Σαφείς ενδείξεις κατακόρυφης πτώσης του επιπέδου ανταγωνιστικότητας στα πέντε μεγαλύτερα ποδοσφαιρικά πρωταθλήματα της Ευρώπης παρατηρούνται τα τελευταία 15 χρόνια, καθώς μόνο λίγοι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι ηγούνται σταθερά και με διαφορά όλων των υπολοίπων, σύμφωνα με μια νέα μελέτη της Ernst & Young:
Η έρευνα «Όταν το ποδόσφαιρο συναντάει την οικονομία VI (Football meets finance VI)», αναλύει τα δεδομένα των τελευταίων 15 ετών για το αγγλικό, το γαλλικό, το γερμανικό, το ιταλικό και το ισπανικό πρωτάθλημα, χρησιμοποιώντας ένα σύνολο δεικτών για τον υπολογισμό του «επιπέδου ανταγωνιστικότητας» για κάθε πρωτάθλημα χωριστά, αλλά και συνολικά. Τα πορίσματα της έρευνας υποδεικνύουν ότι βασική αιτία για την αυξανόμενη ανισότητα είναι το διευρυνόμενο χάσμα των εσόδων ανάμεσα στους κορυφαίους συλλόγους και τις υπόλοιπες ομάδες του εκάστοτε πρωταθλήματος. Το γεγονός αυτό, μεταξύ άλλων, επιδεινώνεται από την τακτική συμμετοχή των ίδιων κορυφαίων συλλόγων στο Τσάμπιονς Λιγκ της UEFA.
Σαμπιονά και Μπουντεσλίγκα: τα πιο ισορροπημένα και ανταγωνιστικά πρωταθλήματα
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης, η αγγλική Πρέμιερ Λιγκ είναι το πλέον προβλέψιμο πρωτάθλημα ανάμεσα στις σημαντικότερες ευρωπαϊκές διοργανώσεις, ενώ η γερμανική Μπουντεσλίγκα και το γαλλικό Σαμπιονά είναι τα πλέον ισορροπημένα πρωταθλήματα.
Συγκρίνοντας την αναλογία των βαθμών που συγκέντρωσαν οι πέντε κορυφαίες ομάδες σε κάθε πρωτάθλημα με τους βαθμούς των λιγότερο επιτυχημένων αντιπάλων τους, η ανταγωνιστικότητα των πρωταθλημάτων τα τελευταία 15 χρόνια παρουσιάζει συνεχή μείωση για όλα τα πρωταθλήματα, με εξαίρεση το Σαμπιονά.
Ο Bruno Perrin, προϊστάμενος του τμήματος EMEIA Media & Entertainment της Ernst & Young, αναφέρει: «Υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην πραγματική ανταγωνιστικότητα των συγκεκριμένων πέντε κορυφαίων πρωταθλημάτων. Η βασική αιτία για το σχετικά μεγαλύτερο ενδιαφέρον που παρουσιάζουν η Μπουντεσλίγκα και το Σαμπιονά, σε σύγκριση με το Καμπιονάτο και την Πριμέρα Ντιβιζιόν, είναι η κεντρική διαχείριση των δικαιωμάτων μετάδοσης αγώνων και, κατ’ επέκταση, η σχετικά ομοιόμορφη κατανομή των εσόδων σε όλες τις ομάδες. Παρόλ’ αυτά, η αγγλική Πρέμιερ Λιγκ είναι μακράν το πλέον προβλέψιμο πρωτάθλημα, γεγονός που οφείλεται εν μέρει στα αστρονομικά ποσά που ξοδεύουν οι επενδυτές και τα οποία έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη διοργάνωση».
Την περσινή σεζόν, πολλές κορυφαίες ομάδες κατέλαβαν αρκετά νωρίς τις θέσεις κατάταξης στις οποίες τερμάτισαν τελικά. Η Μπαρτσελόνα βρέθηκε στην πρώτη θέση του πίνακα κατάταξης μόλις από την ένατη αγωνιστική. Το ίδιο συνέβη με την ιταλική Ίντερ (από την 11η αγωνιστική) και την αγγλική Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ από την 22η αγωνιστική. Αντίθετα, η κορυφαία ομάδα της βαθμολογίας στη Γερμανία άλλαξε μόλις εννέα αγωνιστικές πριν από την ολοκλήρωση του πρωταθλήματος, ενώ στη Γαλλία μόλις τρεις αγωνιστικές πριν από το τέλος.
Ο Perrin συνεχίζει: «Σε όλες τις χώρες, σχεδόν όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ανταγωνιστικότητας για την αγωνιστική περίοδο 2008/09 ήταν χαμηλότερα από το μέσο όρο των προηγούμενων 14 ετών. Λιγότεροι σύλλογοι από το μέσο όρο ανταγωνίζονταν για τις πέντε κορυφαίες θέσεις, περιορίζοντας σημαντικά την αγωνία και το ενδιαφέρον στις τελευταίες αγωνιστικές της σεζόν».
Διάττοντες αστέρες
Ιδιαίτερα στην Αγγλία (59%) και την Ισπανία (52%), το κατά μέσο όρο ποσοστό πιθανοτήτων ενός συλλόγου που ανέβηκε κατηγορία να υποβιβαστεί ξανά ταχύτατα είναι πολύ υψηλό. Από την άλλη, στη Γαλλία (43,5%) και τη Γερμανία (42%), η μέση τιμή είναι πολύ χαμηλότερη, καθώς οι ομάδες που προβιβάζονται έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να παραμείνουν στη μεγάλη κατηγορία, τουλάχιστον για αρκετό διάστημα.
Ο Neil Patey, εταίρος στο τμήμα Transaction Advisory Services και σύμβουλος σε θέματα ποδοσφαίρου στην Ernst & Young LLP (UK) εξηγεί: «Τα έσοδα από τα δικαιώματα μετάδοσης στη Γαλλία και τη Γερμανία κατανέμονται σε όλες τις ομάδες της πρώτης και της δεύτερης κατηγορίας. Έτσι αποτρέπεται η διεύρυνση της «ψαλίδας» ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς συλλόγους, ενώ περιορίζεται το χάσμα που παρατηρείται ανάμεσα στα οικονομικά μέσα που έχουν στη διάθεσή τους οι ουραγοί της πρώτης κατηγορίας και οι προπορευόμενες ομάδες της δεύτερης κατηγορίας».
«Ως εκ τούτου, ο προβιβασμός συνεπάγεται λιγότερες οικονομικές πιέσεις συγκριτικά με άλλες χώρες όπως η Αγγλία, όπου η ανισότητα ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη κατηγορία είναι πολύ μεγαλύτερη όσον αφορά τα έσοδα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα μετάδοσης. Με αυτό τον τρόπο, οι «νεοφώτιστοι» σύλλογοι στη μεγάλη κατηγορία μειονεκτούν από οικονομικής πλευράς στον ανταγωνισμό με τις υπόλοιπες ομάδες του πρωταθλήματος, παρά την ενδεχόμενη αύξηση των εσόδων από τα δικαιώματα μετάδοσης κατά τη διάρκεια της νέας σεζόν».
Οικονομικός διαχωρισμός
Στο παρελθόν, το αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς συλλόγους εντάθηκε από τη συνεχή συμμετοχή των κορυφαίων συλλόγων στο Τσάμπιονς Λιγκ. Οι απολαβές από τη συγκεκριμένη διοργάνωση έχουν σημειώσει κατακόρυφη άνοδο, ιδίως μετά την αλλαγή στη δομή της που πραγματοποιήθηκε στην αυγή της νέας χιλιετίας.
«Οι επιτυχημένοι σύλλογοι εξασφαλίζουν ολοένα αυξανόμενα μπόνους, τα οποία τους επιτρέπουν να αυξήσουν ακόμα περισσότερο την ανταγωνιστικότητά τους στο πλαίσιο του αθλήματος και, ως εκ τούτου, να αυξήσουν τις πιθανότητες για μελλοντικές επιτυχίες» αναφέρει ο Patey.
«Η ανάγκη για μεταρρυθμίσεις στην κατανομή των εσόδων αποδεικνύεται επιτακτική, ώστε να επωφεληθούν και σύλλογοι που δεν συμμετέχουν στο Τσάμπιονς Λιγκ, εάν θέλουμε πραγματικά να βάλουμε τέλος σε αυτή την τάση. Επιπλέον, η UEFA ανακοίνωσε ήδη τη θέσπιση επιτροπής η οποία θα αναλάβει την επιβολή μέτρων προκειμένου να δημιουργηθεί ένας χώρος οικονομικών ίσων ευκαιριών για όλους τους ευρωπαϊκούς συλλόγους, με βάση την πρακτική αδειοδότησης που εφαρμόζεται στη Γερμανία».
Στην Ισπανία και την Ιταλία, κάθε σύλλογος διαχειρίζεται χωριστά τα τηλεοπτικά δικαιώματα μετάδοσης από τα τέλη της δεκαετίας του '90, σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Με αυτό τον τρόπο, η Ρεάλ Μαδρίτης και η Μπαρτσελόνα πλέον αποκομίζουν περισσότερα από 150 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, ενώ οι κορυφαίοι ιταλικοί σύλλογοι υπερβαίνουν κατά πολύ τα 100 εκατομμύρια ευρώ. Η κεντρική διαχείριση των δικαιωμάτων μετάδοσης στην Ιταλία και την Ισπανία θα εξομαλύνει τον ανταγωνισμό στις χώρες αυτές, ενώ στην Ιταλία αναμένεται να τεθεί σε ισχύ από το 2010.
«Μολονότι μία από τις επιπτώσεις της κεντρικής διαχείρισης θα είναι ένα πιο εξισορροπημένο εθνικό πρωτάθλημα, αυτό θα επιτευχθεί εις βάρος των διεθνών επιτυχιών και το αντίστροφο» καταλήγει ο Patey.