Παρότι το χτύπημα του Εγκέλαδου το Σάββατο στη Χιλή ήταν ένα από τα σφοδρότερα του τελευταίου αιώνα, το τσουνάμι που πυροδότησε, ευτυχώς, δεν επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους των αρχών.
Αμέσως μετά τη σεισμική δόνηση των 8,8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ στη Χιλή, συναγερμός εκδόθηκε σε όλο τον Ειρηνικό Ωκεανό για επερχόμενο τσουνάμι. Ο πληθυσμός των παράκτιων οικισμών –320.000 ατόμων– προειδοποιήθηκε ότι πρέπει να εγκαταλείψει άμεσα τα σπίτια του. Σύντομα, όμως, ο συναγερμός υποβαθμίστηκε, καθώς υπολογίστηκε ότι τα κύματα του τσουνάμι δεν θα ξεπεράσουν τα δύο μέτρα, από τρία που εκτιμάτο στην αρχή.
Τι ήταν, όμως, αυτό που διαφοροποίησε το πρόσφατο τσουνάμι από του τσουνάμι του 1960 πάλι στη Χιλή, το οποίο παρέσυρε στο θάνατο 200 ανθρώπους από την Ιαπωνία, τη Χαβάη και τις Φιλιππίνες και προκάλεσε ανυπολόγιστες ζημιές;
Σύμφωνα με τον Τιμ Χένστοκ από το Εθνικό Κέντρο Ωκεανογραφίας του Πανεπιστημίου του Σάουθαμπτον στη Βρετανία, ο κύριος λόγος που το τσουνάμι δεν ήταν εξίσου καταστροφικό είναι ότι η σεισμική δόνηση προκάλεσε ένα σχετικά μικρό τεκτονικό ρήγμα –μήκους περίπου 350 χλμ.
Το μήκος του τεκτονικού ρήγματος υποδεικνύει την απόσταση στην οποία το τσουνάμι αρχίζει να εξασθενεί. Το τσουνάμι που προκλήθηκε από το σεισμό 9,1 βαθμών Ρίχτερ στον Ινδικό Ωκεανό, για παράδειγμα, είχε δημιουργήσει τεκτονικό ρήγμα 1600 χλμ.
Επίσης, το τσουνάμι της Χιλής ήταν πιο επιφανειακό. «Μπορεί κοντά στο επίκεντρο του σεισμού το τσουνάμι να ήταν πολύ δυνατό, αλλά γρήγορα εξασθένισε όταν κινήθηκε προς άλλες κατευθύνσεις» εξηγεί ο κ. Χένστοκ στο περιοδικό New Scientist. Θετικά λειτούργησε, τέλος, το γεγονός ότι το επίκεντρο του σεισμού βρισκόταν σε σχετικά μεγάλο βάθος –35 χλμ.– με αποτέλεσμα να περιοριστεί η μετακίνηση του θαλάσσιου πυθμένα που θα προκαλούσε μεγάλη μετατόπιση του νερού.