Του Τζόζεφ Στίγκλιτς*
Μια από τις κλασικές ενδείξεις της δυσλειτουργικής αγοράς σε μια οικονομία είναι η επίμονη ανεργία. Σήμερα στις ΗΠΑ, ένας στους έξι εργαζομένους δεν μπορεί να βρει πλήρη απασχόληση. Πρόκειται για μια οικονομία με τεράστιες ακάλυπτες ανάγκες και τεράστιους αναξιοποίητους πόρους.
Στην αγορά κατοικίας εντοπίζεται ένα ακόμη οξύμωρο της αμερικανικής οικονομίας: οι άστεγοι ανέρχονται σε εκατοντάδες χιλιάδες (το 2009 περισσότεροι από 1,5 εκατομμύρια Αμερικανοί έμειναν τουλάχιστον μία νύχτα σε καταφύγιο αστέγων), ενώ την ίδια ώρα εκατοντάδες χιλιάδες σπίτια παραμένουν άδεια.
Το ποσοστό των κατασχέσεων είναι, πράγματι, εντυπωσιακό: δύο εκατομμύρια Αμερικανοί έχασαν το σπίτι τους το 2008 και άλλα 2,8 εκατομμύρια το 2009 –και ο αριθμός των ανέργων αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο το 2010. Η απόδοση των χρηματοοικονομικών αγορών ήταν απογοητευτική –οι εύρυθμες «ορθολογικές» αγορές δεν δανείζουν σε όσους δεν μπορούν ή δεν πρόκειται να τις ξεπληρώσουν– και παρΆ όλα αυτά, όσοι κατεύθυναν αυτές τις αγορές επιβραβεύτηκαν σαν να ήταν ιδιοφυίες της οικονομίας.
Τίποτα από αυτά δεν είναι καινούργιο. Αυτό που είναι καινούργιο είναι η διστακτική και καθυστερημένη παραδοχή της κυβέρνησης Ομπάμα ότι οι προσπάθειές της για αποκατάσταση της ευρυθμίας των αγορών κατοικίας και ενυπόθηκων τίτλων έπεσαν στο κενό. Κατά περίεργο τρόπο, υπάρχει μια ολοένα πιο έντονη εντύπωση τόσο στη δεξιά όσο και στην αριστερά ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να συνεχίσει να στηρίζει την αγορά κατοικίας στο προσεχές μέλλον. Αυτή η στάση, όμως, περιπλέκει τα πράγματα και ενδεχομένως εμπεριέχει κινδύνους.
Το ότι περιπλέκει τα πράγματα φαίνεται από το γεγονός ότι στις υποθετικές αναλύσεις σχετικά με το ποιες δραστηριότητες θα έπρεπε να αναλαμβάνει ο δημόσιος τομέας, η διαχείριση της εθνικής αγοράς ενυπόθηκων τίτλων δεν αναφέρεται καν. Η γνώση των πληροφοριών σχετικά με την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας και η παρακολούθηση της εξυπηρέτησης των δανείων αποτελούν δεξιότητες τις οποίες υποτίθεται ότι κατέχει ο ιδιωτικός τομέας.
ΠαρΆ όλα αυτά, αυτή είναι μια ακατανόητη στάση: και τα δύο αμερικανικά πολιτικά κόμματα υποστήριξαν τις πολιτικές που ενθάρρυναν τις υπερβολικές επενδύσεις στην αγορά κατοικίας και τον υπερδανεισμό, ενώ στο όνομα της ιδεολογίας της ελεύθερης αγοράς οι εποπτικές αρχές απέφυγαν να παρέμβουν για να βάλουν φρένο στον αλόγιστο δανεισμό. Εάν η κυβέρνηση έφευγε σήμερα από την εξουσία, οι τιμές των ακινήτων θα υποχωρούσαν ακόμη περισσότερο, οι τράπεζες θα δέχονταν ακόμη μεγαλύτερες οικονομικές πιέσεις και οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίες θα γίνονταν ακόμη πιο δυσοίωνες.
Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που κάνει την αγορά ενυπόθηκων τίτλων επικίνδυνη όταν τη διαχειρίζεται το κράτος. Τα επιτόκια που στρεβλώνονται με κρατική παρέμβαση, οι επίσημες εγγυήσεις και οι φοροελαφρύνσεις συντηρούν τις επενδύσεις σε ακίνητα όταν αυτό που χρειάζεται η οικονομία είναι, για παράδειγμα, επενδύσεις στην τεχνολογία και τις καθαρές μορφές ενέργειας.
Επιπλέον, η διατήρηση των επενδύσεων σε ακίνητα καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την απεξάρτηση της οικονομίας από τον κλάδο ακινήτων και την απεξάρτηση του κλάδου ακινήτων από την κρατική στήριξη. Η περαιτέρω υποστήριξη των επενδύσεων σε ακίνητα θα ενισχύσει την εξάρτηση της αξίας του κλάδου από τις κυβερνητικές πολιτικές, με αποτέλεσμα να είναι βέβαιη η κλιμάκωση της πολιτικής πίεσης στους μελλοντικούς αρμόδιους χάραξης πολιτικής από ομάδες συγκεκριμένων συμφερόντων, όπως οι κατασκευαστικές εταιρείες και οι ομολογιούχοι.
Η τρέχουσα πολιτική των ΗΠΑ δημιουργεί –τουλάχιστον– σύγχυση. Το διοικητικό συμβούλιο της Fed δεν αποτελεί πλέον δανειστή ύστατης ανάγκης αλλά δανειστή πρώτης επιλογής. Τον πιστωτικό κίνδυνο στην αγορά ενυπόθηκων τίτλων τον αναλαμβάνει η κυβέρνηση και τον κίνδυνο αγοράς τον αναλαμβάνει η Fed. Κανένας δεν θα έπρεπε να εκπλήσσεται με αυτό που συμβαίνει σήμερα –ότι η ιδιωτική αγορά έχει ουσιαστικά εξαφανιστεί.
Η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει ότι αυτά τα μέτρα, τα οποία αποδίδουν (εάν αποδίδουν) με μείωση των επιτοκίων, είναι προσωρινά. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι όταν η παρέμβαση ολοκληρωθεί, τα επιτόκια θα αυξηθούν και οι κάτοχοι ενυπόθηκων ομολόγων θα υποστούν μείωση κεφαλαίου –και μάλιστα μεγάλη.
Κανένας παίκτης από τον ιδιωτικό χώρο δεν θα αγόραζε ένα τέτοιο στοιχείο ενεργητικού. Η Fed, όμως, δεν είναι αναγκασμένη να αναγνωρίσει τη ζημία και ενώ οι υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς θα κάνουν λόγο για τις αρετές της τιμολόγησης στην αγορά και την «εύρεση τιμών» (price discovery), η Fed μπορεί να προσποιείται ότι δεν συμβαίνει τίποτα.
Με την κυβέρνηση να αναλαμβάνει τον πιστωτικό κίνδυνο, οι ενυπόθηκοι τίτλοι κατέληξαν να είναι εξίσου ασφαλής μορφή επένδυσης με τα κρατικά ομόλογα ίσης διάρκειας. Ωστόσο, η παρέμβαση της Fed στη στεγαστική αγορά αποτελεί στην ουσία παρέμβαση στην αγορά κρατικών ομολόγων –η φερόμενη ως «μεταστροφή» από την αγορά ενυπόθηκων τίτλων στην αγορά κρατικών ομολόγων λίγη σημασία έχει. Η Fed είναι επιφορτισμένη με το δύσκολο έργο του προσδιορισμού όχι μόνο του βραχυπρόθεσμου επιτοκίου, αλλά και των μακροπρόθεσμων επιτοκίων.
Η αποκατάσταση της αγοράς κατοικίας γίνεται ολοένα πιο δύσκολη υπόθεση για δύο λόγους. Πρώτον, οι τράπεζες μέσω των οποίων γινόταν ο συμβατικός ενυπόθηκος δανεισμός βρίσκονται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση. Δεύτερον, το μοντέλο τιτλοποίησης έχει καταρρεύσει δεν αναμένεται να αντικατασταθεί σύντομα. Δυστυχώς, ούτε η κυβέρνηση Ομπάμα αλλά ούτε και η Fed φαίνονται διατεθειμένες να αντιμετωπίσουν αυτές τις αλήθειες.
Η τιτλοποίηση –συγκέντρωση μεγάλου αριθμού ενυπόθηκων τίτλων για πώληση σε συνταξιοδοτικά ταμεία και επενδυτές ανά τον κόσμο– απέδωσε μόνο και μόνο επειδή υπήρχαν οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης οι οποίοι υποτίθεται ότι εγγυούταν ότι τα ενυπόθηκα δάνεια θα χορηγούνται μόνο σε όσους μπορούν να τα αποπληρώσουν. Σήμερα, κανένας δεν εμπιστεύεται ή δεν πρέπει να εμπιστεύεται τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, ούτε τις επενδυτικές τράπεζες που χορηγούσαν ελαττωματικά προϊόντα (τα οποία ορισμένες φορές σχεδίαζαν με σκοπό να χάσουν χρήματα).
Εν ολίγοις, οι κυβερνητικές πολιτικές στήριξης της στεγαστικής αγοράς όχι μόνο δεν κατάφεραν να λύσουν το πρόβλημα, αλλά παρατείνουν και τη διαδικασία απομόχλευσης δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια «διαταραχή ιαπωνικού τύπου». Θα είναι δύσκολο να αποφευχθεί αυτή η θλιβερή «νέα νόρμα», ωστόσο, υπάρχουν εναλλακτικές πολιτικές με καλύτερες προοπτικές επαναφοράς της ευημερίας στην αμερικανική και παγκόσμια οικονομία.
Μπορεί οι εταιρείες έχουν μάθει να παραβλέπουν τα άσχημα νέα, να καταγράφουν τις ζημίες και να προχωρούν μπροστά, αλλά δεν ισχύει το ίδιο και για τις κυβερνήσεις μας. Για ένα στα τέσσερα ενυπόθηκα δάνεια στις ΗΠΑ, το χρέος υπερβαίνει την αξία της κατοικίας. Με τις εξώσεις, το μόνο που επιτυγχάνεται είναι να αυξάνονται ακόμη περισσότερο οι άνεργοι και τα άδεια σπίτια. Αυτό που χρειάζεται είναι άμεση διαγραφή της αξίας των ενυπόθηκων δανείων. Οι τράπεζες θα πρέπει να αναγνωρίσουν τις ζημιές και, εάν είναι απαραίτητο, να αναζητήσουν πρόσθετα κεφάλαια προκειμένου να πληρούν τις προϋποθέσεις αποθεματικών κεφαλαίων.
Αυτό, βέβαια, θα είναι οδυνηρό για τις τράπεζες αλλά η οδύνη αυτή δεν συγκρίνεται επΆ ουδενί με την οδύνη που έχουν προκαλέσει στην παγκόσμια οικονομία.
*Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και κάτοχος βραβείου Νόμπελ στα οικονομικά. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Freefall: Free Markets and the Sinking of the Global Economy» έχει μεταφραστεί στα Γαλλικά, τα Γερμανικά, τα Ιαπωνικά και τα Ισπανικά.
Copyright: Project Syndicate, 2010