Οι αρχιτέκτονες της ευρωζώνης γνώριζαν τις ατέλειές της όταν τη σχεδίαζαν. Η ευρωζώνη θα είχε ενιαία κεντρική τράπεζα άλλα όχι ενιαίο Υπουργείο Οικονομικών. Αυτό ήταν επιβεβλημένο από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία προέβλεπε τη δημιουργία μιας νομισματικής και όχι πολιτικής ένωσης.
Οι ευρωπαϊκές αρχές, ωστόσο, ήταν πεπεισμένες ότι, όταν και εάν η ευρωζώνη αντιμετωπίσει κάποια κρίση, θα μπορούσαν να την ξεπεράσουν. Εξάλλου, αυτή ήταν η βάση πάνω στην οποία δημιούργησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση βήμα προς βήμα, έχοντας πλήρη συναίσθηση ότι θα χρειαστούν περαιτέρω βήματα.
Εκ των υστέρων, συνειδητοποιεί κανείς και άλλες ανεπάρκειες της ευρωζώνης, τις οποίες οι αρχιτέκτονές της αγνοούσαν. Η ζώνη του ευρώ υποτίθεται ότι θα έφερνε οικονομική σύγκλιση αλλά, αντ' αυτού, δημιούργησε αποκλίσεις, καθώς οι αρχιτέκτονές της δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι ενδέχεται να προκύψουν ανισορροπίες όχι μόνο στον δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό τομέα.
Μετά την κυκλοφορία του ευρώ, οι εμπορικές τράπεζες μπορούσαν να αναχρηματοδοτήσουν τις θέσεις τους σε κρατικά ομόλογα μέσω της διευκόλυνσης δανεισμού με ενέχυρο κρατικούς τίτλους που παρείχε η ΕΚΤ (discount window), με τις εποπτικές αρχές να θεωρούν τα κρατικά ομόλογα ως τίτλους μηδενικού κινδύνου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ψαλίδα των επιτοκίων να κλείσει ανάμεσα σε διάφορες χώρες, γεγονός που οδήγησε στην άνθηση του κλάδου ακινήτων στις πιο αδύναμες οικονομίες μειώνοντας, ταυτόχρονα, την ανταγωνιστικότητά τους.
Την ίδια ώρα, η Γερμανία έπρεπε να σφίξει το λουρί προκειμένου να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της επανένωσης, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν αυτές οι αποκλίσεις. Εν τω μεταξύ, οι τράπεζες συνέχιζαν να συσσωρεύουν κρατικούς τίτλους από τις πιο αδύναμες χώρες προκειμένου να επωφεληθούν από τις ελάχιστες διαφορές των επιτοκίων που ίσχυαν τότε.
Οι επιπτώσεις από την έλλειψη ενιαίου Υπουργείου Οικονομικών έγιναν για πρώτη φορά αισθητές κατά την πτώχευση της Lehman Brothers το 2008, όταν οι κυβερνήσεις, για να αποτρέψουν την κατάρρευση των χρηματοοικονομικών αγορών, έπρεπε να εγγυηθούν ότι δεν θα άφηναν να καταρρεύσει κανένα άλλο συστημικά σημαντικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Τότε, η Αγκελα Μέρκελ είχε απορρίψει την παροχή εγγύησης σε εμβέλεια Ευρώπης, επιμένοντας ότι κάθε χώρα πρέπει να παρέχει εγγυήσεις για τις δικές της τράπεζες. Παραδόξως, η ψαλίδα των επιτοκίων άνοιξε για πρώτη φορά το 2010, όταν η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση της Ελλάδας ανακοίνωσε ότι οι προκάτοχοί της δήλωναν στοιχεία που υποεκτιμούσαν σημαντικά το πραγματικό δημοσιονομικό έλλειμμα.
Αυτή ήταν η αρχή της κρίσης στην ευρωζώνη. Η έλλειψη ενιαίου Υπουργείου Οικονομικών βρίσκεται σε διαδικασία αντιμετώπισης, πρώτα με την παροχή πακέτου διάσωσης στην Ελλάδα, έπειτα με τη σύσταση προσωρινού ταμείου έκτακτης χρηματοδότησης και, εν τέλει, με τη δημιουργία ενός μόνιμου θεσμού.
Δυστυχώς, είναι εξίσου βέβαιο ότι τα νέα μέτρα έχουν και αυτά ελλείψεις. Εκτός από την απουσία Υπουργείου Οικονομικών, η ευρωζώνη παρουσιάζει και άλλα μειονεκτήματα, τα οποία οι αρχές δεν φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει πλήρως, το οποίο περιπλέκει εξαιρετικά τα πράγματα. Οι αρχές δεν αντιμετωπίζουν μόνο την τρέχουσα κρίση, αλλά επίσης μια τραπεζική κρίση και μια κρίση της μακροοικονομικής θεωρίας.
Οι αρχές διαπράττουν τουλάχιστον δύο λάθη. Το πρώτο είναι ότι οι ομολογιούχοι των αφερέγγυων τραπεζών προστατεύονται εις βάρος των φορολογούμενων υπό το φόβο μιας νέας χρηματοοικονομικής κρίσης. Αυτό είναι πολιτικά μη αποδεκτό. Η ιρλανδική κυβέρνηση που θα εκλεγεί την ερχόμενη άνοιξη είναι αναγκασμένη να ακυρώσει τις τρέχουσες συμφωνίες. Οι τράπεζες το γνωρίζουν αυτό και γι' αυτό η διάσωση της Ιρλανδίας δεν κατάφερε να καθησυχάσει τις αγορές.
Το δεύτερο είναι ότι τα υψηλά επιτόκια που συνοδεύουν τα πακέτα διάσωσης καθιστούν αδύνατη τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς των αδύναμων χωρών σε σύγκριση με τις ισχυρότερες. Οι αποκλίσεις θα εξακολουθούν να διευρύνονται και οι πιο αδύναμες χώρες θα εξασθενίζουν ακόμη περισσότερο. Είναι πιθανό να αναπτυχθεί αμοιβαία δυσαρέσκεια μεταξύ πιστωτών και χρεωστών και υπάρχει πραγματικός κίνδυνος η ζώνη του ευρώ να καταστρέψει την πολιτική και κοινωνική συνοχή της ΕΕ.
Ωστόσο, και τα δύο λάθη μπορούν να διορθωθούν. Όσον αφορά στο πρώτο, πρέπει να χρησιμοποιηθούν έκτακτα κεφάλαια για αναδιάρθρωση των τραπεζικών συστημάτων και τη χορήγηση δανείων στα κράτη μέλη. Ο πρώτος είναι πιο αποτελεσματικός τρόπος αξιοποίησης των κεφαλαίων από τον δεύτερο. Η σωστή αναδιάρθρωση των κεφαλαίων στον τραπεζικό κλάδο θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των ελλειμμάτων των κρατών, με αποτέλεσμα να εξασφαλίσουν την ταχύτερη επιστροφή τους στις κεφαλαιαγορές.
Η διοχέτευση κεφαλαίων στις τράπεζες είναι καλύτερα να γίνει τώρα παρά αργότερα και είναι καλύτερα να γίνει σε εμβέλεια Ευρώπης παρά κάθε χώρα να ενεργήσει από μόνη της. Με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργείτο ένα ευρωπαϊκό θεσμικό καθεστώς. Η εποπτεία των τραπεζών σε ευρωπαϊκό επίπεδο παραβιάζει σε μικρότερο βαθμό την εθνική κυριαρχία από τον έλεγχο της δημοσιονομικής πολιτικής σε επίπεδο Ευρώπης. Και ο έλεγχος των τραπεζών σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι λιγότερο ευάλωτος σε πολιτικές καταχρήσεις από τον εθνικό έλεγχο.
Σε ό,τι αφορά στο δεύτερο πρόβλημα, τα επιτόκια των πακέτων διάσωσης πρέπει να μειωθούν στα επίπεδα που μπορεί να δανειστεί η ίδια η ΕΕ από τις αγορές. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορεί να δημιουργηθεί μια ενεργή αγορά ευρωομολόγων.
Μπορεί οι δύο αυτές διαθρωτικές αλλαγές να μην είναι αρκετές για βγάλουν τις χώρες της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν προβλήματα από τη δυσχερή θέση στην οποία βρίσκεται. Ισως χρειαστούν πρόσθετα μέτρα, όπως το «ψαλίδισμα» της αξίας των τίτλων για τους κατόχους κρατικών ομολόγων. Το κόστος μιας ενός τέτοιου μέτρου θα μπορούσε να απορροφηθεί από τις τράπεζες, εάν έχει προηγηθεί μια ορθή αναδιάρθρωση κεφαλαίων. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να διορθωθούν τα δύο οφθαλμοφανή λάθη που καταδικάζουν το μέλλον της ΕΕ.
*Ο Τζορτζ Σόρος είναι προέδρος της Soros Fund Management
Copyright: Project Syndicate, 2010