Το δανικό εργασιακό πρότυπο και η εφαρμογή του μοντέλου ευκαμψίας

Aποψη
Κυριακή, 20 Σεπτεμβρίου 2009 07:00

A- A A+

«Η κακή λειτουργία της αγοράς εργασίας είναι η βασική αιτία των οικονομικών ανισορροπιών στη Δανία».

ΟΟΣΑ, 1990

Υπάρχει μία χώρα στην Ευρώπη, πλήρως ανοικτή στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, στην οποία η φορολογία και οι ασφαλιστικές εισφορές καλύπτουν το 51% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της και οι άνεργοι εισπράττουν για μία τετραετία το 90% του τελευταίου μισθού τους -υπό τον όρο, όμως, ότι ήταν κατώτερος από 2.100 ευρώ μηνιαίως.

Στη χώρα αυτή, το ποσοστό συνδικαλισμού ξεπερνά το 80%, έναντι 26% του κοινοτικού μέσου όρου, η απασχόληση στο Δημόσιο καλύπτει το 30% της αντίστοιχης συνολικής και η τεχνολογική εξειδίκευση είναι περιορισμένη - συγκριτικά με τη φινλανδική περίπτωση, λόγου χάρη.

Στη βάση των παραπάνω δεδομένων, ένας οικονομολόγος θα πίστευε ότι η Δανία -διότι περί αυτής πρόκειται- αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες, οι οποίες απαιτούν ριζικές μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, στη χώρα αυτή το ποσοστό απασχόλησης είναι το υψηλότερο στον κόσμο, η ανεργία βρίσκεται αισθητά πιο κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσον όρο, το βιοτικό επίπεδο είναι το ίδιο με το αμερικανικό και ακολουθεί ανοδική πορεία. Υπό αυτές τις συνθήκες, αποτελεί μία εξαιρετική και υψηλού θεωρητικού ενδιαφέροντος περίπτωση για μελέτη, με το ερώτημα αν αυτό το «δανικό μοντέλο» είναι εφαρμόσιμο και σε άλλες χώρες.

Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Διότι, πριν απ' όλα, οι δανικές επιτυχίες έχουν ιστορικές καταβολές που δεν υπάρχουν σε άλλες χώρες. Επίσης, στη Δανία υπάρχει συγκεκριμένη αντίληψη για τα κοινωνικά θέματα και προβλήματα, η οποία ευνοεί το δημοκρατικό διάλογο, μακριά από φθηνές και ιδιοτελείς κομματικές σκοπιμότητες.

Ακόμα, η δανική περίπτωση έχει υπόβαθρο ένα συγκεκριμένο καπιταλισμό - που επίσης δεν είναι απαραιτήτως εξαγώγιμος. Το δανικό καπιταλιστικό μοντέλο έχει πολλά στοιχεία από τον αγγλοσαξονικό καπιταλισμό, κυρίως όμως στο επίπεδο της ρύθμισης της αγοράς των προϊόντων. Όμως, η διάρθρωση αυτής της αγοράς συνέβαλε και στα διαφοροποιημένα δομικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας στη χώρα, γεγονός που επιτρέπει στις επιχειρήσεις ταχύτατες διορθώσεις και προσαρμογές.

Έτσι, κατά περίπτωση, οι επιχειρήσεις μπορούν να αναζητήσουν απαντήσεις στις διαρθρωτικές μεταβολές και τις επιπτώσεις τους, προσφεύγοντας στην αποκαλούμενη «αριθμητική ευκαμψία» της εργασίας. Μία εναλλακτική λύση έγκειται στο να χρησιμοποιείται η διάρκεια της εργασίας ως μεταβλητή διορθωτικής προσαρμογής. Μία άλλη λύση είναι η άμεση ενσωμάτωση της εθνικής ανταγωνιστικότητας στο σχηματισμό των αμοιβών της εργασίας - πρόκειται για τη «μισθολογική ευκαμψία». Στο μέτρο δε που οι τεχνικοί μετασχηματισμοί επηρεάζουν τη φύση της εργασίας και τις εξειδικεύσεις που απαιτεί, η ικανότητα προσαρμογής των ικανοτήτων των εργαζομένων στις νέες συνθήκες παραπέμπει στη «λειτουργική ευκαμψία».

Στο μέτρο δε που οι τεχνικοί μετασχηματισμοί επηρεάζουν τη φύση της εργασίας και τις εξειδικεύσεις που απαιτεί, η ικανότητα προσαρμογής των ικανοτήτων των εργαζομένων στις νέες συνθήκες παραπέμπει στη «λειτουργική ευκαμψία». Τέλος, η προσαρμοστικότητα των κοινωνικών καλύψεων στις τεχνολογικές μεταβολές ολοκληρώνει τη συνολική ευκαμψία της δανικής αγοράς εργασίας, με την υιοθέτηση απαλλαγών στις κοινωνικές εισφορές, προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσληψη ανέργων μακράς διαρκείας και ελάχιστα εξειδικευμένου προσωπικού.

Είναι έτσι κατάδηλο ότι η Δανία αντιστέκεται στην πρόκληση της μακράς διαρκείας προστασίας υπαρχουσών μορφών απασχόλησης, ενώ αντιθέτως ευνοεί τη διεπιχειρησιακή κινητικότητα των εργαζομένων. Δεν εκπλήσσει συνεπώς το γεγονός ότι, μεταξύ των χωρών μελών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ), η Δανία παρουσιάζει τα μεγαλύτερα ποσοστά κινητικότητας του εργατικού δυναμικού.

Στη χώρα αυτή, κάθε χρόνο το 30% του απασχολούμενου πληθυσμού αλλάζει απασχόληση και ένα 25% του δυναμικού αυτού περνά σύντομες περιόδους ανεργίας. Εξάλλου, στη Δανία, το ποσοστό της ανεργίας μακράς διάρκειας είναι της τάξεως του 1%. Αυτή η αριθμητική ευκαμψία είναι το αποτέλεσμα του εύκαμπτου χαρακτήρα της εργασιακής νομοθεσίας, που είναι και η λιγότερο καταναγκαστική στην Ευρώπη.

Επίσης, το γεγονός ότι ο δανικός παραγωγικός ιστός περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εξηγεί και την υψηλή κινητικότητα του εργατικού δυναμικού. Οι εργαζόμενοι αποδέχονται σε υψηλό ποσοστό την κινητικότητα αυτή, διότι η γενναιοδωρία των επιδομάτων ανεργίας αίρει μεγάλο μέρος της αβεβαιότητας του εργαζόμενου - ο οποίος έτσι κι αλλιώς δεν χάνει παρά μόνον ένα 10% της αμοιβής εργασίας του, δηλαδή εισπράττει το 90% της τελευταίας, χωρίς να εργάζεται.

Ωστόσο, για να αποφευχθεί η μετατροπή της ανεργίας σε επάγγελμα -κάτι που παρατηρείται σε άλλες χώρες-, οι έλεγχοι είναι πολύ αυστηροί, κυρίως ως προς την απασχόληση ενός ανέργου στην παραοικονομία. Επιπλέον, έπειτα από ένα χρόνο παραμονής στην ανεργία και τα επιδόματά της, ο άνεργος δεν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί εργασία που τού προτείνεται αλλά δεν ανταποκρίνεται στην ειδικότητά του ή στα καθήκοντά του στην προηγούμενη εργασία του.

Έτσι, στην περίπτωση της Δανίας μπορούμε να πούμε ότι στις εργασιακές σχέσεις υπάρχει μία θεσμική συμπληρωματικότητα, δεδομένου ότι η αγορά εργασίας λειτουργεί με βάση τη σύγκλιση τριών παραγόντων: το δικαίωμα στην εργασία, την κοινωνική κάλυψη και μία ενεργή πολιτική εργασίας στην οποία συμμετέχουν από κοινού εργαζόμενοι, επιχειρήσεις και κράτος. Τα οφέλη από αυτή τη σύγκλιση κατανέμονται στη συνέχεια μεταξύ των παραγόντων οι οποίοι συμβάλλουν στην δημιουργία τους. Οι εργαζόμενοι δεν έχουν εισοδηματικές αβεβαιότητες, οι επιχειρήσεις μπορούν να διατηρούν την κερδοφορία τους βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητά τους και το κράτος έχει εξασφαλισμένα τα έσοδα των προς όφελός του υποχρεωτικών κρατήσεων.

Τα δεδομένα αυτά συνθέτουν το πλέγμα της δημοφιλούς στη Δανία flexisecurity της εργασίας, η επιτυχία της οποίας στηρίζεται πρωτίστως στο σεβασμό που επιδεικνύουν οι Δανοί έναντι της κοινωνίας των πολιτών - όχι χωρίς εξαιρέσεις, βεβαίως, οι οποίες επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Επίσης, σημαντικό δίδαγμα του μοντέλου της Δανίας είναι η συνεχής αναζήτηση συμβιβασμών ανάμεσα σε δύο απαιτήσεις που θεωρούνται αντιφατικές. Η προσαρμοστικότητα των επιχειρήσεων, από τη μία πλευρά, και η απαίτηση των μισθωτών για ασφάλεια, από την άλλη. Στο πλαίσιο αυτό, η flexisecurity είναι η εναλλακτική λύση σε μία στρατηγική αναζήτησης της μεγαλύτερης δυνατής ευκαμψίας σε όλους τους τομείς, στους κόλπους της οποίας η εξασφάλιση της εργασίας δεν θα είναι παρά το ex post προϊόν μιας μεγαλύτερης οικονομικής αποτελεσματικότητας και της επιστροφής στην πλήρη απασχόληση. Ακόμα, η επιτυχία στην περίπτωση της Δανίας δεν εξαρτάται από κάποια μαζικά μέτρα. Προκύπτει από την αναζήτηση συγχρονισμού μεταξύ της εξέλιξης του εργατικού δικαίου, της κοινωνικής κάλυψης και των δημοσίων παρεμβάσεων στην αγορά εργασίας.

Πρόκειται για ένα πρότυπο που εντάσσεται σε ένα πρωτότυπο μακροοικονομικό περιβάλλον, το οποίο δίνει αξία σε ένα φορολογικό σύστημα θεμελιωμένο στην άμεση φορολογία. Βασισμένο στο συνεχή νεωτερισμό και σε οικονομικές πολιτικές που προβλέπουν τα μέλλοντα να συμβούν στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, το δανικό μοντέλο αποδέχεται πλήρως τους όρους του διεθνούς ανταγωνισμού και, μέσα από την ευκαμψία του, τούς θέτει στην υπηρεσία του.

Βεβαίως, το επίτευγμα αυτό δεν θα ήταν νοητό αν στη χώρα αυτή η εξουσία δεν ήταν ξεκάθαρα κατανεμημένη μεταξύ κυβερνήσεως και κοινωνικών εταίρων, που διαχειρίζονται με τον πλέον αποκεντρωμένο τρόπο την flexisecurity.

Όλα αυτά, ωστόσο, απαιτούν αμοιβαία εμπιστοσύνη και διαρκείς αναζητήσεις συμβιβασμών, που αποδεικνύονται και αποτελεσματικοί παράγοντες της δημοκρατικής λειτουργίας. Μία δημοκρατική λειτουργία δύσκολα εξαγώγιμη, ασφαλώς, αλλά χρήσιμη για όσους θα ήθελαν να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις απαρχαιωμένων και, ως εκ τούτου, βλαπτικών καταστάσεων.

ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ

Προτεινόμενα για εσάς