Παίζουν ρούμπα, ρέγκε, rythm and blues και ξορκίζουν με τη μουσική τους τις δυσκολίες της ζωής. Οι Benda Bilili το συγκρότημα των παραπληγικών μουσικών από το Κονγκό, ξεκίνησαν ως άστεγοι στους δρόμους της Κινσάσα για να γνωρίσουν στη συνέχεια τη διεθνή αναγνώριση. Η απίστευτη ιστορία τους, γυρίστηκε σε φιλμ- ντοκιμαντέρ από τους Ρενό Μπαρέ και Φλοράν ντε λα Τουλέ και βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Νύχτες Πρεμιέρας στην κατηγορία «Φιλμ-μουσική». Ο Φλοράν ντε λα Τουλέ, ο οποίος ταξίδεψε μέχρι την Αθήνα για να παραλάβει το βραβείο, μας μίλησε για την ταινία του «Benda Bilili» και τη σχέση του με τα μέλη του ξεχωριστού αυτού γκρουπ. Η ταινία παίζεται ήδη στον Aπόλλωνα και στις υπόλοιπες κινηματογραφικές αίθουσες θα βγει από τις 30 Σεπτεμβρίου (σε διανομή της Feelgood Entertainment).
Η ταινία σας για τους Benda Bilili, έχει βραβευτεί ξανά, έτσι δεν είναι;
Πρόκειται για το δεύτερο βραβείο που παίρνει η ταινία, καθώς είχε διακριθεί και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο ¶μστερνταμ. Με εντυπωσίασε που το Φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας είχε μια σχετικά μεγάλη ενότητα στο διαγωνιστικό της για ταινίες που έχουν να κάνουν με τη μουσική. Στο Παρίσι πραγματοποιούνται κινηματογραφικά αφιερώματα σε μουσικούς, αλλά το πρόγραμμά τους είναι περιορισμένο και δεν έχουν μεγάλη ποικιλία. Για μένα τουλάχιστον η σχέση κινηματογράφου-μουσικής είναι ιδιαίτερα στενή.
Σας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι καλλιτέχνες του δρόμου;
Πράγματι με ενδιαφέρουν οι καλλιτέχνες του δρόμου. Ωστόσο δεν προσεγγίσαμε τους Benda Bilili επειδή ήταν καλλιτέχνες του δρόμου αλλά επειδή μας μάγεψε κυριολεκτικά η μουσική τους. Όταν τους πρωτογνώρισα ένιωσα ένα είδος μουσικού σοκ. Και νομίζω ότι θα ένιωθα ακριβώς το ίδιο ακόμη και αν το γκρουπ αποτελούνταν από πλούσιους μουσικούς. Ήταν νύχτα όταν τους συναντήσαμε στους δρόμους της Κινσάσα. Έπαιζαν μουσική με μια παλιά κιθάρα και γύρω τους είχε μαζευτεί πλήθος παιδιών και κόσμου. Μείναμε να τους ακούσουμε όλη τη νύχτα. Η μουσική τους μας συγκίνησε βαθιά και θελήσαμε να τους ηχογραφήσουμε.
Λειτουργήσατε δηλαδή ως παραγωγοί του πρώτου τους άλμπουμ;
Ναι. Φυσικά όταν πήραμε αυτή την απόφαση δεν γνωρίζαμε καν τις δυσκολίες που έκρυβε ένα τέτοιο εγχείρημα. Θεωρούσαμε ότι όλα θα ήταν πολύ εύκολα και γρήγορα γιατί πρώτη φορά καταπιανόμασταν με την παραγωγή ενός άλμπουμ. Αποδείχτηκε μια χρονοβόρα διαδικασία. Η παραγωγή του πρώτου τους άλμπουμ και τα γυρίσματα της ταινίας γινόντουσαν ταυτόχρονα και κράτησαν περίπου πέντε χρόνια. Ακολουθούσαμε τους ίδιους και την ιστορία τους παντού και το φιλμ ολοκληρώθηκε όταν έφτασαν στην Ευρώπη για την πρώτη περιοδεία τους. Ξεκινήσαμε τα πρώτα γυρίσματα των Benda Bilili το 2004, ουσιαστικά όμως η ταινία ξεκίνησε το 2005. Είχαμε συμπεριλάβει κάποια βίντεο του γκρουπ στην πρώτη μας ταινία «Jupiter dances», μαζί με άλλους μουσικούς από τη Κινσάσα.
Πώς ξεκίνησε η κινηματογραφική περιπέτειά σας στην Κινσάσα και τι το ιδιαίτερο έχει αυτή η πόλη που σας συγκίνησε ως σκηνοθέτη;
Τολμώ να πω ότι η Κινσάσα κυριολεκτικά μας μεταμόρφωσε σε αυτό που είμαστε σήμερα. Μέχρι να βρεθούμε εκεί δεν είχαμε γυρίσει κάποια ταινία, ούτε είχαμε εργαστεί ως παραγωγοί μουσικών άλμπουμ. Εγώ δούλευα ως φωτορεπόρτερ και ο φίλος μου ο Ρενό ήταν γραφίστας. Ο φίλος μου ταξίδεψε στην Κινσάσα γιατί η σύντροφός του έμεινε στην πόλη για να γράψει ένα βιβλίο για τα παιδιά-στρατιώτες. Εγώ τότε ήμουν σε ένα ρεπορτάζ στη Σιβηρία. Μου έστειλαν ένα e-mail και βρέθηκα στην πόλη. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να αγοράσω μια κάμερα, χωρίς να ξέρω καλά-καλά το γιατί. Η Κινσάσα έχει έντονη καλλιτεχνική ζωή. Θα λέγαμε ότι είναι η πρωτεύουσα της αφρικανικής μουσικής. Στις διπλανές χώρες, γνωρίζουν κάπως τη γλώσσα των κατοίκων της χάρη στην επιρροή που ασκεί στη μουσική. Βέβαια ο δεκαετής πόλεμος που έχει μεσολαβήσει μας έχει κάνει να προσπερνάμε την ιδιαίτερη κουλτούρα της. Συνολικά έχουμε γυρίσει τέσσερα ντοκιμαντέρ στην Κινσάσα.
Πώς αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι τον κινηματογραφικό φακό;
Σε μια χώρα όπως το Κονγκό καταλαβαίνεις ότι η μουσική μπορεί να λειτουργήσει ως το κλειδί που θα σου ανοίξει την πόρτα για να μιλήσεις ταυτόχρονα για την κοινωνία, την πολιτική και τον πολιτισμό. Στην Κινσάσα πολλοί κάτοικοι δείχνουν δυσφορία όταν βλέπουν τους λευκούς να τριγυρίζουν στους δρόμους με μια κάμερα στο χέρι, επειδή βλέπουν τηλεόραση και βλέπουν να μεταφέρονται εκεί μόνο αρνητικές εικόνες από την πατρίδα τους. Αν όμως περπατάς δίπλα σε ένα μουσικό δεν αντιμετωπίζεις προβλήματα.
Μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας μια στιγμή από τα γυρίσματα που σας άγγιξε περισσότερο;
Μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του φιλμ, ήταν όταν φτάσαμε στην Ευρώπη μαζί τους για πρώτη φορά. Στην πρώτη τους συναυλία δεν τους ήξερε κανείς και μόλις δύο μέρες μετά την παρουσία τους σε ένα μουσικό φεστιβάλ όλες οι εφημερίδες άρχισαν να γράφουν θετικές κριτικές. Παρότι γνώριζα πόσο καλοί μουσικοί είναι, μου είχε προκαλέσει τεράστια κατάπληξη το γεγονός. Όταν γυρίζαμε εκείνη την περίοδο, πολλές φορές εγώ και ο Ρενό δεν μπορούσαμε να δούμε και πολλά μέσα από την κάμερα επειδή ήμασταν δακρυσμένοι. Νιώθω πλέον ότι τα μέλη του γκρουπ αποτελούν μέρος της οικογένειάς μου. Αυτοί ευχαριστούν εμένα κι εγώ νιώθω τεράστια ευγνωμοσύνη γιΆ αυτούς. Ο Καμπόσι, για παράδειγμα ήταν αρχικά κλειστός χαρακτήρας, από όσα είχε περάσει και τώρα είναι εκπληκτικό να τον βλέπεις ευτυχισμένο. Η ζωή των Benda Billili άλλαξε τελείως, έχουν πλέον στέγη, αυτοκίνητο και τα παιδιά τους πηγαίνουν σχολείο.
Η δουλειά σας για τους Benda Bilili είναι απλώς ένα ντοκιμαντέρ ή κάτι παραπάνω;
Είναι κάτι παραπάνω. Εγώ την χαρακτηρίζω φιλμ-ντοκιμαντέρ. Δεν είναι ρεπορτάζ, απλή καταγραφή, καθώς η φόρμα του είναι προσαρμοσμένη στα στάνταρ του σινεμά. Είναι περισσότερο προσεγμένη δουλειά, στη φωτογραφία, στους ήχους, ανακαλύπτεις σταδιακά τους χαρακτήρες. Αν το είχαμε γυρίσει για την τηλεόραση νομίζω ότι θα ήταν τελείως διαφορετικό, θα ήταν ενδεχομένων λιγότερο συγκινησιακό, πιο γρήγορο στο μοντάζ. Αποφασίσαμε εξ αρχής ότι έπρεπε να πάει στο σινεμά άλλωστε είναι η ιστορία πέντε χρόνων περιπλάνησης και είχε πραγματικά πολύ πλούσιο υλικό. Υπάρχουν κι άλλες ταινίες σαν τη δική μας που ακολουθούν τις ζωές των μελών ενός γκρουπ. Η πιο χαρακτηριστική είναι το «Dig» (σκηνοθεσία: Οndi Timoner) που επί επτά χρόνια κατέγραφε τη ζωή των μελών δύο αμερικάνικων γκρουπ (των Brian Jonestawn Massacre και Dandy Warhols).
Μπορείτε να μας μιλήσετε και για την εμπειρία σας στο Φεστιβάλ των Καννών;
Δεν συμμετείχαμε στο διαγωνιστικό μέρος στο Φεστιβάλ των Καννών, απλώς είχε επιλεγεί η ταινία μας να προβληθεί. Θυμάμαι, είχα κατέβει αποφασισμένος να αγωνιστώ για να φέρω θεατές και δημοσιογράφους να δουν την ταινία και με έκπληξη ανακάλυψα ότι τα πράγματα ήταν πολύ πιο εύκολα. Μου είπαν ότι δεν υπήρχαν συχνά τόσο θετικές αντιδράσεις σε πρώτη προβολή. Έ, έπειτα ηρέμησα λιγάκι.
Ποια είναι η εξέλιξή σας ως σκηνοθέτη, από την πρώτη σας ταινία μέχρι σήμερα; Αλλάζετε τον τρόπο δουλειά σας ή παραμένετε σταθερός;
Νομίζω ότι αλλάζουμε από ταινία σε ταινία. Στην αρχή δεν είχαμε σενάριο και απλώς ακολουθούσαμε τα πράγματα. Μετά όμως αρχίσαμε να έχουμε σενάριο, ώστε να μπορέσουμε να επικεντρωθούμε στα πιο σημαντικά στοιχεία και να μη χαθούμε, όπως πολύ συχνά συμβαίνει στα γυρίσματα μιας ταινίας.
Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζει ένας ανεξάρτητος δημιουργός που θέλει να ελέγχει και την παραγωγή της ταινίας του;
Γενικότερα η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει διευκολύνει το γύρισμα ενός ντοκιμαντέρ. Μπορείς να καταγράφεις με μια ελαφριά, ψηφιακή κάμερα και το γύρισμα των φιλμ-ντοκιμαντέρ σου αφήνει πολλά περιθώρια ελεύθερης δημιουργικότητας. Το βασικό πρόβλημα στις ανεξάρτητες παραγωγές παραμένει το οικονομικό. Φυσικά είναι δεδομένο για εμάς ότι θέλουμε να είμαστε οι παραγωγοί των ταινιών μας, δεν θα μας πει κάποιος άλλος πώς να περπατήσουμε! Ωστόσο τώρα έχουμε αρχίσει να κάνουμε συμπαραγωγές. Είναι απίστευτο το γεγονός ότι στη Γαλλία, όταν έχεις έτοιμη μια ταινία και θέλεις να τη βγάλεις προς τα έξω, η τιμή της πέφτει κατακόρυφα. Ενώ αν έχεις πρώτα το σενάριο και κάνεις μια συμπαραγωγή, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά.