Πώς θα αναχαιτιστεί ο οικονομικός εθνικισμός στην Ευρώπη

Αποψη
Τρίτη, 28 Σεπτεμβρίου 2010 12:46
UPD:14:47

Ο χειρισμός της υπόθεσης της GM Europe από την Κομισιόν είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κλαδικής παρέμβασης.

A- A A+

Του Έλι Κοέν*

Η γερμανική και η γαλλική κυβέρνηση έδωσαν μάχη για να σώσουν την αυτοκινητοβιομηχανία τους κάνοντας γενναίες δημοσιονομικές ενέσεις –γεγονός που αποδεικνύει περίτρανα ότι στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης η κλαδική πολιτική (industrial policy) έχει επιστρέψει δριμύτερη. Στη διάρκεια του περασμένου έτους, ωστόσο, οι ηγέτες της Γαλλίας, της Γερμανίας και άλλων κρατών της ΕΕ κινήθηκαν ενάντια μάλλον παρά σε συνεργασία με τους υπόλοιπους όσον αφορά στη δρομολόγηση των πολιτικών τους. Το αποτέλεσμα ήταν ορισμένοι κλάδοι στην Ευρώπη να καταλήξουν να είναι «προστατευόμενοι» την ώρα που άλλοι αφήνονταν στις αφόρητες πιέσεις της αγοράς.

Το ηθικό δίδαγμα είναι ξεκάθαρο: οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πρέπει να συνεργαστούν στη δρομολόγηση της κλαδικής πολιτικής. Αυτό που χρειάζεται, επίσης, να κάνουν είναι να προωθήσουν περισσότερο την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα.

Το προηγούμενο έτος, η γαλλική και η γερμανική κυβέρνηση παρενέβησαν με ενέσεις κεφαλαίων προκειμένου να αντικατασταθούν οι απερχόμενοι μέτοχοι. Στήριξαν την εξασθενημένη ζήτηση επιδοτώντας τις πωλήσεις, παρέχοντας κίνητρα για την έρευνα σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας και προστατεύοντας τις θέσεις εργασίας. Αυτά τα προγράμματα ανάκαμψης έχουν ως πρώτη προτεραιότητα το εθνικό συμφέρον, με το επιχείρημα ότι τα χρήματα των φορολογουμένων πρέπει χρησιμοποιηθούν για την υπεράσπιση των εθνικών εταιρειών και εργαζομένων.

Οι γαλλικές αρχές προχώρησαν ένα βήμα παρακάτω δημιουργώντας ένα ταμείο στρατηγικών επενδύσεων (Fonds stratégique dΆinvestissement– FSI), το οποίο έχει στόχο να προστατέψει τα εγχώρια κεφάλαια από τα ληστρικά σχέδια των ξένων επενδυτών. Η μαζική αυτή επιστροφή στις κλαδικές πολιτικές του παρελθόντος και η διστακτικότητα των κυβερνήσεων να επιτρέψουν την κατάρρευση ακόμη και των μη ανταγωνιστικών εταιρειών θα έπρεπε να προκαλούν γενικότερη ανησυχία.

Κρίνοντας από την ανταπόκριση των κυβερνήσεων στην κρίση, δεν θα ήταν παράλογο να σκεφτεί κανείς ότι οι αρχές εποπτείας των αγορών και οι αρχές ανταγωνισμού θα πρέπει να αναλαμβάνουν τα ηνία όταν μια οικονομία είναι σταθερή, ενώ σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης θα πρέπει να δρομολογούνται κλαδικές πολιτικές. Δυστυχώς, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν επιχείρησαν να αντιμετωπίσουν την κρίση με τις συνήθεις πολιτικές, ούτε άδραξαν την ευκαιρία να ενισχύσουν τις αρμοδιότητες των αρχών της ευρωζώνης. ΑντΆ αυτού, κάθε κράτος μέλος της ΕΕ προτίμησε να κοιτάξει τον εαυτό της.

Το οπλοστάσιο των κλασικών παρεμβατικών εργαλείων που διαθέτουν τα κράτη μέλη –εγγυήσεις καταθέσεων, αναδιάρθρωση κεφαλαίων των τραπεζών, εγγυήσεις διατραπεζικών δανείων και εξαγορά ταξικών στοιχείων ενεργητικού– υποτίθεται πως θα ενίσχυε την πίστη στην έννοια της ευρωπαϊκής ενότητας. Η αλήθεια, όμως, αποδείχθηκε πολύ διαφορετική: εν τέλει, τα παρεμβατικά μέτρα των κρατών μελών προκάλεσαν στρεβλώσεις και ανωμαλίες τόσο στο βορρά όσο και στον νότο της γηραιάς ηπείρου.

Κατά την αναδιάρθρωση κεφαλαίων των τραπεζών, ορισμένες χώρες υιοθέτησαν πιο αυστηρές πολιτικές ημικρατικοποιήσεων, ενώ άλλες χορήγησαν κεφάλαια διάσωσης με πολύ ριψοκίνδυνους όρους, συνδέοντας την αναδιάρθρωση κεφαλαίων με την ανάπτυξη των πιστώσεων και τον περιορισμό των παράγωγων προϊόντων. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ένα συνονθύλευμα κατακερματισμένων και επανακρατικοποιημένων χρηματοοικονομικών συστήματων.

Οι αρχές ανταγωνισμού σε χώρες όπως η Βρετανία σώπασαν. Η Γαλλία, το Λουξεμβούργο και το Βέλγιο αναγκάστηκαν να διασώσουν τη Fortis και την Dexia, εξαιτίας της απουσίας ευρωπαϊκού μηχανισμού διάσωσης εννιαίων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.

Στην προσπάθειά της να επανορθώσει για τη ζημιά που προκάλεσε όλη αυτή η βοήθεια στην ανταγωνιστικότητα της ΕΕ, η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν προειδοποίησε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να «μπλοκάρει» την κρατική βοήθεια –γρήγορα, όμως, ενέδωσε στις κραυγαλέες διαμαρτυρίες των κρατών μελών. Η Ευρώπη θα έπρεπε να έχει χρησιμοποιήσει τη ρυθμιστική της δύναμη για να αντιμετωπίσει τη σύγκρουση ανάμεσα στον συστημικό κίνδυνο και την ανταγωνιστικότητα που συνεπάγεται η παροχή όλων αυτών των έκτατων δημόσιων επιδοτήσεων. Αυτό, όμως, ήταν πρακτικά αδύνατο δεδομένης της αντιφατικής απαίτησης της αρχής ανταγωνισμού σύμφωνα με την οποία όσες εταιρείες λαμβάνουν κεφάλαια στήριξης θα πρέπει να μειώσουν τις πιστώσεις προς τους πελάτες τους.

Ο χειρισμός της υπόθεσης της GM Europe από την Κομισιόν είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κλαδικής παρέμβασης. Αρχικά, η Κομισιόν παρείχε στη γερμανική κυβέρνηση πλήρη ελευθερία αλλά το Βερολίνο, αντί να στηρίξει την Opel, έσπευσε να προστατέψει τις γερμανικές θέσεις εργασίας στηρίζοντας τη Magna –τον δυνητικό Ρωσοκαναδό αγοραστή, έστω και αν αυτό έθετε σε κίνδυνο τις θέσεις εργασίας της Opel στο Βέλγιο και τη Βρετανία.

Οι νομικοί σύμβουλοι της Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Κομισιόν δήλωσαν ότι θα εξετάσουν όλες τις εθνικές απαιτήσεις, ωστόσο, η ανάκαμψη της GM και η αργή υλοποίηση του γερμανικού προγράμματος είχε ως αποτέλεσμα την υπονόμευση της επίλυσης του προβλήματος της Magna. Στη συνέχεια, μετά τις εκλογές του προηγούμενου Οκτωβρίου στη Γερμανία, η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση απέσυρε τη στήριξή της προς τη Magna. Έτσι, η Κομισιόν είχε τη δυνατότητα –ακόμη και πριν ζητηθεί επισήμως η παρέμβασή της– να αποτρέψει την εφαρμογή μέτρων που έρχονταν σε αντίθεση με τη λογική της ενιαίας αγοράς.

Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι κυβερνήσεις της ΕΕ στη διαχείριση της χρηματοοικονομικής κρίσης εγείρουν σοβαρά ερωτήματα σχετικά με το εάν μπορούν να συνυπάρξουν οι εθνικές κλαδικές πολιτικές και οι κανονισμοί ανταγωνισμού της ευρωζώνης. Κατά πάσα πιθανότητα μπορούν, αλλά μόνο εάν οι Ευρωπαίοι εγκαταλείψουν τις πολιτικές ντιρεκτίβες του παρελθόντος και προάγουν την καινοτομία καθώς και πιο ανταγωνιστικές περιβαλλοντικές πολιτικές.

Η διεθνής οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων αγορών, φέρνουν στο προσκήνιο τα χρόνια προβλήματα υπερβάλλουσας παραγωγικής ικανότητας της Ευρώπης. Για να αποτραπεί μια «έκρηξη» στην ενιαία αγορά της ΕΕ, οι αρμόδιοι χάραξης πολιτικής των κρατών μελών θα πρέπει να δρομολογήσουν παράλληλα κλαδικές πολιτικές αναδιάρθρωσης.

Αυτό ισχύει κυρίως για την αυτοκινητοβιομηχανία. Τα καρτέλ «προφανούς κρίσης» του Νταβινιόν, τα οποία κάποτε βοήθησαν στη διαχείριση της ύφεσης στον ευρωπαϊκό κλάδο του χάλυβα, πρέπει να αναβιώσουν επειγόντως. Εάν οι ευρωπαϊκές αρχές δεν λάβουν μέτρα για την αντιμετώπιση της υπερβάλλουσας παραγωγικής ικανότητας στην αυτοκινητοβιομηχανία, είναι σίγουρο ότι θα βιώσουμε μια αναζωπύρωση του προστατευτισμού.

*Ο Έλι Κοέν είναι Διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας (CNRS).

Copyright: Project Syndicate/EuropeΆs World, 2010.

Προτεινόμενα για εσάς