Επάγγελμα: Ρεπόρτερ στη Ρωσία

Τρίτη, 18 Μαΐου 2010 18:18

A- A A+

Ο Μιχαήλ Μπεκέτοφ (στη φωτογραφία με ένα φύλλο της εφημερίδας «Χιμκίνσκαγια Πράβντα») είχε προειδοποιηθεί, αλλά δεν σταμάτησε να γράφει. Για περίεργες συμφωνίες αγοραπωλησίας γης. Για παράνομα δάνεια. Για προμήθειες κάτω από το τραπέζι. Όλα αυτά, έγραφε στην εφημερίδα του, δείχνουν την εκτεταμένη διαφθορά που υπάρχει στο Χίμκι, ένα προάστιο της Μόσχας.

«Την άνοιξη του 2008 ζήτησα την παραίτηση του δημοτικού συμβουλίου», έγραψε ο Μπεκέτοφ σε ένα από τα τελευταία του άρθρα. «Μερικές ημέρες αργότερα, έκαψαν το αυτοκίνητό μου. Ο επόμενος στόχος θα είμαι άραγε εγώ;»

Πράγματι, ο επόμενος στόχος ήταν εκείνος. Τον κτύπησαν έξω από το σπίτι του, του έσπασαν τα δάκτυλα και τον άφησαν να αιμορραγεί στο χιόνι. Οι δράστες ήθελαν να είναι σίγουροι ότι δεν θα ξαναγράψει τίποτα. Πράγματι, οι γιατροί προχώρησαν στον ακρωτηριασμό των δακτύλων του και ενός ποδιού. Σήμερα, ο Μπεκέτοφ κυκλοφορεί με αναπηρικό καροτσάκι και το σοκ που έχει δεχθεί είναι τόσο μεγάλο, ώστε δεν μπορεί να αρθρώσει μια φράση.

Η αστυνομία υποσχέθηκε ότι θα ερευνήσει το θέμα, αλλά δεν έκανε τον κόπο να μιλήσει καν με τους γείτονες, ενώ και οι πληροφορίες για κάποιους πολιτικούς που ήταν δυσαρεστημένοι με τον Μπεκέτοφ χαρακτηρίστηκαν «ανεπιβεβαίωτες». Μέχρι σήμερα, δεν έχει γίνει καμιά σύλληψη. Κι όχι μόνο αυτό. Η κακοποίηση του δημοσιογράφου έδωσε το σύνθημα για μια σειρά επιθέσεων εναντίον δημοσιογράφων, ακτιβιστών και στελεχών της αντιπολίτευσης σ' όλη την περιοχή γύρω από τη Μόσχα.

Ενας δημοσιογράφος ξυλοκοπήθηκε μπροστά στο σπίτι του, και οι δράστες δεν πήραν ούτε το κινητό του, ούτε το πορτοφόλι του, μόνο αντίγραφα των άρθρων του. Τοπικοί αξιωματούχοι ισχυρίστηκαν ότι ήταν μεθυσμένος και έπεσε. Ενας άλλος δημοσιογράφος κακοποιήθηκε από αστυνομικούς με πολιτικά ύστερα από μια διαδήλωση. Και σε αυτή την περίπτωση, η αστυνομία είπε ότι ο δημοσιογράφος τραυματίστηκε, όταν τον έσπρωξε το πλήθος.

Η κουλτούρα της ατιμωρησίας στη Ρωσία είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της ανικανότητας της χώρας να θεσπίσει πραγματικούς νόμους στις δύο δεκαετίες μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης. Ο πρόεδρος Μεντβέντεφ έχει καταγγείλει τον «νομικό μηδενισμό» της χώρας. Επί των ημερών του ίδιου και του Βλαντίμιρ Πούτιν, όμως, ο μηδενισμός αυτός έχει επιμείνει.

Ο Μπόρις Γκρομόφ, κυβερνήτης της περιοχής της Μόσχας, διοικούσε την 40η Στρατιά στη διάρκεια του σοβιετικού πολέμου στο Αφγανιστάν. Όταν ο Πούτιν τον διόρισε σε αυτή τη θέση, στελέχωσε τις υπηρεσίες με βετεράνους εκείνου του πολέμου. Σε αυτούς ανήκει και ο δήμαρχος του Χίμκι Βλαντίμιρ Στρελτσένκο.

Ο Μπεκέτοφ δεν τρέφει καμιά εκτίμηση γι' αυτούς τους ανθρώπους. Πρώην αξιωματικός στους αλεξιπτωτιστές, στράφηκε στη συνέχεια στη δημοσιογραφία, δουλεύοντας ως πολεμικός ανταποκριτής στο Αφγανιστάν και την Τσετσενία. Το 2006 άνοιξε μια εφημερίδα με τον τίτλο «Χιμκίνσκαγια Πράβντα» (Η Αλήθεια του Χίμκι) και έγραφε άρθρα για τη διαφθορά στην πόλη του. Την εφημερίδα τη χρηματοδοτούσε ο ίδιος, και η κυκλοφορία της δεν ξεπερνούσε τα 10.000 φύλλα. Είχε όμως μεγάλη απήχηση στο Χίμκι και τις γύρω πόλεις. Μια απήχηση που έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν ο Μπεκέτοφ καταπιάστηκε με δύο θέματα: την κατεδάφιση ενός μνημείου που περιείχε τα λείψανα σοβιετικών πιλότων και την κατασκευή ενός αυτοκινητόδρομου μέσα από ένα παρθένο δάσος της περιοχής.

Οι τοπικοί αξιωματούχοι αντέδρασαν έντονα. Ο Μπεκέτοφ δέχθηκε τηλεφωνικές απειλές. Ζήτησε προστασία, αλλά οι αρχές την αρνήθηκαν. Υστερα ανατινάχθηκε το αυτοκίνητό του. Και αντί να διαταχθεί έρευνα για αυτό το θέμα, διατάχθηκε έρευνα για την αρθρογραφία στην εφημερίδα του.

Τώρα έχει ανοίξει στο Χίμκι μια νέα εφημερίδα της αντιπολίτευσης για να συνεχίσει τη δουλειά του Μπεκέτοφ. Ο εκδότης της, ονόματι Ιγκόρ Μπελούσοφ, είναι θρήσκος, και πριν ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία εργαζόταν στο δήμο. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός από την κυκλοφορία της εφημερίδας, και ο δήμαρχος έκανε αγωγή στον εκδότη για δυσφήμηση. Τον Φεβρουάριο, η αστυνομία τον συνέλαβε με την κατηγορία ότι πουλούσε κοκαϊνη. Η κατηγορία αυτή βασιζόταν αποκλειστικά στη μαρτυρία ενός εμπόρου ναρκωτικών από μια άλλη πόλη που δεν μπορούσε να θυμηθεί βασικές λεπτομέρειες της υπόθεσης.

«Είχαμε πολλούς δημοσιογράφους εδώ, αλλά όλοι έχουν δεχθεί απειλές και τα παράτησαν», λέει ο Μπελούσοφ. «Μόνο εγώ είχα μείνει, και τώρα τα παρατάω κι εγώ».

Πηγή: International Herald Tribune, ΑΠΕ-ΜΠΕ

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή