Του Έιντερ Τέρνερ*
ΑπΆ ό,τι φαίνεται, η διεθνής οικονομική κρίση των ετών 2008-2009 ήταν μια κρίση συγκεκριμένων, συστημικά σημαντικών τραπεζών και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων όπως η AIG. Τελευταία, μάλιστα, έχει αναπτυχθεί ένας δημόσιος διάλογος σε υψηλούς τόνους σχετικά με τα προβλήματα που προκλήθηκαν από το χαρακτηρισμό των εν λόγω ιδρυμάτων «πολύ μεγάλα για να καταρρεύσουν» (too big to fail).
Για τους πολιτικούς, στο επίκεντρο του διαλόγου βρίσκεται το κόστος των προγραμμάτων διάσωσης και φορολογίας που εκπόνησαν οι αρχές με στόχο να «πάρουν πίσω τα χρήματά τους». Για τους οικονομολόγους, ο διάλογος επικεντρώνεται στον ηθικό κίνδυνο που απορρέει από τις ex ante προσδοκίες μιας διάσωσης που περιορίζουν την πειθαρχία της αγοράς όσον αφορά στην υπερβολική ανάληψη κινδύνου, καθώς και στο άδικο πλεονέκτημα που παρέχουν αυτές οι έμμεσες εγγυήσεις στους μεγάλους παίκτες της αγορές έναντι των ανταγωνιστών τους που είναι «πολύ μικροί για να καταρρεύσουν».
Σήμερα πέφτουν στο τραπέζι διάφορες εναλλακτικές πολιτικές για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος. Σε αυτές περιλαμβάνεται η αύξηση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας για τις συστημικά σημαντικές τράπεζες, η αυστηρότερη εποπτεία, η επιβολή περιορισμών στη συναλλακτική δραστηριότητα, η κατάρτιση προκαθορισμένων σχεδίων επίλυσης και ανάκαμψης, καθώς και η επιβολή φόρων που στόχο δεν θα έχουν να «φέρουν πίσω τα χρήματα» αλλά να εντάξουν στο πρόγραμμα τα απρόβλεπτα γεγονότα –καλώντας τους ιθύνοντες να πληρώσουν το κοινωνικό κόστος της συμπεριφοράς τους– καθώς και να παρέχουν καλύτερα κίνητρα.
Είμαι πεπεισμένος ότι είναι αναγκαίο να βρεθούν απαντήσεις στο πρόβλημα που απορρέει από το χαρακτηρισμό ενός ιδρύματος «πολύ μεγάλο για να καταρρεύσει». Πράγματι, αυτό είναι το κεντρικό θέμα που απασχολεί τη Μόνιμη Επιτροπή Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (Standing Committee of the Financial Stability Board) της οποίας προεδρεύω. Δεν πρέπει, όμως, να συγχέουμε το «αναγκαίο» με το «επαρκές». Mε την αποκλειστική επικέντρωση στα ιδρύματα που είναι πολύ μεγάλα για να καταρρεύσουν υπάρχει ο κίνδυνος να διαφύγουν της προσοχής μας πιο θεμελιώδη ζητήματα.
Στα μάτια του κόσμου, η επικέντρωση σε αυτά τα ιδρύματα μοιάζει εύλογη δεδομένων των εξαιρετικά δαπανηρών πακέτων διάσωσης. Όταν, όμως, θα επανέλθουμε στην κρίση σε –ας πούμε– δέκα χρόνια από σήμερα, θα είναι εντυπωσιακό πόσο μικρό θα μας φαίνεται το άμεσο κόστος της διάσωσης. Πολλές κρατικές εγγυήσεις χρηματοδότησης θα αποδειχθεί εκ των υστέρων ότι είχαν μηδενικό κόστος, τα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας που παρείχαν οι κεντρικές τράπεζες στην αγορά ή τα «επιτόκια τιμωρίας» θα αποδειχθούν σε πολλές περιπτώσεις επικερδή, ενώ οι ενέσεις κεφαλαίου θα έχουν καλυφθεί μερικώς ή πλήρως από την πώληση των μεριδίων.
Οι πρώτες εκτιμήσεις του συνολικού κόστους διαφέρουν από χώρα σε χώρα, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις το κόστος δεν υπερβαίνει τις μερικές ποσοστιαίες μονάδες επί του ΑΕΠ. Εξαιτίας της κρίσης, ωστόσο, οι δείκτες δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ στη Βρετανία και τις ΗΠΑ ενδέχεται να αυξηθούν κατά 40-50 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ άνοδο θα σημειώσουν και άλλοι, πιο αντιπροσωπευτικοί δείκτες της επιδείνωσης της οικονομίας –όπως η προαποφασισμένη ανάπτυξη του ΑΕΠ, η αύξηση της ανεργίας και η μείωση του πλούτου και εισοδήματος των ατόμων.
Τα στοιχεία αυτά υποδεικνύουν ότι το βασικό πρόβλημα δεν είναι το χρηματικό κόστος της διάσωσης αλλά η μακροοικονομική μεταβλητότητα που επιφέρει η πρόσκαιρη προσφορά πιστώσεων –οι οποίες αρχικά προσφέρονταν πολύ εύκολα και σε πολύ χαμηλή τιμή και ξαφνικά περιορίστηκαν δραστικά. Και δεν αποκλείεται –είναι πολύ πιθανό, θεωρώ– αυτά τα προβλήματα προσφοράς πιστώσεων να επιμείνουν ακόμη και όταν επιλυθεί το πρόβλημα των ιδρυμάτων που είναι «πολύ μεγάλα για να καταρρεύσουν».
Στις Ηνωμένες Πολιτείες η κρίση οδήγησε σε ενθουσιώδη αύξηση των στεγαστικών δανείων για εμπορικά ακίνητα από τις περιφερειακές τράπεζες. Εάν αυτές οι τράπεζες καταρρεύσουν, θα διασωθούν από τον αμερικανικό οργανισμό εγγύησης καταθέσεων (FDIC) –κάτι που είναι η ex ante προσδοκία της αγοράς. Στη Βρετανία είχαμε επίσης προβλήματα με τις στεγαστικές τράπεζες μέτριου μεγέθους και με τη χρηματοδότηση για αγορά εμπορικών ακινήτων από τους στεγαστικούς οργανισμούς αλληλοβοήθειας (mutual building societies), καθώς και προβλήματα με δύο μεγάλες τράπεζες. Η Ιρλανδία αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα εξαιτίας της έκρηξης στην αγορά εμπορικών ακινήτων, η οποία προκλήθηκε από τράπεζες που είναι σχετικά μικρές με βάση τα διεθνή πρότυπα.
Υπάρχει, επομένως, κίνδυνος η υπερβολική επικέντρωση στα ιδρύματα που είναι «πολύ μεγάλα για να καταρρεύσουν» θα γενικευτεί σε μια νέα πεποίθηση ότι ο εντοπισμός και η διάρθρωση ενός συγκεκριμένου μεγάλου μειονεκτήματος της αγοράς μπορεί να διασφαλίσει, εν τέλει, ένα σταθερό και αυτορυθμιζόμενο σύστημα. Πολλά, όμως, από τα προβλήματα που προκάλεσαν την κρίση –και θα μπορούσαν να επιφέρουν νέες κρίσεις στο μέλλον εάν δεν αντιμετωπιστούν– βρίσκονται αλλού.
*Ο Έιντερ Τέρνερ είναι πρόεδρος της βρετανικής Αρχής Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών.
Copyright: Project Syndicate, 2010