Του Μπέρι ¶ιχενγκριν*
Σίγουρα η διπλή ύφεση δεν είναι απλή υπόθεση, αλλά το να χαθεί μια ολόκληρη δεκαετία είναι κάτι πολύ πιο δυσοίωνο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, επικρατεί μια έντονη ανησυχία ότι η χειρότερη ύφεση μετά τη Μεγάλη Ύφεση έχει πλήξει ανεπανόρθωτα την ικανότητα ανάπτυξης της οικονομίας.
Πράγματι, υπάρχουν καλοί λόγοι για να ανησυχεί κανείς ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και οι υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες θα παρασυρθούν σε μια μακρά περίοδο χαμηλής ανάπτυξης. Έχοντας «καεί» στην κρίση, οι τράπεζες θα επιβάλουν αυστηρότερα πρότυπα δανεισμού, ενώ ήδη τους επιβάλλονται αυστηρότεροι κανονισμοί ως προς την κεφαλαιακή επάρκεια και τη ρευστότητα.
Περιορισμένη, όμως, παροχή τραπεζικών πιστώσεων σημαίνει αύξηση του κόστους κεφαλαίου. Για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις –η πιο σημαντική πηγή ανάπτυξης σε επίπεδο καινοτομίας και θέσεων εργασίας– οι επιπτώσεις θα είναι πιο επώδυνες. Οι κυβερνήσεις, από την πλευρά τους, θα βγουν από την κρίση ακόμη πιο υπερχρεωμένες, γεγονός που συνεπάγεται την επιβολή μεγαλύτερων φόρων, τη μείωση των επενδύσεων και, ως εκ τούτου, την επιβράδυνση της ανάπτυξης.
Ένας άλλος φόβος που εκφράζεται είναι ότι η κρίση θα δημιουργήσει έναν σκληρό πυρήνα μακροχρόνιων ανέργων, οι οποίοι θα βλέπουν τις δεξιότητές τους να ατροφούν και τους ίδιους να στιγματίζονται στα μάτια των δυνητικών εργοδοτών τους. Η αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας θα περιορίσει τις εισροές εργατικού δυναμικού και την αποδοτικότητα. Η ανάπτυξη είναι δυσκολότερη όταν οι οικοδόμοι και οι διαχειριστές των hedge funds είναι αναγκασμένοι να εργάζονται ως σερβιτόροι ή νοσηλευτές. Αυτή η αναντιστοιχία ανάμεσα στις δεξιότητες που προσφέρονται και σε αυτές που ζητούνται λειτουργεί ως τροχοπέδη της ανάπτυξης στον τομέα της εργασίας.
Οι ίδιες επιπτώσεις έγιναν αισθητές και στη δύση της Μεγάλης Ύφεσης. Στις ΗΠΑ, η ανάπτυξη του τραπεζικού δανεισμού ήταν μηδενική ανάμεσα στα έτη 1933 (στη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης) και 1937 (στο σημείο καμπής του κύκλου επιχειρηματικής δραστηριότητας). Οι επενδύσεις είχαν πληγεί σοβαρά, ενώ οι μετοχές τόσο των εταιρειών εξοπλισμού όσο και υποδομών βρίσκονταν χαμηλότερα το 1941 απΆ ότι το 1929.
Αυτά τα προβλήματα αναντιστοιχίας ήταν που εμπόδισαν τη μεταφορά ανθρώπινων πόρων από τους κλάδους που βρίσκονταν σε ύφεση σε αυτούς που αναπτύσσονταν. Στη Βρετανία, όπου υπήρχε μεγάλος αριθμός ανθρακωρύχων, η ανάπτυξη της αυτοκινητοβιομηχανίας και της μηχανικής καθυστέρησε εξαιτίας της έλλειψης εξειδικευμένων μηχανικών. Παντού παρατηρήθηκε επιδείνωση της μακροχρόνιας ανεργίας.
Οι δεξιότητες χάθηκαν και ο σκληρός πυρήνας των ανέργων υπέστη στιγματισμό και υπέκυψε σε ηττοπάθεια. Η έγκριτη έρευνα που διεξήγαγε το 1933 ο κοινωνιολόγος Πολ Λάζαρσφίλντ στην πόλη Μαριεντάλ της Αυστρίας σκιαγραφεί αυτήν ακριβώς τη ζοφερή εικόνα. Ο Τζορτζ Όργουελ την περιέγραψε παραστατικά στο βιβλίο του «Στις Φάμπρικες του Γουήγκαν Παίηρ».
Το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό, καθώς ανέκαμψαν όλοι οι τομείς πλην της αγοράς εργασίας. Στις ΗΠΑ, η ανεργία διαμόρφωναν στο 14% το 1937 –μετά από τέσσερα ολόκληρα χρόνια ανάκαμψης– όπως και το 1940, όταν η χώρα έμπαινε στον ΒΆ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Υπάρχει, όμως, και η όλη όψη του νομίσματος. Η παραγωγή κατέγραψε ισχυρή ανάπτυξη μετά το 1933. Την περίοδο 1933-1937, η αμερικανική οικονομία σημείωσε ετήσια ανάπτυξη 8%, ενώ την περίοδο 1938-1941, ο ρυθμός ανάπτυξης ξεπέρασε το 10%.
Η ταχεία ανάπτυξη της παραγωγής χωρίς αντίστοιχα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης σε επίπεδο μετοχικού κεφαλαίου ή απασχόλησης συνοδευόταν από ταχεία αύξηση της παραγωγικότητας. Αυτό είναι και το παράδοξο της δεκαετίας του 1930: παρότι ήταν μια περίοδος χρόνιας υψηλής ανεργίας, εταιρικών πτωχεύσεων και επίμονων οικονομικών δυσχερειών, στη δεκαετία του 1930 σημειώθηκε η μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας απΆ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη δεκαετία της αμερικανικής οικονομίας.
Πώς συνέβη αυτό; Όπως έχει δείξει ο ιστορικός της οικονομίας, Αλεξάντερ Φιλτ, πολλές εταιρείες αξιοποίησαν το διάστημα της πτώσης που επέφερε η εξασθένιση της ζήτησης για τα προϊόντα τους για αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων τους. Τα εργοστάσια που χρησιμοποιούσαν ως τότε μια μοναδική κεντροποιημένη πηγή ισχύος εγκατάστησαν πιο ευέλικτες ηλεκτρικές γεννήτριες στο χώρο της παραγωγής. Οι σιδηρόδρομοι αναδιοργάνωσαν και αυτοί τις δραστηριότητές τους με στόχο την πιο αποδοτική απασχόληση τόσο των συρμών όσο και των εργαζομένων. Περισσότερες επιχειρήσεις ενσωμάτωσαν σύγχρονα τμήματα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού και ερευνητικά τμήματα στις εγκαταστάσεις τους.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι με ανάλογο τρόπο ανταποκρίνονται και οι σημερινές επιχειρήσεις. Η General Motors, η οποία αντιμετώπισε σοβαρά υπαρξιακά προβλήματα, έχει αποφασίσει να μεταμορφώσει το επιχειρησιακό της μοντέλο. Η US airlines αξιοποίησε την κάμψη της ζήτησης για τις υπηρεσίες της αναδιοργανώνοντας τόσο τον εξοπλισμό όσο και το προσωπικό της, ακριβώς όπως έκαναν οι σιδηρόδρομοι τη δεκαετία του 1930. Οι επιχειρήσεις, τόσο στον μεταποιητικό κλάδο όσο και στον τομέα των υπηρεσιών, υιοθετούν νέες τεχνολογίες πληροφορικής –κάτι αντίστοιχο με τις μικρές ηλεκτρικές γεννήτριες του 1930– με στόχο τη βελτιστοποίηση των αλυσίδων προμηθειών και των συστημάτων διαχείρισης ποιότητας.
Επομένως, ακόμη και αν υπάρχουν καλοί λόγοι για να περιμένει κανείς μια περίοδο χαμηλών επενδύσεων και ανάπτυξης της αγοράς εργασίας, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα χαμηλή παραγωγικότητα ή χαμηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ.
Αυτή η θετική ανταπόκριση της παραγωγικότητας, όμως, δεν είναι δεδομένη –πρέπει να την ενθαρρύνουν οι αρμόδιοι χάραξης πολιτικής. Οι μικρές, καινοτόμες επιχειρήσεις έχουν ανάγκη από μεγαλύτερη πρόσβαση στις πιστώσεις. Οι εταιρείες χρειάζονται ισχυρότερα κίνητρα φοροαπαλλαγής για Έρευνα και Ανάπτυξη. Η αύξηση της παραγωγικότητας μπορεί να ενισχυθεί μέσω των δημόσιων επενδύσεων σε υποδομές, σύμφωνα με τα παραδείγματα από τη δεκαετία του 1930 που αναφέρουν οι Hoover Dam and the Tennessee Valley Authority.
Η ενίσχυση της παραγωγικότητας είναι θετική σε πολλά επίπεδα. Καταρχάς, διευκολύνει τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και την αύξηση των δαπανών για την παιδεία, καθώς και τη χρηματοδότηση των ταμείων για τους μακροχρόνιους άνεργους. Ωστόσο, ακόμη και εάν είναι δυνατή υπό τις παρούσες συνθήκες η ταχεία αύξηση της παραγωγικότητας, δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Οι αρμόδιοι χάραξης πολιτικής πρέπει να αναλάβουν δράση.
Ο Μπέρι ¶ιχενγκριν είναι καθηγητής Οικονομικών και Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλίφορνιας
Copyright: Project Syndicate, 2010.