδωσε τη νίκη, αν και είχε ξεκινήσει τον αγώνα από την 12η θέση.
Το 1990 τα προβλήματα αξιοπιστίας της Ferrari συνεχίστηκαν με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει σε επτά αγώνες. Μετά το τέλος του Βρετανικού GP ο Μάνσελ, επηρεασμένος από την άποψη ότι το μονοθέσιο του teammate του και παγκόσμιου πρωταθλητή τότε, Αλέν Προστ, ήταν καλύτερα στημένο από το δικό του, ανακοίνωσε την απόφαση του να αποσυρθεί από τη Formula 1.
Η επιστροφή στη Williams
Απόφαση που πήρε πίσω τον Οκτώβριο του 1990 όταν συμφώνησε με την Williams, στην οποία επέστρεψε μετά από δύο χρόνια. Το 1991 είδε πρώτος την καρό σημαία σε πέντε αγώνες, αλλά ηττήθηκε από την ανωτερότητα του μονοθέσιου της McLaren του Αιρτον Σένα, ο οποίος κατέκτησε τον τίτλο.
To 1992, όμως, ήταν η χρονιά που αποζημίωσε τον Μάνσελ πραγματοποιώντας το όνειρό του, έναν παγκόσμιο τίτλο. Εχοντας στα χέρια του ένα πραγματικά αξιόπιστο μονοθέσιο (Williams-Renault FW14B) ο Βρετανός κυριάρχησε απόλυτα. Σημειώνοντας εννέα νίκες σε 16 αγώνες, ο Βρετανός πιλότος στέφθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής. Παράλληλα, είχε το ρεκόρ με 14 πολ ποζίσιον σε 16 GP, το οποίο «έσπασε» φέτος ο Σεμπάστιαν Φέτελ ενώ με τη νίκη του στο Σίλβερστοουν ξεπέρασε τον Τζάκι Στιούαρτ και έγινε ο πιο πετυχημένος βρετανός πιλότος με 28 νίκες στο ενεργητικό του (μία περισσότερη από τον Στιούαρτ). Την ίδια χρονιά κέρδισε και πάλι το βραβείο του BBC Αθλητική προσωπικό της χρονιάς και είναι ένας από τους τρεις ανθρώπους που έχουν καταφέρει να το πάρουν δύο φορές.
Στο τέλος της χρονιάς ο Μάνσελ ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την Formula 1 παρά τα αρκετά χρήματα που του προσέφερε η Williams.
Στη συνέχεια θα μετακομίσει στις ΗΠΑ και στο πρωτάθλημα CART Indy Cars. Θα είναι ο πρώτος εν ενεργεία παγκόσμιος πρωταθλητής Formula 1 που συμμετέχει στο θεσμό, αλλά και ο πρώτος που κατακτά κι εκεί την κορυφή στο ντεμπούτο στο συγκεκριμένο πρωτάθλημα.
Το 1994 η Williams έναντι εξωπραγματικής αμοιβής τον έπεισε να επιστρέψει στη Formula 1 για τους τέσσερις τελευταίους αγώνες του πρωταθλήματος στη θέση του «ρούκι» τότε Ντέιβιντ Κούλθαρτ. Λέγεται ότι ο Βρετανός πιλότος αμειβόταν περίπου 900.000 λίρες τον αγώνα τη στιγμή που ο πρώτος οδηγός της ομάδας, Ντέιμον Χιλ πληρωνόταν με 300.000 λίρες για όλη την χρονιά! Ο Μάνσελ κατέκτησε την τελευταία του νίκη στη Formula 1 στην Αδελάιδα, αγώνα όπου έπεφτε η αυλαία του πρωταθλήματος, έχοντας και την πολ ποζίσιον.
Την επόμενη χρονιά ο Μάνσελ συμφώνησε με την McLaren. Τελικά με την βρετανική ομάδα έτρεξε μόλις σε δύο αγώνες, χωρίς να τερματίσει. Στη συνέχεια αποφάσισε να σταματήσει καθώς όπως είχε πει η MP4/10 δεν ήταν αρκετά ανταγωνιστική για αυτόν.
Ετσι μετά από 187 αγώνες και 15 ταραχώδη χρόνια, ο 41χρονος πλέον Μάνσελ είπε οριστικό «αντίο» στην Formula 1 και αποσύρθηκε έχοντας πλέον μια μεγάλη περιουσία από την ενασχόλησή του με το άθλημα.
«Είχα πονοκεφάλους και απογοητεύσεις, αλλά ένιωσα και μεγάλη ικανοποίηση. Οδηγούσα πάντα όσο σκληρά ήξερα», θα πει για την καριέρα του ο Βρετανός πιλότος.
Και αυτό είναι ίσως το στοιχείο που τον χαρακτήριζε. Η γρήγορη, σκληρή οδήγηση και ο ατίθασος χαρακτήρας τοτυ. Αλλωστε κάθε ένας από τους πιλότους που το όνομά τους έχει γραφεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία του αθλήματος, έχει κάποια σημεία που τους ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους.
KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΦΟΥΣΙΑΝΗ