Ο παιγνιώδης τίτλος της πρόσφατης συλλογής διηγημάτων του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, μας προϊδεάζει για το περιεχόμενο: «Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος» (εκδ. Ελληνικά Γράμματα). Ο ποταμός Αλιάκμονας, αντανακλά το «βόρειο» λογοτεχνικό σύμπαν του Θεσσαλονικιού συγγραφέα και δημοσιογράφου, ο οποίος αρέσκεται να επιλέγει αναπάντεχους τίτλους για τα πεζογραφήματά του.
Τα 27 διηγήματα του βιβλίου λειτουργούν σαν ένα καλειδοσκόπιο λογοτεχνικών τόνων. Η ανάγνωσή τους αποκαλύπτει την ευρεία γκάμα των εκφραστικών μέσων του δημιουργού τους αλλά και την ξεχωριστή ευαισθησία με την οποία χειρίζεται τις αδυναμίες των ηρώων του. Με αφορμή τη συλλογή διηγημάτων του, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης , άφησε το naftemporiki.gr να ρίξει μια ματιά στο εργαστήρι του συγγραφέα.
Πού οφείλεται ο ετερόκλητος χαρακτήρας της συλλογής διηγημάτων σας «Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος»; Με τι διάθεση τα γράψατε;
Δεν ξέρω τι εννοείτε ετερόκλητος χαρακτήρας. Τα διηγήματα αυτά κινούνται πάνω σε μερικούς βασικούς άξονες, κάποιες εμμονές, που έχουν να κάνουν: με το νερό, την φθορά, το παράδοξο, το αναπάντεχο, την απώλεια, την υπέρβαση, την μοναξιά, την μοναχικότητα, τα ζώα, την φύση και την επιρροή της πάνω μας, την δυσκολία της συνύπαρξης και των σχέσεων. Ο τόνος είναι, βέβαια, διαφορετικός και κινείται ανάμεσα στο τραγικό και στο κωμικό, στον λυρισμό, το θάμβος και την λοξή ειρωνεία. Γράφτηκαν σε μια πενταετία, οπότε γράφτηκαν με διαφορετικές διαθέσεις, που όμως κινούνται κι αυτές σε μια γκάμα που, υποθέτω, τις ενοποιεί θεληματικά το ύφος, η γλώσσα, ο ρυθμός.
Στο διήγημά σας «Να τους διαβάσω ποιήματα», ένας ποιητής απαγγέλλει στίχους σε ένα καφενείο και δίπλα του ένας αυτόκλητος προστάτης απειλεί το ακροατήριο με όπλο για να μη φύγει. Πώς προέκυψε αυτή η ιστορία;
Η ιστορία αυτή είναι σχεδόν πραγματική και συνέβη στον ποιητή Γιάννη Υφαντή. Την αφηγήθηκα, φυσικά, κατά βούλησιν, προσθέτοντας ή αφαιρώντας (όπως γίνεται πάντα) στοιχεία εσωτερικά κι εξωτερικά, ώστε να εξυπηρετηθεί καλύτερα η αφήγηση, η διαδρομή και η τελική στόχευση με τις σημάνσεις της.
Αν ήσασταν στη θέση του ποιητή, τι θα θέλατε να πείτε στους απλούς ανθρώπους του καφενείου;
Σημασία έχει η ιστορία ως κείμενο κι όχι το τι όντως συνέβη, ή τι θα έλεγα εγώ, στην πραγματικότητα. Η λογοτεχνία είναι αυτόνομος κόσμος, άσχετα από πού εμπνέεται. Διότι δεν έχει σημασία η «υπόθεση» ενός κειμένου, αλλά ο τρόπος που το αφηγείσαι. Αν αφαιρεθεί ο τρόπος, το ύφος, παύει να υπάρχει λογοτεχνία.
Αισθάνεστε ότι για να ακουστεί η φωνή ενός λογοτέχνη στην Ελλάδα, πρέπει να κάνει κάτι ακραίο για να ξεχωρίσει;
Όχι, βέβαια. Το μόνο που μπορεί να κάνει ένας συγγραφέας είναι να γράφει καλή λογοτεχνία. Δεν θα ξεβρακωθούμε κιόλας για να μας προσέξουν. Εξάλλου το κοινό της λογοτεχνίας είναι κατά παράδοσιν περιορισμένο. Κι έπειτα, τώρα υπάρχουν ειδικά περιοδικά για το βιβλίο, σελίδες σε εφημερίδες, εκπομπές, βραβεία, προβολή, εκδηλώσεις, διαφήμιση. Είμαστε σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τον Παπαδιαμάντη – αλλά τελικώς ο Παπαδιαμάντης είναι μέγας και χωρίς όλα αυτά.
Στο βιβλίο σας «Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος» πολλά διηγήματά σας τα έχει διαποτίσει η αλμύρα της θάλασσας. Ήταν μια συνειδητή επιλογή;
Ο Πλάτωνας, στους «Νόμους», έλεγε καταφρονετικά για κάποιους: «Μήτε γράμματα, μήτε νείν επίστωνται». Δηλαδή: «Είναι αγράμματοι και δεν ξέρουν να κολυμπάνε». Και όντως, η κολύμβηση, τουλάχιστον σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, που βρέχεται κατά μέγιστο μέρος, είναι σημαντική – με την έννοια του ότι ο Ελληνισμός είναι ανοιχτοί ορίζοντες και Οδυσσέας. Εξάλλου, όλοι οι σημαντικοί Έλληνες ποιητές και συγγραφείς επιστρέφουν στη θάλασσα. Σεφέρης, Ελύτης, Καραγάτσης, Παπαδιαμάντης, κ.α. Το νερό, η θάλασσα, είναι προϋπόθεση ύπαρξης για μας. Αλλιώς θα ήμασταν περίκλειστο Κιλκίς.
Μπορείτε να μας εξηγήσετε γιατί συνήθως οι Έλληνες συγγραφείς επιλέγουν το μυθιστόρημα και δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την τέχνη του διηγήματος;
Υπάρχουν και πολύ σημαντικοί σύγχρονοι Έλληνες διηγηματογράφοι – αλλά αρκετοί προτιμούν το μυθιστόρημα, ίσως γιατί πουλιέται περισσότερο, έχει μεγαλύτερη αποδοχή. Κι επίσης γιατί η μεγάλη φόρμα είναι μάλλον ευκολότερη από την μικρή.
Σε μια άλλη ιστορία σας με τίτλο «Η προτομή του Στάλιν», μια νεαρή φοιτήτρια μπερδεύει τον Στάλιν με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ήταν άλλος ένας παιγνιώδης τρόπος για να δείξετε ότι η Ιστορική μνήμη πνέει τα λοίσθια ;
Ήθελα να δείξω το ήδη γνωστό, δηλαδή ότι υπάρχει βαριά άγνοια στον χώρο των ΜΜΕ. Υπάρχουν εκλεκτοί δημοσιογράφοι, αλλά κυκλοφορούν και πάρα πολλοί αγράμματοι – κυρίως, βέβαια, στην τηλεόραση. Κι ένας βασικός λόγος που πάμε όπως πάμε, είναι γιατί αρκετοί κρίνοντες τα πράγματα, είναι, συχνά, χειρότεροι από τους κρινόμενους. Στην νέα γενιά, η κατάσταση είναι μάλλον χειρότερη, λόγω κακής παιδείας.
Κατά τη γνώμη σας οι λογοτέχνες πρέπει να λειτουργούν και ως θεματοφύλακες της Ιστορικής μνήμης;
Όχι. Οι συγγραφείς δεν είναι ιστορικοί. Η λογοτεχνία δεν αποτυπώνει καμιά πραγματικότητα, παρά δημιουργεί μια νέα, που εκφέρεται με καλλιτεχνικούς όρους, αλλιώς δεν θα ήταν Τέχνη. Μέσω της Τέχνης ξανασυλλογιζόμαστε την ζωή, τον εαυτό μας, φτάνουμε σε μια άλλη αυτοσυνείδηση. Η Τέχνη είναι διαχρονική, δεν είναι ρεπορτάζ γεγονότων.
Στο παλαιότερο μυθιστόρημά σας «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου» σκιαγραφείτε τους περιθωριακούς τύπους της Θεσσαλονίκης και τη δράση του παρακράτους. Τι διαφορετικό πιστεύετε ότι προσθέτει η δική σας ματιά σε αυτά τα δύο θέματα;
Κάθε μυθιστόρημα ή διήγημα είναι αναπόφευκτα μια νέα ματιά σε ένα θέμα, που, όπως είπα, εμπνέεται πιθανώς από μια πραγματικότητα, αλλά δεν την αναπαριστά. Φτιάχνει ένα νέο αυτόνομο κόσμο. Έναν κόσμο λογοτεχνικών ηρώων. Το αν είναι σημαντικό ή όχι, δεν σχετίζεται με το τι λέει, αλλά πως το λέει. Κάθε μυθιστόρημα ανήκει στον εαυτό του και πουθενά αλλού. Συνεπώς μπορεί και δικαιούται να είναι όσο αυθαίρετο θέλει, εκφράζοντας νέες εκδοχές, άπειρες, κατά βούλησιν. Κρίνεται με λογοτεχνικούς κι όχι ιστορικούς όρους.
Τα τελευταία χρόνια γράφετε για λαϊκά είδωλα, όπως τον Βαμβακάρη («Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας») και τον Τσιτσάνη («Ουζερί Τσιτσάνης»). Γιατί δεν ακολουθήσατε σε αυτά τα βιβλία σας το δρόμο μιας τυπικής βιογραφίας;
Γιατί δεν είμαι βιογράφος, αλλά συγγραφέας. Δεν με ενδιέφερε να κάνω μια ή δυό βιογραφίες, αλλά με πλάγιο, λοξό, ελλειπτικό τρόπο, και προσεγγίζοντας τους δύο συνθέτες, σε συγκεκριμένες, μικρές χρονικές περιόδους, να αναδείξω, συμπυκνωμένα, την ουσία τους, όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι. Θα μπορούσαν να υπάρξουν άπειρες, άλλες τέτοιες απόπειρες από άλλους συγγραφείς – όπως έγινε πολλές φορές στο παρελθόν με άλλες προσωπικότητες.
Κάποια βιβλία σας («Γερνάω επιτυχώς», «Ουζερί Τσιτσάνης») έχουν ανεβεί θεατροποιημένα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Πρόσφατα είδαμε και μια δική σας εκδοχή του έργου του Νίκου Τσιφόρου «Με τα παιδιά της πιάτσας». Πόσο σας έχει επηρεάσει ως μυθιστοριογράφο, η επαφή σας με το θέατρο;
Με το θέατρο ασχολήθηκα τα τελευταία χρόνια. Το θέατρο (ο διάλογος) ενυπάρχει ανέκαθεν στην λογοτεχνία. Αλλά, κανείς, αντλεί από όλες τις άλλες τέχνες, όταν γράφει, απΆ τη μουσική, το σινεμά, τα εικαστικά. Από παντού. Κι όσα περισσότερα ξέρει, ή αφομοιώνει, τόσο καλύτερο γιΆ αυτόν. Όλες οι Τέχνες, ενυπάρχουν, με πολλούς τρόπους η μία μέσα στην άλλη, αξεδιάλυτα.
Σε ποιο βαθμό εμπλέκεστε στη διαδικασία μιας παράστασης;
Ελάχιστα. Αφήνω τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς να κάνουνε την δουλειά τους που την ξέρουν πολύ καλύτερα από μένα. Εξάλλου, η παράσταση είναι δική τους ευθύνη.
Να περιμένουμε από εσάς ότι θα γράψετε κατευθείαν ένα θεατρικό έργο;
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Εγώ θα το ήθελα. Θα με ενδιέφερε πολύ. Αλλά αυτά είναι καπρίτσια της έμπνευσης, παιδιά της συγκυρίας και ενίοτε της ανάγκης. Εξάλλου, το πνεύμα όπου θέλει πνει.
ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ