Ενα σοβαρό ερώτημα πλανάται στα χείλη πολλών, παγκόσμιας εμβέλειας, οικονομολόγων: Η παγκόσμια οικονομία θα φανεί αρκετά ισχυρή ώστε να υποστεί το σοκ της δημοσιονομικής πολιτικής που οδηγεί στη λιτότητα, χωρίς να κυλίσει προς τη δυσπραγία και την ύφεση στη συνέχεια;
Μία από τις απαντήσεις στο ερώτημα αυτό λέει ότι πολλά θα εξαρτηθούν από τον τρόπο που οι κυβερνήσεις των αναπτυγμένων χωρών θα διαχειριστούν την απαραίτητη μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων τους. Η μαζική δημοσιονομική επέκταση ήταν η συνταγή των περισσότερων κυβερνήσεων, στο μέτρο που βάθαινε η παγκόσμια κρίση και οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν κάθε δυνατό μέσο για να αποφευχθεί η δυσπραγία (depression). Στην παρούσα φάση, όμως, όσο και αν οι οικονομίες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα, οι κυβερνήσεις στρέφονται προς τη σταδιακή μείωση των ελλειμμάτων που κληρονόμησαν από την κρίση - τα οποία ελλείμματα ήρθαν να επιβαρύνουν μία ήδη μάλλον κακή δημοσιονομική κατάσταση.
Στην ουσία, αυτή η απόφαση για τις αναπτυγμένες οικονομίες πάρθηκε τον περασμένο Ιούνιο στο Τορόντο, στην διάρκεια της συνάντησης του G20. Αποφασίστηκε τότε οι αναπτυγμένες χώρες να μειώσουν μέχρι το 2013 τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα κατά το ήμισυ, πράγμα εύκολο στα λόγια αλλά δύσκολο στην πράξη. «Αν δεν υπάρξουν δημοσιονομικές περικοπές», μας λέει ο Γάλλος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Πασκάλ Σαλέν, «με δεδομένη την καχυποψία που γεννά το ελληνικό κρατικό χρέος, οι αγορές θα είναι όλο και πιο «κουμπωμένες» απέναντι στα δημοσιονομικά ελλείμματα. Συνεπώς, σπρώχνουν προς την κατεύθυνση της λιτότητας, δηλαδή των δημοσιονομικών περιορισμών, γιατί φοβούνται ότι η πρόσκαιρη βελτίωση του διεθνούς οικονομικού κλίματος θα οδηγήσει εκ νέου σε κρατικές… απλοχεριές. Μπορούμε έτσι να συμπεράνουμε ότι στον αναπτυγμένο κόσμο το να μιλάμε για την έλευση μιας περιόδου λιτότητας δεν είναι διόλου υπερβολή».
Ως φαίνεται δε, τα γεγονότα θα δικαιώσουν τις προβλέψεις του Γάλλου καθηγητή, παρά τις αντιρρήσεις κεϋνσιανών οικονομολόγων, όπως οι βραβευθέντες με βραβείο Νόμπελ Αμερικανοί καθηγητής Πολ Κρούγκμαν και Τζότζεφ Στίγκλιτς.
Σύμφωνα με προβλέψεις της Ειδικής Μονάδας Πληροφοριών του βρετανικού περιοδικού «The Economist», το μέσο δημοσιονομικό έλλειμμα στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ), από 0,7% του ΑΕΠ το 2007, στο τέλος του 2009 αντιπροσώπευε 7,3% του ΑΕΠ και θα πέσει στο 7% με το κλείσιμο του 2010. Για το 2011, το παραπάνω έλλειμμα θα πέσει στο 5,8%, όχι τόσο λόγω μείωσης των δημοσίων δαπανών στις χώρες μέλη, όσο λόγω και της κατάργησης μιας σειράς παραγωγικών φορολογικού περιεχομένου κινήτρων. Όπως και να έχουν όμως τα πράγματα, η συγχρονισμένη αυτή δημοσιονομική μείωση θα είναι η ευρύτερη που θα έχει ποτέ παρατηρηθεί τα σαράντα τελευταία χρόνια.
Χαρακτηριστική είναι από την άποψη αυτή η περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, στο οποίο η νέα κυβέρνηση σχεδιάζει να περιορίσει το δημοσιονομικό έλλειμμα, από 11% του ΑΕΠ φέτος, σε 2,1% την περίοδο 2014-2015. Το 75% από τις περικοπές που σχεδιάζονται θα οφείλονται στην κατά 25% μείωση των προϋπολογισμών της τοπικής αυτοδιοίκησης. Για την ίδια περίοδο, η αμερικανική κυβέρνηση προβλέπει μείωση του δημοσιονομικού της ελλείμματος, από 9,9% το 2009, σε 3,7%.
Η εικόνα αυτή συναντάται στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, με ιδιαιτέρως θεαματικές τις εξαγγελίες της Γερμανίδας καγκελαρίου, Ανγκελα Μέρκελ, για περικοπές 80 δισ. ευρώ. Περικοπές που αφορούν τόσο διάφορα κοινωνικά επιδόματα, όσο και μισθοδοσίες του δημοσίου. Προς τις ίδιες κατευθύνσεις κινούνται τέλος και χώρες όπως η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιαπωνία, πράγμα που δείχνει ότι κάποιες λήψεις μακροοικονομικών αποφάσεων στις αναπτυγμένες χώρες είναι συντονισμένες. «Πρόκειται για την αρχή μιας παγκόσμιας οικονομικής διακυβερνήσεως», μας λέει ο Καναδός οικονομολόγος και βουλευτής του Κόμματος των Φιλελευθέρων, Πιερ Λεμιέ, ο οποίος πρόσφατα έγραψε και ένα ογκώδες βιβλίο για τα μυστικά της οικονομίας και τις μυθολογίες που τα περιβάλλουν.
Τι σημαίνει όμως για την παγκόσμια οικονομία αυτή η δημοσιονομική λιτότητα και τι συνεπάγεται; «Ο κίνδυνος μιας διπλής ύφεσης πλησιάζει το 30% και το ποσοστό αυτό κάθε άλλο παρά αμελητέο είναι. Η ζήτηση του ιδιωτικού τομέα στις αναπτυγμένες χώρες είναι αδύναμη και άρα δεν μπορεί να καλύψει τις προβλεπόμενες περικοπές. Την ίδια ώρα, υπάρχουν πολλά ερωτηματικά και για την ανάκαμψη στις αναπτυσσόμενες χώρες, παρόλον ότι οι δημόσιες δαπάνες τους ενίσχυσαν τη ζήτηση του δημοσίου τομέα, υπό καθεστώς δημοσιονομικής ισορροπίας», επισημαίνει ο Βρετανός οικονομολόγος, Μάρτιν Γουόλφ, σημαντικός αρθρογράφος και στην εφημερίδα «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς».
Είναι έτσι προφανές ότι οι κυβερνήσεις στον αναπτυγμένο κόσμο αντιμετωπίζουν ένα δύσκολο εγχείρημα ισορροπίας μεταξύ σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής και επιστροφής των οικονομιών στην ύφεση. Όμως, από πάνω τους κρέμεται και η δαμόκλειος σπάθη των αγορών, οι οποίες, όπως είναι γνωστό, επηρεάζουν άμεσα και τις δημοσιονομικές πολιτικές. Εύγλωττη είναι έτσι η ελληνική περίπτωση απώλειας της αυτονομίας άσκησης οικονομικής πολιτικής, λόγω των αφόρητων πιέσεων που άσκησαν οι αγορές.
Η μεγάλη συνεπώς πρόκληση για τις κυβερνήσεις είναι να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στις αγορές και να πείσουν ότι οι μεταρρυθμίσεις τους είναι πραγματικές και όχι ευκαιριακές. Από τη μια μεριά, λοιπόν, οι κυβερνήσεις έχουν τις αγορές απέναντί τους και, από την άλλη, την πιθανότητα εσωτερικών πολιτικών αναταραχών από δυνάμεις που αρνούνται τις μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, είναι πλέον ζωτικό για τις κυβερνήσεις να εμπνεύσουν φερεγγυότητα στη δημοσιονομική τους πολιτική. Αυτή δε η φερεγγυότητα είναι εκ των ων ουκ άνευ στην Ευρωζώνη, στην οποία για την ώρα οι διάφορες κυβερνητικές ενέργειες δεν προκαλούν βεβαιότητες.
«Θα ζήσουμε μια κατάσταση με σκαμπανεβάσματα», μας λέει ο Γάλλος οικονομολόγος και συγγραφέας, Γκι Σορμάν, ο οποίος προβλέπει ότι στα χρόνια που έρχονται θα είναι μειωμένη η κρατική επιρροή στις οικονομικές επιδόσεις των χωρών μελών του ΟΟΣΑ, γεγονός που θα προκαλεί σοβαρές πολιτικές τριβές. Παρ' όλα αυτά, πιστεύει ότι, αν ληφθούν υπ' όψιν οι γερμανικές επιδόσεις, η εξέλιξη αυτή δεν θα πλήξει την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη. Θεωρεί έτσι υπερβολικούς και κινδυνολογικούς τους φόβους των επιφανών κεϋνσιανών οικονομολόγων, οι οποίοι, κατά τη γνώμη του, έχουν περισσότερο στόχο να χαϊδέψουν αφτιά παρά να εκφράσουν μία ρευστή πραγματικότητα -η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι τόσο επικίνδυνη όσο προβλέπουν από τη δική τους οπτική γωνία οι αγορές και υπό το δικό τους πρίσμα οι νεοπαρεμβατιστές οικονομολόγοι.
Το μέλλον θα δείξει. Σίγουρα, όμως, δεν θα είναι όπως το υπερσπάταλο παρελθόν που αφήνουμε πίσω μας.
ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ