«Πολύ Ευρωπαίοι για να αποτύχουν»

Τρίτη, 10 Φεβρουαρίου 2009 11:35
A- A A+

Φουντώνουν ξανά στους κύκλους των τραπεζιτών επενδυτικής οι φήμες για αποχώρηση ή «αποβολή» ενός κράτους από την ευρωζώνη, μετά την υποβάθμιση της Πορτογαλίας, της Ελλάδας και της Ισπανίας λόγω των ζοφερών προοπτικών ανάπτυξης και της απογοητευτικής εικόνας των δημόσιων οικονομικών τους. Επόμενη στη σειρά είναι η Ιρλανδία, εξαιτίας των εξίσου αρνητικών προβλέψεων και της επικείμενης υποβάθμισης της πιστοληπτικής της ικανότητας.

Εν μέσω ανησυχιών για πιθανή πτώχευση κάποιου κράτους μέλους της ΕΕ, τα περιθώρια των κρατικών ομολόγων μεταξύ των κρατών της ευρωζώνης άγγιξαν τα ανώτερα επίπεδα της ιστορίας τους. Το τελευταίο διάστημα, οι αποδόσεις των 10ετών ελληνικών κρατικών ομολόγων υπερβαίνουν τις αντίστοιχες γερμανικές κατά 300 μονάδες βάσης, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι επενδυτές «βλέπουν» σημαντικό κίνδυνο πτώχευσης ή εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη με επαναπροσδιορισμό των κρατικών της ομολόγων.

Η καταστροφολογία, ωστόσο, για διάλυση της ευρωζώνης έχει προ πολλού ξεπεραστεί. Αντί να πτωχεύσουν ή να αποβληθούν από την ευρωζώνη, τα κράτη μέλη είναι πιθανότερο να παραβλέψουν μια θεμελιώδη αρχή της συνθήκης της ΕΕ και να παρέχουν βοήθεια σε κάποιο κράτος μέλος που τη χρειάζεται.

Η αποχώρηση από την ευρωζώνη είναι μια αρκετά δαπανηρή επιλογή για τις εξασθενημένες οικονομίες. Αναμφίβολα, η επιστράτευση της ισοτιμίας ως εργαλείο ανταγωνιστικότητας και η υποτίμηση του νομίσματος θα μπορούσε να συμβάλλει την αντιστάθμιση των ζημιών από την υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας εξαιτίας της αύξησης του μοναδιαίου κόστους εργασίας. Μετά το παράδειγμα της Αργεντινής που κήρυξε πτώχευση και υποτίμησε το νόμισμά της το χειμώνα του 2001/2002, αποδεικνύεται ότι μια τέτοια κίνηση μπορεί να δώσει ώθηση στις εξαγωγές και την οικονομική ανάπτυξη.

Η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιταλία και η Ιρλανδία, όμως, δεν είναι Αργεντινή. Η συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν προβλέπει την έξοδο από την ευρωζώνη. Σε περίπτωση πτώχευσης θα ακολουθήσει αλλαγή του νομίσματος βάσει του οποίου έχουν συναφθεί οι ιδιωτικές συμφωνίες, με αποτέλεσμα οι επιχειρηματίες από τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης να προσφύγουν στη δικαιοσύνη ξεκινώντας έναν ατέρμονο δικαστικό αγώνα που εν τέλει θα πλήξει το εμπόριο της χώρας στα επόμενα χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι καμία απειλούμενη χώρα δεν πρέπει να εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο της εκ νέου υιοθέτησης του εθνικού νομίσματος.

Οι πιθανότητες να φτάσει η κυβέρνηση κάποιου κράτους μέλους στο χείλος της πτώχευσης ή της έλλειψης ρευστότητας είναι πολλές. Είναι πιθανό ακόμη και το ενδεχόμενο κάποιας «αυτοεκπληρούμενης» κρίσης στην αγορά χρέους: εάν όσοι δραστηριοποιούνται σε μια αγορά πιστεύουν ότι η έξοδος μιας χώρας από την ευρωζώνη είναι αναπόφευκτη, αυτό είναι αρκετό να πυροδοτήσει την κατακόρυφη άνοδο στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων της εν λόγω χώρας. Σε κάποια φάση, οι αποδόσεις θα έχουν φτάσει τόσο ψηλά που η συγκεκριμένη κυβέρνηση δεν θα μπορεί να αναδιαρθρώσει το χρέος της που πλησιάζει στη λήξη ούτε να χρηματοδοτήσει τις τρέχουσες δαπάνες της. Σε αυτή την περίπτωση, θα βρεθεί μπροστά σε ένα μονόδρομο: αυτόν της πτώχευσης.

Παρότι, όμως, το σενάριο αυτό είναι ιδιαίτερα πιθανό στη θεωρία, στην πράξη είναι μάλλον απίθανο να συμβεί. Κάτι τέτοιο θα πυροδοτούσε τη φημολογία για πτώχευση και άλλων κρατών μελών με υψηλό δημοσιονομικό χρέος και αβαθείς αγορές εγχώριων ομολόγων. Σε περίπτωση διευρυμένων πτωχεύσεων στις χώρες της ευρωζώνης, το εμπόριο εντός της ΕΕ θα διαταράσσονταν σοβαρά και το τραπεζικό σύστημα θα δεχόταν νέο πλήγμα, καθώς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα αναγκάζονταν να διαγράψουν τις συμμετοχές τους στα κρατικά ομόλογα. Οι μεγάλες κυβερνήσεις της ΕΕ γνωρίζουν καλά αυτές τις επιπτώσεις και θα ενεργήσουν ανάλογα.

Με τα δάνεια που χορήγησε στην Ουγγαρία και τη Λετονία, η Κομισιόν έχει ήδη επαναφέρει μια μορφή πιστωτικής διευκόλυνσης η οποία επικράτησε μετά την κρίση του 1992 που συντάραξε τόσο το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα όσο και τις χώρες εκτός ευρωζώνης. Η υποστήριξη που παρέχεται είναι τεράστια. Μαζί με τη συνδρομή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, τα δάνεια της ΕΕ προς τη Λετονία υπερβαίνουν το ένα τρίτο του εγχώριου ΑΕΠ.

Στηρίζοντας σε αυτό το βαθμό δύο νέα μέλη της ΕΕ που δεν είναι καν μέλη της ευρωζώνης, οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν επιδείξει πολύ μεγαλύτερη αποφασιστικότητα για αμοιβαία στήριξη απ’ ό,τι θα μπορούσε να διανοηθεί κανείς λίγα χρόνια νωρίτερα. Και έπεται συνέχεια: Το Νοέμβριο του 2008, το Συμβούλιο Ecofin προέβη σε αύξηση του πλαφόν για τη χορήγηση δανείων στήριξης των ισοζυγίων πληρωμών σε χώρες εκτός της ευρωζώνης στα 25 δισ. ευρώ.

Υπό αυτές τις συνθήκες, μοιάζει αδιανόητο το ενδεχόμενο να αρνηθεί η ΕΕ τη συνδρομή κάποιου κράτους μέλους της ευρωζώνης που θα βρεθεί σε ανάλογη θέση με την Ουγγαρία και τη Λετονία, ιδίως τώρα που και τα κράτη που βρίσκονται σε «λίστα στενής παρακολούθησης» είναι μακρόχρονα μέλη της ΕΕ. Στη χειρότερη περίπτωση, τα υπόλοιπα κράτη της ΕΕ θα εκπονήσουν κάποιο πακέτο διάσωσης.

Το ¶ρθρο 103 της Συνθήκης της ΕΕ, σύμφωνα με το οποίο ούτε η ΕΚΤ, αλλά ούτε η ΕΕ ή οι εθνικές κυβερνήσεις «είναι […] υπεύθυνες ή οφείλουν να αναλάβουν την ευθύνη για τις δεσμεύσεις» των υπόλοιπων εθνικών κυβερνήσεων– έχει χάσει την αξιοπιστία της. Ωστόσο, το πολιτικό και οικονομικό κόστος από την πτώχευση ενός κράτους μέλους είναι υπερβολικά υψηλό δεδομένου του μεγάλου βαθμού διασύνδεσης μεταξύ των κρατών της ευρωζώνης.

Καθότι δεν υπάρχουν μέχρι στιγμής δείγματα γραφής για αντίστοιχη περίπτωση, μόνο εικασίες μπορεί να κάνει κανείς. Μία επιλογή είναι η κατάστρωση σχεδίου διάσωσης από τα μεγάλα κράτη της ΕΕ. Εναλλακτικά, η ΕΕ θα μπορούσε να θεσπίσει μια ειδική πιστωτική διευκόλυνση μέσω της οποίας θα μπορεί να δανείζει χρήματα στην αγορά ομολόγων προκειμένου να βοηθήσει το κράτος μέλος που βρίσκεται σε δυσχερή θέση– όπως τα ομόλογα που εξέδωσε η Κομισιόν στο πλαίσιο έκτακτης διευκόλυνσης για το δανεισμό της Ουγγαρίας και της Λετονίας.

¶λλωστε, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποδείξει ότι έχει ταλέντο στην παράκαμψη των συμβατικών επιταγών σε συνθήκες πραγματικής κρίσης. Ας μην ανησυχούμε, λοιπόν, το ταλέντο της δεν πρόκειται να στερέψει.

Των Sebastian Dullien και την Daniela Schwarzer

Ο Sebastian Dullien είναι καθηγητής διεθνούς οικονομικής θεωρίας στο πανεπιστήμιο εφαρμοσμένων επιστημών Fachhochschule fur Technik und Wirtschaft του Βερολίνου. Η Daniela Schwarzer είναι επικεφαλής του τμήματος ένταξης της ΕΕ στο Γερμανικό Ινστιτούτο Διεθνούς Πολιτικής και Ασφάλειας (SWP).

Copyright: Project Syndicate, 2009.

www.project-syndicate.org

Προτεινόμενα για εσάς