Οι άνθρωποι που κοιμούνται λιγότερο ή περισσότερο από επτά ώρες τη μέρα (συμπεριλαμβανομένου του μεσημεριανού ύπνου) έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων, σύμφωνα με νέα αμερικανική έρευνα.
Ειδικότερα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσοι κοιμούνται λιγότερο από πέντε ώρες την μέρα εμφανίζουν υπερδιπλάσιο κίνδυνο για στηθάγχη, στεφανιαία πάθηση, έμφραγμα ή εγκεφαλικό. Αλλά και ο καθημερινός ύπνος για περισσότερες από εννιά ώρες επίσης αυξάνει κατά μιάμιση φορά τον κίνδυνο για την καρδιά.
Η έρευνα έγινε από επιστήμονες του τμήματος ιατρικής του πανεπιστημίου της Βιρτζίνια υπό τον καθηγητή ιατρικής Ανούπ Σανκάρ και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Sleep» της Αμερικανικής Ακαδημίας Ιατρικής του Ύπνου και της Εταιρίας Ερευνών του Ύπνου.
Οι ερευνητές βρήκαν ακόμα ότι τον μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν άτομα άνω των 60 ετών που κοιμούνται πέντε ώρες ή λιγότερο τη νύχτα και τα οποία έχουν υπερτριπλάσιο κίνδυνο για καρδιαγγειακή πάθηση σε σχέση με όσους κοιμούνται επτά ώρες.
Οι επιστήμονες παραδέχτηκαν ότι ακόμα δεν γνωρίζουν την αιτία που η μεγαλύτερη ή μικρότερη από επτά ώρες διάρκεια ύπνου επιδρά στο καρδιαγγειακό σύστημά του ανθρώπου. Εκτιμούν πάντως ότι η διάρκεια του ύπνου επηρεάζει τις μεταβολικές και ενδοκρινικές λειτουργίες, με συνέπεια να αυξάνεται ο κίνδυνος για σκλήρυνση των αρτηριών του αίματος.
Οι ερευνητές συνέστησαν στους γιατρούς να μελετούν κατά πόσο έχει αλλάξει η διάρκεια του ύπνου των ασθενών τους, ώστε να έχουν μια ακόμη ένδειξη σχετικά με τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής πάθησης.
Μια δεύτερη αμερικανική μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο ίδιο περιοδικό, έδειξε ότι μια περιστασιακή δόση γερού ύπνου στη διάρκεια του σαββατοκύριακου αποτελεί καλό «φάρμακο» για όσους συνήθως κοιμούνται λίγο τις εργάσιμες μέρες.
Όμως ακόμα και ένας ύπνος δέκα ωρών κατά περιόδους ίσως δεν είναι τελικά αρκετός για να αναπληρώσει πλήρως τον χαμένο ύπνο και να αντισταθμίσει τις αρνητικές συνέπειες της χρόνιας έλλειψης ύπνου.
Η έρευνα δείχνει ότι αν κάποιος κοιμηθεί λιγότερο από τέσσερις ώρες τη νύχτα για πέντε συνεχόμενες μέρες, τότε οι επιπτώσεις συσσωρεύονται και εμφανίζει, μεταξύ άλλων, αυξημένη διάσπαση της προσοχής του, αίσθημα εξάντλησης και μειωμένο χρόνο αντίδρασης στα εξωτερικά ερεθίσματα.
Τα συμπτώματα αυτά βελτιώνονται σημαντικά μετά από μια νύχτα γερού ύπνου για δέκα ώρες, όμως η πλήρης αποκατάσταση των λειτουργιών του οργανισμού απαιτεί περισσότερο ύπνο, σε διαδοχικές νύχτες, σύμφωνα με τους ερευνητές, υπό τον δρα Ντέηβιντ Ντίνγκις του τμήματος ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, μετά από μια χρονική περίοδο έλλειψης ύπνου, αν ο άνθρωπος δεν μπορεί μέσα στο σαββατοκύριακο να «ανανήψει» πλήρως μετά από ύπνο δέκα ωρών, πρέπει μέσα στην επόμενη εβδομάδα να κοιμάται μια με δύο ώρες παραπάνω.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ