Δραματικές προκλήσεις και μέτριες λύσεις: αυτή είναι η ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.). Σπανιότατα η Ε.Ε. «στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων», γεγονός που εξηγεί και τους λόγους για τους οποίους η Ευρώπη υστερεί και οικονομικά και γεωπολιτικά. Η Συνθήκη της Ρώμης, το 1958, η οποία δημιούργησε την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), αποτέλεσε το μεγάλο βήμα της Ευρώπης προς τα μπροστά. Η απόφαση όμως να δημιουργηθεί μία κοινή αγορά χωρίς ενιαία διακυβέρνηση συσσώρευσε προβλήματα, τα οποία θα γίνονταν αισθητά στο μέλλον.
Ολα όσα συνέβησαν -από τη διεύρυνση της Ε.Ε. στις 27 χώρες - μέλη έως τη δημιουργία της Ευρωζώνης των 16 χωρών μελών- διεύρυναν το χάσμα μεταξύ ρητορικής και πραγματικότητας. Η Ευρωζώνη υποσχέθηκε πολύ περισσότερα από αυτά που η ιστορία της της επιτρέπει να υλοποιήσει. Η ελληνική χρηματοοικονομική κρίση αποτελεί το τελευταίο παράδειγμα του χάσματος που υπάρχει μεταξύ πραγματικότητας και ρητορικής. Στη «ρίζα» της, πρόκειται για μία κρίση «διεύρυνσης», όσον αφορά στη διεύρυνση της Ευρωζώνης.
Οι άνευ προηγουμένου προσπάθειες για δημοσιονομική πειθαρχία τη δεκαετία του 1990 -υποβοηθούμενη στην Ελλάδα και από τη δημιουργική λογιστική- έδωσαν τη δυνατότητα σε Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία (γνωστές τον τελευταίο καιρό ως PIGS) να επιτύχουν τα κριτήρια ένταξης το 2002. Από τη στιγμή όμως που εισήλθαν στην Ευρωζώνη, οι πιέσεις σταμάτησαν. Οι περισσότερες χώρες της Μεσογείου συνέχισαν να δαπανούν αφειδώς, πιστεύοντας ότι οι αγορές δεν επρόκειτο να τις καλέσουν να απολογηθούν.
Τώρα, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είπε «φθάνει ως εδώ». Προτείνει τη σύσταση ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, με απώτερο στόχο να χορηγεί έκτακτα δάνεια σε χώρες που κινδυνεύουν να κηρύξουν στάση πληρωμής του χρέους τους. Η έκτακτη δανειοδότηση, όμως, πιθανότατα να συνοδεύεται από «απαγορεύσεις», «αυστηρούς όρους» και «υποχρεωτικές κυρώσεις», σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Με πιο απλά λόγια, αυτό σημαίνει ότι η διαχείριση των δημοσιονομικών μιας χώρας, η οποία προσέφυγε στη βοήθεια του ΕΝΤ θα γίνεται, για κάποιο διάστημα, από ξένους επιτρόπους, όπως ακριβώς συνέβη το 19ο αιώνα με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, οι οποίες χρειάστηκε να αναχρηματοδοτήσουν τα χρέη τους.
Ο Μίλτον Φρίντμαν προέβλεψε ότι το ευρωπαϊκό ενιαίο νόμισμα μπορεί να καταρρεύσει μετά από μία ή δύο δεκαετίες, σενάριο που έχει γίνει σήμερα περισσότερο πιθανό. Ο Σόιμπλε βεβαίως και γνωρίζει ότι οι όροι που προτείνει δεν πρόκειται να γίνουν πολιτικά αποδεκτοί, κατά συνέπεια επισημαίνει ότι οιαδήποτε χώρα αδυνατεί να ανταποκριθεί σε αυτούς «θα πρέπει τελικά να αποχωρεί από τη νομισματική ένωση, έχοντας όμως τη δυνατότητα να παραμένει μέλος της Ε.Ε.».
«Η Ευρωζώνη υποσχέθηκε πολύ περισσότερα από αυτά που η ιστορία της της επιτρέπει να υλοποιήσει. Η ελληνική χρηματοοικονομική κρίση αποτελεί το τελευταίο παράδειγμα του χάσματος που υπάρχει μεταξύ πραγματικότητας και ρητορικής».
Η κρίση χρέους των μεσογειακών χωρών έφερε στην επιφάνεια τα μακροχρόνια αδύναμα σημεία της Ευρωζώνης: την απουσία ενιαίας διακυβέρνησης. Επειδή η Ευρωζώνη δεν αποτελεί μία «ευνοϊκή νομισματική ζώνη», χρειάζεται εργαλεία για να αντιμετωπίσει τις λεγόμενες «ασύμμετρες κρίσεις» -κρίσεις που επηρεάζουν ορισμένα μέλη περισσότερο από κάποια άλλα. Ομως, στερείται αυτών των εργαλείων, ειδικά ενός υπουργείου Οικονομικών, με ισχύ, να φορολογεί και να δανείζεται, και μιας κεντρικής τράπεζας που να μπορεί να λειτουργεί ως πιστωτής της τελευταίας στιγμής προς τις τράπεζες των χωρών - μελών της.
Η πρόταση του Σόιμπλε έχει και οικονομικές και γεωπολιτικές προεκτάσεις. Σε οικονομικό επίπεδο, εκθέτει τις βαθιές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα σε αυτούς οι οποίοι πιστεύουν ότι οι εξωτερικές ανισορροπίες είναι σφάλμα αυτών που δαπανούν ελάχιστα και σε αυτούς οι οποίοι πιστεύουν ότι πρόκειται για σφάλμα αυτών που δαπανούν υπερβολικά. Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς ήθελε να αναγκάσει τις χώρες με πλεόνασμα ή να δαπανούν ή να δανείζουν. Ομως, επιβίωσε τελικά το παλαιότερο δόγμα, σύμφωνα με το οποίο «μία ελλειμματική χώρα έχει καθήκον να βάλει τα του οίκου της σε τάξη». Η μόνη παραχώρηση στον Κέινς ήταν η δημιουργία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το 1944, προκειμένου να προσφέρει βραχυπρόθεσμη βοήθεια σε χώρες με ελλείμματα υπό αυστηρούς όρους. Αυτό, ουσιαστικά, είναι η σημερινή γερμανική πρόταση στο στενότερο πλαίσιο της Ευρωζώνης.
Η άποψη του Σόιμπλε εκφράζει τις μακροπρόθεσμες αποπληθωριστικές προοπτικές της Γερμανίας. Το συντηρητικό κατεστημένο της Γερμανίας θα ήθελε να δει άλλες χώρες της Ευρωζώνης με μεγάλα ελλείμματα προϋπολογισμού να επιστρέφουν σε οικονομική ευρωστία μέσω δημοσιονομικής πειθαρχίας, μειωμένης εγχώριας ζήτησης και μεγάλης αύξησης των εξαγωγών. Το πρόβλημα, όπως πιστεύουν οι ηγέτες της Γερμανίας, δεν είναι τα υψηλά ποσοστά αποταμίευσης της χώρας τους αλλά οι υπέρογκες δαπάνες άλλων χωρών - μελών της Ευρωζώνης.
Ο Μάρτιν Γουλφ, της εφημερίδας «The Financial Times», διαφωνεί και στρέφει τα πυρά στην Κίνα. Και οι δύο χώρες έχουν μαζικά πλεονάσματα σε επίπεδο αποταμίευσης για επενδύσεις και τεράστια εμπορικά πλεονάσματα. Και οι δύο προβάλλουν τις δημοσιονομικές «αρετές» τους και επιμένουν ότι οι χώρες με ελλείμματα σταματούν τις περιττές δαπάνες. Ο Γουλφ χαρακτηρίζει άστοχο αυτό το επιχείρημα από οικονομικής απόψεως. Η συσσώρευση αποταμίευσης σε ένα μέρος προκαλεί ανεργία στους υπολοίπους. Οι χώρες με υψηλή αποταμίευση θα πρέπει να καταναλώνουν περισσότερο, επιτρέποντας στις χώρες που δαπανούν πολύ, να εξάγουν περισσότερα αγαθά και να αρχίσουν έτσι να ζουν με τα μέσα που διαθέτουν, χωρίς να καταδικάζονται σε στασιμότητα. Η λιτότητα δεν αποτελεί αρετή, εάν κανένας δεν είναι πρόθυμος να δαπανήσει.
Ωστόσο, οι βαρυσήμαντες προτάσεις του Σόιμπλε έχουν κυρίως αντίκτυπο στη γεωπολιτική της Ε.Ε. Η πολιτική ελίτ της Ευρώπης έχει την άποψη ότι η Ε.Ε. είναι ένας από τους πόλους ενός πολυπολικού κόσμου. Τι είναι όμως η Ευρώπη; Λιγότερο από μία ομοσπονδία και περισσότερο από μία ένωση, δεν διαθέτει κάποιο κέντρο με ειδικό βάρος ούτε έχει σταθερά σύνορα. Οταν ένας Αμερικανός, ένας Κινέζος ή ένας Ρώσος ηγέτης θέλει να μιλήσει στην Ευρώπη, ποιον καλεί; Χωρίς εσωτερική συνοχή ή εξωτερικό σχήμα, η Ευρώπη είναι κάτι περισσότερο από μία γεωπολιτική έκφραση. Το ζητούμενο της θέσης Σόιμπλε είναι, συνεπώς, ότι η Ευρωζώνη θα πρέπει να συρρικνωθεί σε μία διάσταση που μπορεί να διακυβερνηθεί.
Ουσιαστικά, θυμίζει τη διάσταση ανάμεσα στη Μεγαλύτερη Γερμανία όπως την είχαν οραματιστεί οι ιδεαλιστές το 1848 και τη Μικρότερη Γερμανία που δημιουργήθηκε από το Βίσμαρκ το 1971. Οπως το μικρό αγόρι του παραμυθιού, που δεν φοβήθηκε να φωνάξει ότι ο αυτοκράτορας είναι γυμνός, ο Σόιμπλε αντέτεινε το ρεαλισμό στις φιλόδοξες ρητορικές των Ευρωπαίων ηγετών. «Εσπασε» το κατεστημένο, θέτοντας υπό αμφισβήτηση κάθε πτυχή του ευρωπαϊκού σχεδίου. Σε αυτούς που προτιμούν το σταθερό οικοδόμημα στα «ωραία» λόγια, οι προτάσεις του είναι ευπρόσδεκτες.
ROBERT SKIDELSKY*
* O Robert Skidelsky, μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων, είναι επίτιμος καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Warwick University, συγγραφέας της βραβευμένης βιογραφίας του οικονομολόγου Τζον Μέιναρντ Κέινς και μέλος στο διοικητικό συμβούλιο της Σχολής Πολιτικών Σπουδών της Μόσχας.
Copyright: Project Syndicate, 2010.