Του Ντάνιελ Γκρος
Την ώρα που η Ελλάδα ενεργοποιεί το πακέτο διάσωσης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ύψους 45 δισ. ευρώ, είναι ξεκάθαρο ότι χρειάζεται μια νέα, πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση. Υπάρχουν δύο προβλήματα που αναζητούν λύση: η αξιοπιστία του προγράμματος δημοσιονομικής σταθεροποίησης της Ελλάδας και η κάλυψη του μεσοπρόθεσμου χρηματοδοτικού ελλείμματος της χώρας.
Υπάρχουν δύο προβλήματα που αναζητούν λύση: η αξιοπιστία του προγράμματος δημοσιονομικής σταθεροποίησης της Ελλάδας και η κάλυψη του μεσοπρόθεσμου χρηματοδοτικού ελλείμματος της χώρας.
Όλοι γνωρίζουμε το μέγεθος της προσπάθειας που καλείται να καταβάλει η Ελλάδα στο πλαίσιο της δημοσιονομικής της προσαρμογής. Το έλλειμμα πρέπει να μειωθεί τουλάχιστον κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες επί του ΑΕΠ (σε λιγότερο από 3% επί του ΑΕΠ από 13% που είναι σήμερα). Το βασικό πρόβλημα, το οποίο δεν έχει αντιμετωπιστεί ακόμη, είναι ότι για να γίνει δημοσιονομική προσαρμογή αυτού του μεγέθους, θα πρέπει η κυβέρνηση θα κάνει δύο βήματα τα οποία προϋποθέτουν ευρεία λαϊκή αποδοχή: μείωση μισθών και περικοπές κοινωνικών δαπανών. Και τα δύο αυτά βήματα είναι για την Ελλάδα τόσο αντιλαϊκά όσο και αναπόφευκτα.
Όλοι γνωρίζουμε, ωστόσο, το πρόβλημα χαμηλής ανταγωνιστικότητας της χώρας. Το μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξήθηκε κατά 10-20% περισσότερο απΆ ό,τι στη Γερμανία. Εάν υποθέσουμε ότι η Ελλάδα θέλει να παραμείνει στην ευρωζώνη, μια «εσωτερική υποβάθμιση», όπως η σημαντική μείωση των ονομαστικών μισθών, είναι αναπόφευκτη. Η κυβέρνηση μπορεί (και πρέπει) να μειώσει τους μισθούς στο δημόσιο τομέα, αλλά αυτό δεν αρκεί. Η σημαντική περικοπή των μισθών του ιδιωτικού τομέα είναι επίσης επιβεβλημένη προκειμένου να ενισχυθούν οι εξαγωγές (οι οποίες σήμερα αντιστοιχούν σε ποσοστό μικρότερο του 20% του ΑΕΠ, ακόμη και όταν συνυπολογίζονται τα αγαθά και οι υπηρεσίες) ούτως ώστε να δημιουργηθεί τουλάχιστον μία πηγή ανάπτυξης.
Η Ελλάδα, λοιπόν, χρειάζεται ένα «Εθνικό Πακέτο Ανταγωνιστικότητας» με το οποίο η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση, οι εργαζόμενοι και οι εργάτες θα συμφωνούν επί μιας σειράς μέτρων που θα οδηγήσουν σε μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 10%. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, υπάρχουν τρεις τρόποι: προσαρμογή των ονομαστικών μισθών, διεύρυνση του ωραρίου εργασίας και μείωση των ασφαλιστικών εισφορών (ως αντιστάθμισμα για την αύξηση του ΦΠΑ). Την τελική συνταγή θα την αποφασίσει η Ελλάδα, ωστόσο, η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας σε αυτό το ποσοστό αποτελεί βήμα ζωτικής σημασίας για μια επιτυχημένη προσαρμογή και αποτελεί προαπαιτούμενο για την παροχή του πακέτου βοήθειας από το ΔΝΤ και την ΕΕ.
Αναπόφευκτες είναι, επίσης, οι περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες προκειμένου να γίνουν βιώσιμα τα δημόσια οικονομικά. Το αυξανόμενο δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας την τελευταία δεκαετία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μαζική αύξηση των κοινωνικών παροχών, οι οποίες από 20% αυξήθηκαν σε 30% επί του ΑΕΠ, χωρίς ουσιαστική αύξηση των εσόδων από τη φορολογία.
Σε αντίθεση με την επικρατούσα αντίληψη, δεν είναι μόνο η επιβάρυνση από τους μισθούς του δημοσίου που καθορίζει το έλλειμμα. Η κυβέρνηση έχει ήδη δρομολογήσει το μεγαλύτερο μέρος από τα μέτρα που απαιτούνται σε αυτόν τον τομέα. Πράγματι, οι μειώσεις μισθών στο δημόσιο τομέα μπορούν να συμβάλουν σε μείωση μίας ή δύο ποσοστιαίων μονάδων επί του ΑΕΠ το ανώτερο. Δεδομένου ότι τα ποσά κοινωνικών δαπανών ανέρχονται σχεδόν στο 60% επί του συνόλου των δημοσίων δαπανών, για μια επιτυχημένη δημοσιονομική προσαρμογή θα χρειαστούν τελικώς δραστικές μειώσεις σε αυτό το επίπεδο. Η εναλλακτική επιλογή είναι η αύξηση των εσόδων από τη φορολογία κατά 50% περίπου τα προσεχή έτη, κάτι το οποίο δεν είναι εφικτό.
Η ριζική μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας και η οικοδόμηση ενός σύγχρονου συστήματος φορολογικής διαχείρισης χρειάζεται χρόνο. Οι χρηματοοικονομικές αγορές, όμως, δεν έχουν καμία διάθεση να δώσουν χρόνο στην Ελλάδα, το οποίο οδηγεί στο δεύτερο μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα.
Για να εξασφαλίσει τον απαραίτητο χρόνο που χρειάζεται μέχρις ότου αποδώσει καρπούς η διαδικασία των μεταρρυθμίσεων, η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να ανακοινώσει ότι προχωρά σε μια απλή αναδιάρθρωση: η ημερομηνία λήξης όλων των υφιστάμενων κρατικών χρεογράφων παρατείνεται κατά πέντε χρόνια με το ίδιο επιτόκιο. Σε αυτή την περίπτωση, η ελληνική κυβέρνηση δεν θα ήταν αναγκασμένη να αντεπεξέλθει στη ρευστοποίηση των χρεογράφων και θα χρειαζόταν αναχρηματοδότηση 30 δισ. ευρώ ετησίως από το 2015 και έπειτα, την οποία ως τότε θα ήταν σε θέση να διαχειριστεί. Οι επίσημες ανάγκες χρηματοδότησης θα είχαν ως τότε περιοριστεί σημαντικά, ενώ το πακέτο ΔΝΤ/ΕΕ ύψους 45 δισ. θα επαρκούσε για την κάλυψη του μεγαλύτερου μέρους του βαθμιαία μειούμενου ελλείμματος στη διάρκεια της περιόδου χάριτος.
Χωρίς τέτοια αναδιάρθρωση, δύσκολα θα καταφέρει η Ελλάδα να αντεπεξέλθει στους τίτλους 30 δισ. δολαρίων που λήγουν τα αμέσως επόμενα χρόνια. Στην πορεία, οι χώρες της ευρωζώνης θα αναγκάζονταν να αναχρηματοδοτήσουν το μεγαλύτερο μέρος από το δημόσιο χρέος της Ελλάδας. Αυτή, όμως, θα ήταν η αιτία διαρκών πολιτικών προβλημάτων, καθώς οι Έλληνες πάντα θεωρούσαν τα επιτόκια πολύ υψηλά, ενώ η Γερμανία τα θεωρούσε πολύ χαμηλά (τουλάχιστον σε σύγκριση με τα επιτόκια της αγοράς). Επιπλέον, από τη στιγμή που η ευρωζώνη θα προχωρούσε στην αναχρηματοδότηση της Ελλάδας χωρίς τη συνδρομή πιστωτών από τον ιδιωτικό τομέα, δεν θα υπήρχε γυρισμός.
Η μορφή αναδιάρθρωσης που προτείνεται στο παρόν θα σηματοδοτούσε την αποφασιστικότητα της Ελλάδας να εξυπηρετήσει πλήρως το χρέος της, και υπό αυτή την έννοια ενδεχομένως να γινόταν αποδεκτό από τις αγορές χωρίς να προκληθεί ιδιαίτερη αναστάτωση. Φυσικά, οι αγορές θα αντιμετώπιζαν οποιαδήποτε αναδιάρθρωση χωρίς αξιόπιστο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής ως το προοίμιο μιας επερχόμενης πτώχευσης, πυροδοτώντας νέα εκτίναξη του πριμ κινδύνου.
Ακόμη και το καλύτερο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, όμως, δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί χωρίς τη συμμετοχή ιδιωτών πιστωτών, δηλαδή χωρίς κάποια μορφή αναδιάρθρωσης. Ο μόνος τρόπος για να βγει η Ελλάδα από την κρίση είναι να συνδυάσει αυτά τα δύο: αναδιάρθρωση του χρέους της και εθνικές συμφωνίες για μισθούς και κοινωνικές δαπάνες. Η σημερινή προσέγγιση –η οποία επικεντρώνεται μόνο στις ανάγκες χρηματοδότησης και δημοσιονομικής προσαρμογής το 2010 αφήνοντας τα δύσκολα για αργότερα– δεν θα φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
*Ο Ντάνιελ Γκρος είναι διευθυντής του Centre for European Policy Studies
Copyright: Project Syndicate, 2010