Οι πρωτεύουσες του κεφαλαίου

Κυριακή, 28 Ιουνίου 2009 15:25
A- A A+

Πρόσφατα, η κυβέρνηση της Κίνας ανακοίνωσε την επιθυμία της η Σαγκάη να μεταμορφωθεί έως το 2020 σε μία παγκόσμια χρηματοοικονομική πρωτεύουσα, ανάλογη με το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη.

Ένας φιλόδοξος στόχος που μπορεί να επιτευχθεί, μπορεί και όχι. Όμως οι προσδοκίες της Κίνας υπογραμμίζουν μια ανησυχητική και όλο και πιο ορατή νέα πραγματικότητα: οι πολιτικοί αξιωματούχοι λαμβάνουν αποφάσεις που συνήθως τις έπαιρναν οι αγορές, σε τέτοιο βαθμό που έχουμε να δούμε εδώ και δεκαετίες.

Όπως ακριβώς και η οικονομική κρίση, έτσι και αυτή η τάση είναι πλέον διεθνής. Οι πολιτικοί ηγέτες σε δεκάδες χώρες λαμβάνουν αποφάσεις που θα καθοδηγήσουν τις τοπικές και διεθνείς αγορές στο προσεχές μέλλον.

Στην Κίνα οι εξαγωγές υποχώρησαν περισσότερο από 25% το Φεβρουάριο. «Μην ανησυχείτε», δήλωσε ο πρωθυπουργός Γουέν Τζιαμπάο: η κινεζική κυβέρνηση έχει τα κατάλληλα πολεμοφόδια για να ενισχύσει το πακέτο οικονομικής της ενίσχυσης, ύψους 586 δισ. δολαρίων, ένα σχέδιο που στόχο είχε να δημιουργήσει εκατομμύρια θέσεις εργασίας, μέσω τεράστιων κρατικών επενδύσεων στον τομέα των μεταφορών, στις υποδομές ενέργειας, την αγορά κατοικίας και άλλα μεγάλα έργα.

Στην Ινδία, όπου τις περισσότερες φορές η κυβέρνηση θεωρείται ότι είναι περισσότερο βαρίδιο για το εμπόριο, παρ' ότι παίζει καταλυτικό ρόλο για την ανάπτυξη, οι αποφάσεις που κινούν τις τοπικές αγορές είναι πιο πιθανόν να λαμβάνονται από γραφειοκράτες στο Νέο Δελχί, παρά από μεταρρυθμιστές στη Μουμπάη. Μάλιστα, η κυβέρνηση του Κόμματος του Κογκρέσου, ανυπόμονη να φανεί ότι αντιδρά στο αίτημα της κοινής γνώμης για βοήθεια, ενέκρινε τρία πακέτα οικονομικής ενίσχυσης από το Δεκέμβριο.

Συμπερασματικά, για να μάθει κανείς πώς, πότε και πού θα κατανεμηθούν τα στοιχεία ενεργητικού και ο πλούτος που παράγουν δεκάδες χώρες του αναπτυγμένου και αναπτυσσόμενου κόσμου, πρέπει να στρέψει το βλέμμα στις πολιτικές και όχι στις χρηματοοικονομικές πρωτεύουσες.

Η νέα αυτή τάση θα προκαλέσει προβλήματα για τη μακροπρόθεσμη ανάκαμψη της διεθνούς οικονομίας. Πρώτον, είναι αρκετά δύσκολο για τους ηγέτες που ανήκουν στην ελίτ του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας να συμφωνήσουν για τις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής της χώρας.

Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα στην προσπάθειά του να κερδίσει τη στήριξη των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων για τις επικίνδυνες και ακριβές πολιτικές επιλογές του θα έχει σαν αποτέλεσμα κάποιους βασανιστικούς νομοθετικούς συμβιβασμούς.

Αυτό το μοτίβο επαναλαμβάνεται και αλλού. Στη Ρωσία, την Ουκρανία, την Ουγγαρία, το Πακιστάν, την Τουρκία, τη Μαλαισία, το Μεξικό, τη Νιγηρία και σε άλλες χώρες οι διαμάχες μεταξύ εγχώριων πολιτικών φατριών θα αποφέρουν συχνά ασυνάρτητες αντιδράσεις στα έντονα οικονομικά προβλήματα.

Δεύτερον, αν είναι δύσκολο να υπάρξει συναίνεση μέσα στο εσωτερικό μιας χώρας για το πώς πρέπει να προαχθεί η ανάπτυξη, φανταστείτε την ίδια αντιδικία σε διεθνή κλίμακα.

Οι περισσότεροι πολιτικοί χαράσσουν τη στρατηγική που θα ακολουθήσουν, έτσι ώστε να εξυπηρετήσει εσωτερικούς παράγοντες και να προστατεύσουν το προσωπικό πολιτικό τους κεφάλαιο. Η αναζωογόνηση της ανάπτυξης έρχεται δεύτερη.

Στην Ουάσιγκτον, πολλοί Δημοκρατικοί θα χρησιμοποιήσουν αυτά τα επιχειρήματα περί πολιτικής για να εκμεταλλευτούν την οργή της κοινής γνώμης για τη Wall Street, ενώ αρκετοί Ρεπουμπλικάνοι αναζητούν μια ευκαιρία για να εκμεταλλευτούν την πιθανή οργή της κοινής γνώμης με τους Δημοκρατικούς.

Κάποιοι μέσα στο ΚΚΚ θα στηρίξουν τα σχέδια για τη μεταστροφή από την ανάπτυξη που στηρίζεται στις εξαγωγές, σε ένα μοντέλο βασισμένο στην εσωτερική κατανάλωση. Κάποιοι άλλοι θα προσπαθήσουν να κατευθύνουν την κρατική χρηματοδότηση προς τα προσωπικά επενδυτικά τους σχέδια.

Φατρίες μέσα στις κυβερνήσεις της Ρωσίας, της Ινδίας, του Μεξικού και της Ν. Κορέας έχουν τις δικές τους πολιτικές προτεραιότητες.

Με τόσους πολιτικούς αξιωματούχους να προσπαθούν να σκεφτούν αντιδράσεις στην κρίση για να αντιμετωπίσουν τα τοπικά τους προβλήματα, ή για να δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες, πόσο πιθανό είναι να συμφωνήσουν σε μια ενιαία διεθνή προσέγγιση;

Το Νοέμβριο, κατά τη διάρκεια της έκτακτης συνόδου των χωρών του G20 ρίξαμε την πρώτη φευγαλέα ματιά στα προβλήματα που ανακύπτουν από το συντονισμό μιας διεθνούς αντίδρασης για την αντιμετώπιση της χρηματοοικονομικής κρίσης.

Το να επιτευχθεί συμφωνία στο ζήτημα των προτεραιοτήτων είναι αρκετά δύσκολο για τις χώρες του G8, η επίτευξη δε κοινής συναίνεσης στο πλαίσιο του G20 είναι πολύ πιο δύσκολο, όχι μόνο εξαιτίας του μεγαλύτερου αριθμού των παικτών που εμπλέκονται, αλλά και γιατί πολλοί από αυτούς δεν συμφωνούν στους πιο βασικούς κανόνες του διεθνούς οικονομικού παιχνιδιού.

Αν και η σύνοδος κορυφής του G20 τον Απρίλιο είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρξει συμφωνία σε περισσότερα ζητήματα οικονομικής πολιτικής από ό,τι αναμενόταν, αυτό έγινε κυρίως γιατί το πιο αποφασιστικό ζήτημα, το αίτημα των ΗΠΑ και της Βρετανίας για μεγαλύτερες δαπάνες στο πλαίσιο των κρατικών πακέτων οικονομικής ενίσχυσης, αποσύρθηκε από το τραπέζι των συζητήσεων.

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τα χαμόγελα των προέδρων και των πρωθυπουργών εκείνων που είχαν το περιθώριο να φανούν πιο διπλωματικοί, σε αντίθεση με τον πρωθυπουργό της Τσεχίας, Μίρεκ Τοπολάνεκ, ο οποίος ως πρόεδρος της Ε.Ε. είχε προειδοποιήσει ότι το οικονομικό σχέδιο του Ομπάμα θα οδηγήσει κάποιους στην κόλαση.

Ο Τοπολάνεκ δεν ήταν στη σύνοδο του G20. Η χώρα του δεν είναι μέλος. Και αν και ο Βρετανός πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν συμφωνεί με τον κ. Ομπάμα ότι οι πιο αναπτυγμένες χώρες του κόσμου θα πρέπει να ενισχύσουν τις οικονομίες τους όσο μπορούν περισσότερο, ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, Μάρβιν Κινγκ προειδοποίησε ότι η Βρετανία έχει ίσως αποκτήσει πολύ μεγάλο χρέος για να μπορέσει να εφαρμόσει και νέο πακέτο οικονομικής ενίσχυσης.

Με όποιον τρόπο όμως κι αν αντιμετωπίζουν την ύφεση οι πολιτικοί ηγέτες, δεν υπάρχει μια συντονισμένη και λογική αντίδραση σ' αυτήν.

Και από ό,τι φαίνεται η ολοένα αυξανόμενη επιρροή που ασκούν οι πολιτικοί παράγοντες στην απόδοση των αγορών θα επηρεάσει για τα επόμενα χρόνια και την παγκόσμια ανάπτυξη.

* Αν και η σύνοδος κορυφής του G20 τον Απρίλιο είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρξει συμφωνία σε περισσότερα ζητήματα οικονομικής πολιτικής από ό,τι αναμενόταν, αυτό έγινε κυρίως γιατί το πιο αποφασιστικό ζήτημα, το αίτημα των ΗΠΑ και της Βρετανίας για μεγαλύτερες δαπάνες στο πλαίσιο των κρατικών πακέτων οικονομικής ενίσχυσης, αποσύρθηκε από το τραπέζι των συζητήσεων.

IAN BREMMER, πρόεδρος του Eurasia Group και μέλος του World Policy Institute.

Προτεινόμενα για εσάς