Πρώιμη νίκη του προέδρου Ομπάμα χαρακτηρίζει η Washington Post την απελευθέρωση του Αμερικανού πλοιάρχου που κρατείτο όμηρος από Σομαλούς πειρατές, μετά από μεγάλη επιχείρηση του αμερικανικού ναυτικού.
«Ήταν μία από τις πρώτες δοκιμασίες του νέου Αμερικανού προέδρου – μία μικρή στρατιωτική επιχείρηση στα ανοιχτά ενός κράτους του Τρίτου Κόσμου». Ωστόσο, όπως αναφέρεται στο κύριο άρθρο της εφημερίδας, η εμπειρία του Μπιλ Κλίντον το 1993, όταν επιχειρήθηκε αποτυχημένη απόβαση μικρής αμερικανικής δύναμης στην Αϊτή, καταδεικνύει ότι ακόμα και μικρές αποτυχίες μπορούν να έχουν μακροχρόνιες συνέπειες, καθώς η φήμη του προέδρου είχε δεχτεί σοβαρό πλήγμα.
Η επιτυχία του Ομπάμα τού εξασφάλισε «μία πρώιμη νίκη που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να δημιουργήσει εμπιστοσύνη΄στην ικανότητά του να ηγηθεί στρατιωτικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό». Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο ρόλος του στην επιχείρηση διάσωσης του πλοιάρχου ήταν καθοριστικός.
Μπορεί η επιχείρηση να «ωχριά σε σύγκριση με την περιπλοκότητα και το μέγεθος των πολέμων που είναι σε εξέλιξη στο Ιράκ και το Αφγανιστάν» και οι αντίπαλοι του Ομπάμα να μην πτοηθούν από τις επιδόσεις του σε ένα «τετραήμερο θρίλερ με ομήρους», ωστόσο «μπορεί να βοηθήσει να αμβλυνθούν οι επικρίσεις κατά του Ομπάμα ότι ήρθε στην προεδρία σαν Δημοκρατικός υποψήφιος εναντίον του πολέμου που θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι δεν έχει τη θέληση ή την ικανότητα να χρησιμοποιήσει στρατιωτική ισχύ όταν θα ήταν απαραίτητο».
Για τους New York Times από την άλλη, η υπόθεση της ομηρείας επανέφερε στο προσκήνιο τη διαμάχη για το κατά πόσο τα πληρώματα εμπορικών πλοίων θα πρέπει να οπλοφορούν, προκειμένου να μπορούν να αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους επιθέσεις.
Όπως επισημαίνεται, οι πλοιοκτήτες αντιστέκονται στο ενδεχόμενο οπλοφορίας των πληρωμάτων τους, φοβούμενοι ότι, στην περίπτωση αυτή, οι πειρατές θα τους σκοτώνουν αντί να τους απαγάγουν. Υπάρχει ακόμα ο φόβος ότι τα εμπορικά πλοία θα γίνονται στόχος όσων αναζητούν όπλα, ενώ υπάρχει και το ζήτημα της εκπαίδευσης του πληρώματος στη χρήση των όπλων.