Του Jagdish Bhagwati*
Όταν ο Αμερικανός πρόεδρος, Μπαράκ Ομπάμα, επισκέφτηκε τον Νοέμβριο την Ινδία και επαίνεσε τους ηγέτες της για την εντυπωσιακή επιτυχία και το δυναμισμό της ινδικής οικονομίας, ένα θεμελιώδες ερώτημα επανήλθε στο προσκήνιο: Είναι βέβαιο ότι η Κίνα θα αναπτυχθεί ταχύτερα από την Ινδία ή μήπως η Ινδία σύντομα θα τη φτάσει;
Ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο κρατών έχει τις ρίζες του στο 1947, όταν η Ινδία κέρδισε την ανεξαρτησία της και καθιέρωσε το δημοκρατικό πολίτευμα, ενώ η Κίνα επέστρεψε στον κουμμουνισμό με την επικράτηση του Μάο Τσετούνγκ μετά τη Μεγάλη Πορεία. Ήταν αναμενόμενο ότι δύο χώρες, οι «κοιμώμενοι γίγαντες», θα ξυπνούσαν κάποια στιγμή από τον βαθύ ύπνο τους.
Καθώς, όμως, το επικρατέστερο μοντέλο ανάπτυξης την εποχή εκείνη υπαγόρευε τη συσσώρευση κεφαλαίων, η Κίνα είχε το συγκριτικό πλεονέκτημα, καθώς μπορούσε να αυξήσει το ρυθμό επενδύσεων περισσότερο από την Ινδία, όπου η δημοκρατία έθετε περιορισμούς στη φορολογία του πληθυσμού με στόχο την αύξηση των εγχώριων αποταμιεύσεων.
Στην πραγματικότητα, όμως, οι δύο γίγαντες συνέχιζαν να κοιμούνται μέχρι τη δεκαετία του 1980 (η Κίνα) και τις αρχές της δεκαετίας του 1990 (η Ινδία), κυρίως επειδή και στις δύο χώρες εφαρμοζόταν ένα αντιπαραγωγικό πλαίσιο πολιτικής που εξουδετέρωνε την αποτελεσματικότητα των επενδυτικών τους προσπαθειών.
Με οδηγό ατελείς οικονομικές θεωρίες, η Ινδία υιοθέτησε πολιτικές αυταρχισμού στο εμπόριο και απέρριψε τις εισροές επενδύσεων στο χρηματιστήριο. Επιπλέον, προχώρησε σε οικονομικό παρεμβατισμό μεγάλης κλίμακας, μέσω της επέκτασης των δημόσιων επιχειρήσεων πέραν των τομέων κοινής ωφέλειας. Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρήθηκαν και στην Κίνα, όπου η υιοθέτηση του κουμμουνισμού σήμαινε πρωταγωνιστικό ρόλο του κράτους στην οικονομία.
Μετά τη σταδιακή αποδόμηση των ανεπαρκών πλαισίων πολιτικής μέσω «φιλελεύθερων» μεταρρυθμίσεων, οι δύο γίγαντες άρχισαν να κάνουν αλματώδη βήματα και η κούρσα, επιτέλους, ξεκίνησε. Για άλλη μια φορά, το άλογο με τα περισσότερα στοιχήματα ήταν η Κίνα. Ο λόγος ήταν ότι αναπτυσσόταν με ταχύτερους ρυθμούς διότι μπορούσε να αλλάξει το πολιτικό της καθεστώς πολύ γρηγορότερα απ’ όσο θα επέτρεπε μια δημοκρατία. Υπάρχουν, ωστόσο, αρκετοί λόγοι για να υποψιάζεται κανείς ότι το πλεονέκτημα που προσφέρει ο απολυταρχισμός στην Κίνα δεν θα κρατήσει για πολύ.
Καταρχάς, ενώ ο απολυταρχισμός επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις, μπορεί να αποτελέσει και σημαντική αναπηρία. Πριν από χρόνια, όταν ο Μάο και ο Τσου Ενλάι ήταν ακόμη ζωντανοί, η Πάντμα Ντεσάι, εξειδικευμένη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Κολούμπια, ερωτήθηκε σχετικά με τις αναπτυξιακές προοπτικές της Κίνας. «Εξαρτάται από το εάν θα πεθάνει πρώτος ο Μάο ή ο Τσου», απάντησε χαρακτηριστικά, εννοώντας ότι σε ένα ηγεμονικό σύστημα, η αναπτυξιακή πορεία είναι απρόβλεπτη και για το λόγο αυτό ρευστή.
Επιπλέον, η εμπειρία από άλλες χώρες -τώρα και στην Κίνα- δείχνει ότι καθώς η ανάπτυξη επιταχύνεται, γεννώνται προσδοκίες. Αραγε, οι κινεζικές αρχές θα αντιδράσουν σε αυτές τις προσδοκίες με ακόμη πιο καταπιεστικά μέτρα -όπως έκαναν με τους αντιφρονούντες και το Φάλουν Γκονγκ- σπέρνοντας τη διχόνοια και επιφέροντας ταραχές, ή θα αντεπεξέλθουν στις νέες λαϊκές απαιτήσεις στρεφόμενες προς μια διευρυμένη δημοκρατία;
Το αυταρχικό καθεστώς συνεχίζει να θέτει περιορισμούς, μην επιτρέποντας στην Κίνα να επωφεληθεί από τις καινοτομίες που συνδέονται με το λογισμικό, καθώς μέχρι στιγμής θεωρείται ότι αποτελεί ένα εργαλείο στην υπηρεσία της εναντίωσης, το οποίο μπορεί να ανατρέψει το γενικό καθεστώς. Όπως έχει παρατηρηθεί πολύ εύστοχα, το PC (προσωπικός υπολογιστής) και το CP (κομμουνιστικό κόμμα) δεν μπορούν να συνυπάρξουν.
Τέλος, η ανάπτυξη της Κίνας θα συνεχίσει να εξαρτάται από την εκμετάλλευση των εξωτερικών αγορών, γεγονός που την καθιστά ευάλωτη σε έναν κόσμο στον οποίο η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν ολοένα μεγαλύτερες προτεραιότητες. Σε έναν τέτοιο κόσμο, λοιπόν, η Κίνα πρέπει να είναι προετοιμασμένη ότι το εμπόριό της θα δέχεται οχλήσεις και επιθέσεις.
Υπάρχουν, ωστόσο, και οικονομικοί λόγοι εναντίον των αναπτυξιακών προοπτικών της Κίνας. Αναμφίβολα η Κίνα ήταν σε θέση για πολλά χρόνια να εκμεταλλεύεται έναν «εφεδρικό στρατό ανέργων», κατά τον Καρλ Μαρξ. Αυτό της έδινε τη δυνατότητα να αναπτύσσεται ραγδαία χωρίς να περιορίζεται η προσφορά εργασίας, με αποτέλεσμα η συσσώρευση κεφαλαίων να μην συνεπάγεται φθίνουσες αποδόσεις. Τώρα, όμως, δεδομένης της πολιτικής ελέγχου γεννήσεων της Κίνας και των ανεπαρκών υποδομών (συμπεριλαμβανομένων υποδομών στέγασης) στις ταχέως αναπτυσσόμενες περιοχές, το εργατικό δυναμικό λιγοστεύει και οι μισθοί αυξάνονται.
Σε οικονομικούς όρους, η καμπύλη προσφοράς εργασίας ήταν μέχρι πρότινος επίπεδη. Πλέον, όμως, έχει αρχίσει να παίρνει ανοδική κλίση, το οποίο σημαίνει ότι η δυναμική αύξηση της ζήτησης εργασίας -λόγω της δυναμικής ανάπτυξης- οδηγεί σε αύξηση των μισθών. Φαίνεται, λοιπόν, ότι έχουν αρχίσει να ισχύουν ξανά στην Κίνα «τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φυλής», όπου η συσσώρευση κεφαλαίου οδηγεί σε μείωση του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού και σε επιβράδυνση της ανάπτυξης.
Η Ινδία, αντιθέτως, διαθέτει πολύ μεγαλύτερη προσφορά εργασίας, καθώς και καλύτερα δημογραφικά χαρακτηριστικά, γεγονός που σημαίνει ότι η επιτάχυνση των επενδύσεων στην Ινδία δεν επιφέρουν περιορισμό της εργασίας. Επομένως, η Ινδία θα εξελιχθεί στην Κίνα των δύο προηγούμενων δεκαετιών.
Εξάλλου, σε αντίθεση με την Κίνα, όπου οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις έγιναν πιο άμεσα και πιο ολοκληρωμένα, η Ινδία έχει δρόμο μπροστά της: η ιδιωτικοποίηση , οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και το άνοιγμα του κλάδου λιανικής σε πιο μεγάλους και αποτελεσματικούς φορείς είναι μερικά από τα βήματα που πρέπει να κάνει και τα οποία, αφότου δρομολογηθούν, θα δώσουν ώθηση στον ρυθμό ανάπτυξης της Ινδίας.
*Ο Jagdish Bhagwati είναι καθηγητής Οικονομίας και Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Κολούμπια και επισκέπτης καθηγητής Διεθνών Οικονομικών στο Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων.
Copyright: Project Syndicate, 2010