Πόσο πραγματικός είναι ο κίνδυνος του πληθωρισμού για την παγκόσμια οικονομία; Οι απόψεις των συντηρητικών οικονομολόγων και των επίσημων οργανισμών, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, είναι πολύ διαφορετικές.
Το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ προβλέπουν ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε πολύ χαμηλά επίπεδα τα επόμενα χρόνια. Ο τέως διοικητής της Φέντεραλ Ριζέρβ, Αλαν Γκρίνσπαν, προειδοποιεί για πληθωριστικούς κινδύνους. Ορισμένες αγορές ομολόγων φαίνεται επίσης να αναμένουν αισθητά υψηλότερο πληθωρισμό.
Το ποια άποψη είναι σωστή έχει μεγάλη σημασία για την ακολουθούμενη πολιτική. Εάν ο πληθωρισμός διαδέχεται σήμερα την ύφεση ως το βασικό πρόβλημα της οικονομίας, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αποσύρουν τα έκτακτα μέτρα στήριξης όσο το δυνατόν συντομότερα.
Εάν η ύφεση παραμένει το βασικό πρόβλημα, τότε τα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα θα πρέπει να παραμείνουν σε ισχύ ή ακόμη και να επεκταθούν.
Ολοι περιμένουν θετικό πληθωρισμό, έστω και χαμηλό. Κατά την περίοδο του χαμηλού πληθωρισμού, η έναρξη της οποίας προσδιορίζεται στις αρχές της δεκαετίας του '90, οι ανεπτυγμένες χώρες εμφανίζουν κατά μέσο όρο ετήσιο πληθωρισμό της τάξης του 2,4%.
Οι κεντρικές τράπεζες θέτουν συνήθως ως στόχο πληθωρισμό 2%. Οι μονεταριστές χαιρετίζουν την εποχή του χαμηλού πληθωρισμού ως το μεγάλο τους επίτευγμα. Δηλώνουν υπερήφανοι για την άψογη «διαχείριση των προσδοκιών» από τις κεντρικές τράπεζες.
Η νομισματική πολιτική, όμως, είχε μάλλον ελάχιστη συμβολή στο επίτευγμα αυτό. Ο χαμηλός πληθωρισμός είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού φθηνής προσφοράς και χαμηλής ζήτησης.
Ασκήθηκαν σοβαρές πιέσεις στις τιμές των βιομηχανικών αγαθών από τις ασιατικές οικονομίες του φθηνού εργατικού κόστους, ενώ, την ίδια ώρα, στον ανεπτυγμένο κόσμο η ανεργία ήταν κατά μέσο όρο στο 5%-6% -σε επίπεδα δηλαδή διπλάσια σε σχέση με τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
Ο πληθωρισμός κινήθηκε ανοδικά, πριν ξεσπάσει η ύφεση του 2008, κυρίως εξαιτίας των εκρηκτικών ανατιμήσεων στις τιμές των διαπραγματεύσιμων στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων.
Αυτό είναι το υπόβαθρο, βάσει του οποίου θα πρέπει να κρίνουμε εάν σήμερα η απειλή του πληθωρισμού είναι πραγματική. Το πρώτο στοιχείο, που θα πρέπει να σημειώσουμε, είναι ότι ως αποτέλεσμα της ύφεσης οι δυνατότητες παραγωγής είναι χαμηλότερες από ό,τι πριν από 15 μήνες. Η παγκόσμια παραγωγή έχει υποχωρήσει περίπου 5% από το 2008 και η παραγωγή των ανεπτυγμένων χωρών κατά 4,1%.
Η συρρίκνωση της παραγωγής οδηγεί συνήθως σε πτώση του πληθωρισμού και αυτό ακριβώς συνέβη. Ο πληθωρισμός στην περιοχή του ΟΟΣΑ υποχώρησε, από το 3,7% το 2008, σε περίπου 0,5% το 2009.
Εχει σήμερα αρχίσει να αυξάνεται και πάλι, παραμένοντας ωστόσο σε χαμηλά επίπεδα, κυρίως εξαιτίας της ανάκαμψης των τιμών των εμπορευμάτων.
Επιπλέον, το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ υπολογίζουν ότι ο παγκόσμιος πληθωρισμός θα παραμείνει κάτω από τα προ του 2008 επίπεδα για αρκετά χρόνια ακόμη. Με άλλα λόγια, η περίοδος του χαμηλού πληθωρισμού θα μετεξελιχθεί σε περίοδο του χαμηλότερου πληθωρισμού.
Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάμε και τις μαζικές κινήσεις ποσοτικής χαλάρωσης, που έχουν λάβει χώρα το τελευταίο διάστημα. Από την έναρξη της κρίσης, η Τράπεζα της Αγγλίας έχει διοχετεύσει στη βρετανική οικονομία 325 δισ. δολάρια, η Φέντεραλ Ριζέρβ έχει επεκτείνει τη νομισματική βάση κοντά στο 1 τρισ. δολάρια, ενώ η κεντρική τράπεζα της Κίνας έχει εκδώσει δάνεια ύψους 1,4 τρισ. δολαρίων. Τα μέτρα αυτά αντιστοιχούν στο 4% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Αυτό θα πρέπει μάλλον να σημαίνει ότι η απειλή του πληθωρισμού μας πλησιάζει επικίνδυνα, εκτός και εάν τα χρήματα αυτά αποσυρθούν γρήγορα από τις αγορές. Σωστά;
Για όσους έχουν διδαχθεί την Ποσοτική Θεωρία του Χρήματος, αυτό είναι ένα μάλλον λογικό συμπέρασμα. Η ποσοτική θεωρία υποστηρίζει ότι το γενικό επίπεδο των τιμών αυξάνεται αναλογικά με την αύξηση της προσφοράς χρήματος. Εάν λοιπόν η προσφορά χρήματος αυξήθηκε παγκοσμίως κατά 5% πέρυσι, τότε οι παγκόσμιες τιμές θα αυξηθούν σύντομα κατά 5%.
Ωστόσο, όπως επανειλημμένα τόνιζε ο Τζον Μέιναρντ Κέυνς, η Ποσοτική Θεωρία του Χρήματος επιβεβαιώνεται μόνο σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης.
Εάν υπάρχει μη αξιοποιήσιμο παραγωγικό δυναμικό, τότε ένα μέρος της όποιας αύξησης στην προσφορά χρήματος θα κατευθυνθεί στην αύξηση της παραγωγής και όχι στην αγορά της υπάρχουσας παραγωγής.
Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι, με τον όρο «ποσότητα χρήματος», οι ειδικοί εννοούν το δείκτη M3, ένα ευρύ μέτρο προσφοράς χρήματος, το οποίο περιλαμβάνει τις καταθέσεις των τραπεζών.
Τροφοδοτώντας τις τράπεζες με τεράστιες ποσότητες χρήματος των κεντρικών τραπεζών, δεν μας εγγυάται ότι οι καταθέσεις θα αυξηθούν στον ίδιο βαθμό.
Κατά τη δεκαετία του '90 η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας διοχέτευσε τεράστιες ποσότητες χρήματος στις τράπεζες, σε μία προσπάθεια να τις βοηθήσει να αυξήσουν την προσφορά χρήματος.
Κάποια στιγμή, ενώ η προσφορά του χρήματος από την κεντρική τράπεζα ήταν αυξημένη κατά 35%, το M3 παρουσίαζε αύξηση μόνο 7%. Στοιχεία από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ αποκαλύπτουν ότι ο δείκτης προσφοράς χρήματος M3 κατέγραφε πτώση κατά το μεγαλύτερο διάστημα του 2009, παρά τη διατήρηση των βασικών επιτοκίων σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα και τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης.
Αυτό που έχει σημασία δεν είναι το να τυπώσουμε χρήμα, αλλά το να το δαπανήσουμε. Το χρήμα γίνεται κάτι περισσότερο από ένα άχρηστο χαρτί, μόνο όταν δαπανάται.
Μία κεντρική τράπεζα μπορεί να τυπώσει χρήμα, αλλά δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι το χρήμα αυτό θα δαπανηθεί. Μπορεί να συμβάλει στην αύξηση των τραπεζικών αποθεμάτων ή καταθέσεων ή μπορεί και να παράγει «φούσκες» σε αγορές στοιχείων ενεργητικού.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όμως, έχουμε πολύ μικρή ή και καθόλου αύξηση της προσφοράς χρήματος. Το νέο χρήμα απλώς αντικαθιστά το παλαιό χρήμα.
Γι' αυτό και τα επίσημα στοιχεία κάνουν λόγο για εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα πληθωρισμού τα επόμενα χρόνια, παρά τα έκτακτα νομισματικά και δημοσιονομικά μέτρα.
Αυτό όμως ακριβώς θα πρέπει να μας προβληματίζει: όταν λέμε ότι με την ανεργία να αυξάνεται ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα τα επόμενα χρόνια, είναι σαν να λέμε ουσιαστικά ότι δεν θα πρέπει να περιμένουμε παρά ασθενή ανάκαμψη την επόμενη πενταετία.
Οταν οι οικονομίες εξέρχονται από την ύφεση, συνήθως αναπτύσσονται με ταχύτερους ρυθμούς, ενώ και οι τιμές αυξάνονται με ταχύτερους ρυθμούς. Το γεγονός ότι δεν έχουμε ενδείξεις επικείμενης αύξησης των τιμών, σημαίνει ότι δεν έχουμε ουσιαστικές ενδείξεις οικονομικής ανάκαμψης.
Οι οικονομίες παραμένουν σε «μηχανική υποστήριξη». Εάν αποσύρουμε τα έκτακτα μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας, θα σκοτώσουμε τον ασθενή. Το να μιλάμε για τους κινδύνους του πληθωρισμού είναι ανόητο. Θα έπρεπε, αντιθέτως, να εξετάζουμε τρόπους πλήρους αποκατάστασης της υγείας του ασθενούς.
Σίγουρα η κάθε οικονομία είναι σε διαφορετικό στάδιο ανάρρωσης. Οι ταχύτεροι ρυθμοί ανάπτυξης ορισμένων χωρών, όπως για παράδειγμα της Κίνας και της Ινδίας, βοηθούν στην τόνωση άλλων, όπως η Ευρώπη και οι ΗΠΑ.
Εάν όμως δεν έχουμε πιο ισχυρές ενδείξεις ανάκαμψης το επόμενο τρίμηνο, οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί αξιωματούχοι θα πρέπει να προετοιμαστούν για επιτάχυνση και επέκταση των προγραμμάτων δαπανών. Σε διαφορετική περίπτωση, οι οικονομίες τους κινδυνεύουν να μείνουν βυθισμένες στην ύφεση.
ROBERT SKIDELSKY, μέλος της Βρετανικής Βουλής των Λόρδων και καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Warwick.Copyright: Project Syndicate, 2010.