Το χαμηλό ποσοστό κάλυψης των ενεργειακών αναγκών της Ελλάδας από ανανεώσιμες πηγές έρχεται σε πλήρη αντίφαση με τις δυνατότητές της, είπε, μιλώντας στo naftemporiki.gr ο κ. Aχίμ Στάινερ, αναπληρωτής γενικός γραμματέας του ΟΗΕ και διευθυντής του Προγράμματος του ΟΗΕ για το Περιβάλλον (UNEP), κάνοντας λόγο για χαμένες ευκαιρίες για επενδύσεις.
Ωστόσο, τόνισε ότι οι φιλόδοξοι στόχοι που έχει θέσει για την πράσινη η κυβέρνηση μπορούν να συμβάλουν στην έξοδο από την κρίση.
Λίγες ημέρες πριν την έναρξη της παγκόσμιας συνόδου του Κανκούν για το κλίμα και εν μέσω χαμηλών προσδοκιών για το αποτέλεσμά της, ο κ. Στάινερ τόνισε ότι μία παγκόσμια συμφωνία είναι η μοναδική οδός για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, καθώς οι διμερείς συμφωνίες δεν αρκούν για την επίτευξη της απαραίτητης μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Ερωτηθείς για τις επιπτώσεις του σκανδάλου «Climategate» στην αξιοπιστία της επιστήμης της κλιματικής αλλαγής, ο κ. Στάινερ είναι κατηγορηματικός: « Έχουμε αρκετά στοιχεία για να γνωρίζουμε ότι η κλιματική αλλαγή συμβαίνει, αν και δεν κατανοούμε πλήρως πώς θα εξελιχθούν οι συνέπειες». Υπενθυμίζεται ότι λίγες ημέρες πριν από τη σύνοδο της Κοπεγχάγης για το κλίμα το 2009, διέρρευσαν emails ερευνητών του Πανεπιστημίου East Anglia που θεωρήθηκαν από τους επικριτές ως ενδείξεις κακής επιστημονικής πρακτικής και χειραγώγησης πληροφοριών για την κλιματική αλλαγή.
Ο κ. Στάινερ βρέθηκε στην Αθήνα με αφορμή το συνέδριο που διοργάνωσε το Διεθνές Κέντρο Μελετών Ευξείνου Πόντου (ΔΙΚΕΜΕΠ) με θέμα «Προς μία πράσινη οικονομία: ευκαιρίες για την ευρύτερη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας».
Τι ελπίζετε να επιτευχθεί στη σύνοδο του Μεξικού την επόμενη εβδομάδα;
Δύο είναι οι προτεραιότητες. Πρώτον, μετά τη σύνοδο της Κοπεγχάγης, πολλοί είχαν την αίσθηση της αποτυχίας. Στην πραγματικότητα όμως, υπάρχει η συμφωνία της Κοπεγχάγης που περιέχει μια σειρά εθελοντικών δεσμεύσεων. Πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι αυτές οι εθελοντικές δεσμεύσεις θα αποτελέσουν μέρος του πλαισίου δράσης για την κλιματική αλλαγή. Η απόπειρα να βρούμε ενιαία νομικά δεσμευτική συμφωνία στην Κοπεγχάγη δεν πέτυχε, οπότε στο Κανκούν υπάρχουν κάποιοι θεμέλιοι λίθοι, από τη fast track χρηματοδότηση μέχρι το ζήτημα των δασών και τη μείωση των εκπομπών από την αποψίλωση, που είναι ένα ζήτημα πάνω στο οποίο πολλές χώρες νιώθουν έτοιμες να συμφωνήσουν. Νομίζω ότι αυτά είναι τα βήματα που θα κάνουμε στο Κανκούν. Πάνω απ’όλα πρέπει να δημιουργήσουμε εκ νέου ένα κλίμα εμπιστοσύνης, ότι οι χώρες πραγματικά θέλουν να καταλήξουν σε μία συμφωνία στο πλαίσιο της συνόδου για την κλιματική αλλαγή, αυτό είναι που χάσαμε στην Κοπεγχάγη και χωρίς το οποίο δεν μπορούμε να συνεχίσουμε.
Δεδομένου ότι μια δεσμευτική συμφωνία δεν είναι πιθανό να επιτευχθεί αυτή τη φορά και ότι οι δύο μεγαλύτεροι ρυπαντές – η Κίνα και οι ΗΠΑ – βρίσκονται σε διαμάχη, πώς θα σχολιάζατε την άποψη που υποστηρίζουν όλο και περισσότεροι, ότι η διαδικασία βρίσκεται σε αδιέξοδο και ότι είναι απίθανο να επιτευχθεί συμφωνία στο πλαίσιο του ΟΗΕ;
Όταν μιλάμε για μία συζήτηση στην οποία συμμετέχουν πάνω από 190 χώρες και το ζήτημα είναι τόσο θεμελιώδες όσο η υπερθέρμανση που στην ουσία μιλάμε για τον επανασχεδιασμό της υποδομής της οικονομίας μας, το γεγονός ότι δεν καταφέρνουμε πάντα να ακολουθήσουμε το πρόγραμμα για την επίτευξη συμφωνίας δεν είναι λόγος να σταματήσουμε να προσπαθούμε. Το ερώτημα είναι αν μπορούμε να πετύχουμε τις απαραίτητες μειώσεις εκπομπών αερίων απλώς με εθελοντικές και διμερείς συμφωνίες. Σας διαβεβαιώνω πως όχι. Δεν νομίζω λοιπόν ότι υπάρχει εναλλακτική πέρα από τη συλλογική προσέγγιση. Το πόσο νομικά δεσμευτική θα είναι αποτελεί ίσως δευτερεύον ζήτημα. Και τα κράτη, οι επιχειρήσεις και οι πολιτικοί ηγέτες νομίζω καλά θα κάνουν να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων του συνεδρίου για την κλιματική αλλαγή γιατί είναι η πλέον πολλά υποσχόμενη οδός που διαθέτουμε.
Για να στραφούμε στις εξελίξεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ και τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, θεωρείτε ότι αυτό επηρεάζει αρνητικά την όλη διαδικασία των διαπραγματεύσεων για την κλιματική αλλαγή;
Tο γεγονός ότι οι εκπρόσωποι του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος είναι λιγότερο προδιατεθειμένοι προς μία διεθνή συμφωνία για την κλιματική αλλαγή και προς θεμελιώδεις αλλαγές στην αμερικανική οικονομία, θα καταστήσει τις διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ πιο δύσκολες. Αλλά ας θυμηθούμε ότι έχουν περάσει δύο χρόνια με διακυβέρνηση Δημοκρατικών και Κογκρέσο ελεγχόμενο από τους Δημοκρατικούς χωρίς να οδηγηθούμε σε αποτέλεσμα στην Κοπεγχάγη. Ωστόσο, αν και οι ΗΠΑ και η Κίνα αυτή δημιουργούν αυτή τη στιγμή ένα πολύ δύσκολο κλίμα για να πετύχουν πρόοδο οι υπόλοιπες χώρες, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι δεν ισχύει πως να δεν κάνουν τίποτα για την παγκόσμια υπερθέρμανση. Έχουμε δει την Κίνα να επενδύει σε ανανεώσιμη ενέργεια, όπως και η κυβέρνηση Ομπάμα, οπότε και οι δύο χώρες δεν είναι αντίθετες στο να δράσουν. Απλώς δεν βρίσκουν μία μέθοδο για να δράσουν από κοινού, οπότε τελικά θα κάνουν τα πράγματα πολύ πιο δύσκολα.
Θα συμφωνούσατε ότι το σκάνδαλο «Climategate» και οι αποκαλύψεις για τα σοβαρά λάθη στην αναφορά της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) έπληξαν ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία της επιστήμης της κλιματικής αλλαγής και ότι αυτό έχει προκαλέσει περαιτέρω καθυστερήσεις στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων;
Όχι, με κανένα τρόπο. Είμαι ανένδοτος σε αυτή την απάντηση γιατί από τότε που προέκυψε το ζήτημα για κάποια από τα στοιχεία στην έκθεση που είχαν θεωρηθεί λανθασμένα ή ανακριβή , έχουν διεξαχθεί διάφορες έρευνες που βρήκαν ότι πράγματι υπάρχουν πράγματα που θα μπορούσαν να βελτιωθούν στη διαδικασία σύνταξης αυτών των εκθέσεων του IPCC, αλλά η θεμελιώδης επιστήμη της κλιματικής αλλαγής παραμένει αδιαμφισβήτητη. Στην καρδιά αυτών των συζητήσεων είναι πώς, κάτω από συνθήκες ατελούς γνώσης, μπορεί κανείς να προβλέψει τι θα γίνει σε 50-100-150 χρόνια, ποιες θα είναι οι επιπτώσεις αυτού του φαινομένου υπερθέρμανσης στα αποθέματα νερού, στα ακραία καιρικά φαινόμενα. Νομίζω ότι αυτοί που δεν θέλουν να πιστέψουν στην υπερθέρμανση θα ισχυριστούν ότι αυτά τα λάθη κατά κάποιο τρόπο υπονομεύουν την αξιοπιστία της επιστήμης. Έχουμε όμως αρκετά στοιχεία για να γνωρίζουμε ότι η κλιματική αλλαγή συμβαίνει, αν και δεν κατανοούμε πλήρως πώς θα εξελιχθούν οι συνέπειες. Αλλά ας μου επιτραπεί να το πω έτσι: η ανθρώπινη φύση ποτέ δεν περίμενε να υπάρχει τέλεια γνώση για να δράσει, γιατί τότε ίσως να είναι πολύ αργά. Η επιλογή μας σήμερα είναι να προχωρήσουμε με τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα και να κάνουμε επιλογές. Είναι ζήτημα διαχείρισης κινδύνου.
Όταν όμως δρούμε σε ένα περιβάλλον οικονομικής ύφεσης, μπορούμε να αντέξουμε να αναλάβουμε αυτό το ρίσκο όταν δεν είμαστε σίγουροι πόσο σοβαρές θα είναι οι επιπτώσεις;
Υπάρχουν τρεις τρόποι να το δει κανείς. Υπάρχει η δημοσιονομική διάσταση, η διάσταση της στρατηγικής εθνικής ανάπτυξης και η ηθική διάσταση. Για τη δημοσιονομική διάσταση, είναι ξεκάθαρο ότι όταν οι χώρες παλεύουν με ελλείμματα, υψηλά δημόσια χρέη και οικονομίες σε ύφεση, είναι δύσκολο να βρεθούν οι πόροι για επενδύσεις στην καινοτομία που ίσως πρώτα απαιτούν κάποιο είδος δημόσιας. Όμως, στην τρέχουσα παγκόσμια κρίση έχουμε επενδύσει 3.000 δισ. δολάρια για την οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθεροποίηση. Μεγάλο ποσοστό αυτών των χρημάτων πήγε στη σταθεροποίηση της οικονομίας του 20ου αιώνα. Τώρα πρέπει να αναρωτηθούμε, αν κοιτάμε το μέλλον, δεν θα έπρεπε να επενδύουμε στην τεχνολογία του αύριο; Και μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι η ενέργεια που βασίζεται στους υδρογονάνθρακες σίγουρα δεν ανήκει στην οικονομία του αύριο. Το ηθικό ερώτημα είναι, αν ξοδέψεις όλα σου τα χρήματα για τον εαυτό σου σήμερα, τι αφήνεις πίσω για τα παιδιά σου αύριο όσον αφορά μια εθνική οικονομική βάση. Και εκεί νομίζω η οικονομική κρίση δεν είναι μόνο ζήτημα να πούμε “ας κόψουμε τα πάντα” χωρίς να κάνουμε στρατηγικούς υπολογισμούς που θα επέτρεπαν σε μία οικονομία αύριο να βρίσκεται σε καλύτερη θέση.
Για να στραφούμε τώρα στην Ελλάδα, πιστεύετε ότι κάνει αρκετά για να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που διαθέτει; Και τι περισσότερο θα μπορούσε να κάνει δεδομένου ότι βρίσκεται στο μέσο μιας πολύ σοβαρής ύφεσης;
Νομίζω ότι πρέπει κανείς να πάει πίσω στο χρόνο, γιατί η Ελλάδα έχει ίσως χάσει ευκαιρίες τα τελευταία 15-20 χρόνια να επενδύσει στην ανανεώσιμη ενέργεια. Αν κοιτάξετε στην Ευρώπη υπάρχουν χώρες που αντλούν σήμερα 20-30-35% της ενέργειας που χρησιμοποιούν από ανανεώσιμες πηγές. Το γεγονός ότι η Ελλάδα καλύπτει το 4% των αναγκών της σε ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, αιολική και ηλιακή, έρχεται σε πλήρη αντίφαση με τις δυνατότητές της, αφού είναι μία από τις χώρες στην ΕΕ με τις μεγαλύτερες δυνατότητες για τη χρήση ανανεώσιμων πηγών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της UNEP, το 2010 οι συνολικές επενδύσεις στις υποδομές για την ανανεώσιμη ενέργεια ήταν υψηλότερες απ’ό,τι σε αυτές για πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακα παγκοσμίως. Η Ελλάδα θα πρέπει να δει το μέλλον της όχι μόνο όσον αφορά στις ενεργειακές υποδομές, αλλά και στην τοποθέτησή της ως προς τις δυνατότητες που έχει. Νομίζω ότι η κυβέρνηση με την τρέχουσα οικονομική κρίση αντιμετωπίζει ένα τρομερό δίλημμα. Πρέπει να επενδύσετε σε αυτή τη μετάβαση, αλλά η δημόσια χρηματοδότηση είναι ελάχιστη αυτή τη στιγμή. Παρόλ’ αυτά νομίζω ότι ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση έχουν θέσει κάποιους πολύ φιλόδοξους στόχους και η ελπίδα μου είναι ότι η Ελλάδα θα καταλάβει ότι οι επενδύσεις στην πράσινη τεχνολογία θα βοηθήσουν τη χώρα να βγει από την κρίση.
ΑΛΙΝΑ ΣΑΡΑΝΤΗ