Καθηγητής Επιχειρηματικότητας και διευθυντής σπουδών στο Κέντρο Επιχειρηματικών Σπουδών Στερν στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ο William J. Baumol είναι επίσης επίτιμος καθηγητής στο πανεπιστήμιο Πρίνστον. Γράφει δε, αναλύει και τονίζει από χρόνια ότι η αμερικανική οικονομία πάσχει από τον κακό καπιταλισμό, αυτόν δηλαδή που συνταυτίζει το επιχειρηματικό πνεύμα και την γονιμότητά του με την απληστία και την αλαζονική συμπεριφορά των ανθρώπων του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Συγγραφέας, μαζί με άλλους δύο διαπρεπείς οικονομολόγους καθηγητές, του βιβλίου «Καλός Καπιταλισμός, Κακός Καπιταλισμός» (εκδ. Yale University Press), ο William J.Baumol υποστηρίζει ότι η Αμερική πρέπει ταχύτατα να μπει εκ νέου στον αστερισμό του «επιχειρηματικού καπιταλισμού», ο οποίος είναι πλέον και ο μόνος ικανός να βγάλει την αμερικανική οικονομία από τα σημερινά της αδιέξοδα. Ο καθηγητής Baumol στηρίζει, έτσι, πολλές ελπίδες στις νεωτεριστικές επιχειρήσεις οι οποίες, τελικά, αποτελούν και την πιο έγκυρη ελπίδα για την μελλοντική πορεία της οικονομίας των ΗΠΑ.
Κύριε καθηγητά, εδώ και μία δεκαετία υποστηρίζετε ότι υπάρχει ένας καλός και ένας κακός καπιταλισμός και ότι ο δεύτερος συνιστά τεράστια απειλή για τον πρώτο. Απειλή ισχυρότερη από τον κρατισμό. Σήμερα, μήπως ζούμε -με ό,τι αρνητικό αυτό συνεπάγεται- τον «θρίαμβο» του κακού καπιταλισμού;
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η υπεροχή του κακού καπιταλισμού έναντι του καλού οδήγησε στην σημερινή κρίση -μία κρίση με ισχυρές αναταράξεις και όχι χωρίς συνέπειες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο καλός καπιταλισμός μπήκε στη γωνία. Κατά την γνώμη μου, έχει ήδη σημάνει η νέα ώρα του και αυτό θα το δούμε πολύ σύντομα.
Ο κακός καπιταλισμός, αυτός που προσέφερε υψηλά επίπεδα ευημερίας σε πολλές χώρες του κόσμου, στηρίζεται στον νεωτερισμό και στην πρωτοπορία του επιχειρηματικού πνεύματος. Το τελευταίο δεν έχει σβήσει στην Αμερική. Θα έλεγα ότι, με αφορμή την κρίση, ήδη αναζητά νέες ευκαιρίες και νέους δρόμους για να αναπτυχθεί. Στο σημείο αυτό θέλω να κάνω μία διευκρίνιση. Ο νεωτεριστικός επιχειρηματικός καπιταλισμός ανοίγει πάντα νέους δρόμους στην παραγωγή και στην κατανάλωση. Διαφέρει, έτσι, από τον καπιταλισμό της αντιγραφής, που είναι αυτός των οριακών επιχειρήσεων. Ωστόσο, οι δύο αυτοί καπιταλισμοί μπορούν να συνδυασθούν και να δημιουργήσουν πλούτο.
Σύμφωνα με αυτά που λέτε, μπορώ να κάνω την υπόθεση ότι, τελικά, η κρίση-τιμωρία του κακού καπιταλισμού προσφέρει, στην Αμερική τουλάχιστον, την ευκαιρία να ρίξει το βάρος της στο νεωτεριστικό επιχειρείν, δηλαδή στον καλό καπιταλισμό, όπως λέτε;
Από μία πλευρά, έχετε δίκιο. Οι πολιτικοί, όσο τα πράγματα πάνε καλά επαναπαύονται στις επιδόσεις της οικονομίας και βεβαίως τις χρησιμοποιούν προς ίδιον όφελος. Για να το πω πιο απλά, η απουσία κρίσης τους αποκοιμίζει.
Αφυπνίζονται όταν η κρίση είναι μπροστά στην πόρτα, αλλά ενίοτε είναι αργά για την λήψη αποτελεσματικών μέτρων. Και αυτή είναι μία κρίσιμη κατάσταση. Διότι, σε πολλές περιπτώσεις, οι πολιτικοί επιδίδονται σε λαϊκίστικες ερμηνείες της κρίσης, την οποία όχι λίγες φορές αποδίδουν και σε εξωτερικούς εχθρούς.
Στις ΗΠΑ, τέτοιοι βολικοί εχθροί είναι π.χ. η Κίνα. Ταυτόχρονα, όμως, μπροστά στην κρίση κινητοποιείται η μακροοικονομική νομισματική πολιτική, η οποία ωστόσο από μόνη της δεν αρκεί για να επιλυθούν σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα. Έτσι, οι πολιτικοί αρχίζουν να αναζητούν και άλλες εξόδους από τα αδιέξοδα. Υπό αυτές τις συνθήκες, το νεωτεριστικό επιχειρείν μπορεί να αποτελέσει το σοβαρότερο εργαλείο για μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη.
Ποιος όμως θα χρηματοδοτήσει αυτό το νεωτεριστικό επιχειρείν σε περιπτώσεις πιστωτικής στενότητας; Δεν θα είναι για τις επιχειρήσεις δύσκολη η πρόσβαση στην αγορά χρήματος;
Οι αμερικανικές επιχειρήσεις που μπορούν να προχωρήσουν σε νεωτερισμούς, ήδη υπάρχουν και σε μεγάλο βαθμό είναι υγιέστατες. Το φθηνό δολάριο τις ευνόησε και τα αποτελέσματά τους είναι πολύ ικανοποιητικά.
Συνεπώς, οι επιχειρήσεις αυτές δεν έχουν μεγάλη ανάγκη από πιστώσεις. Χρειάζονται όμως κίνητρα. Αυτά αποτελούν το καύσιμο για την επιχειρηματική ανάπτυξη και μπορούν να είναι φορολογικά, τεχνολογικά, ερευνητικά -και όχι απαραιτήτως πιστωτικά. Επίσης, προϋπόθεση για την ανάπτυξη του νεωτεριστικού επιχειρείν είναι η ηθική αναγνώριση της προσωπικότητας του επιχειρηματία, κάτι που στην Αμερική δεν είναι δύσκολο.
Κύριε καθηγητά, συμβαίνει όμως και ο ίδιος ο ¶νταμ Σμιθ να έχει εκφρασθεί αρνητικά για τους επιχειρηματίες. Πώς λοιπόν στην σημερινή φάση θα αποκατασταθεί η εικόνα τους;
Όταν αναφέρομαι στο επιχειρείν, δεν το διαχωρίζω από την ανάγκη για ελεύθερη αγορά. Αυτή είναι απαραίτητη. Επειδή αναφερθήκατε στον Ανταμ Σμιθ, θα ήθελα να επισημάνω ότι είχε οξύτατη συνείδηση και αποδεχόταν δύσκολα τις επιχειρηματικές πρακτικές εκμετάλλευσης. Δεν ήταν αφελής, ούτε προσποιείτο πως δεν έβλεπε τις πρακτικές ορισμένων άπληστων εμπόρων και βιομηχάνων της εποχής του.
Πράγματι, είχε πει κάποτε ότι όταν συγκεντρώνονταν άνθρωποι του ιδίου επαγγέλματος, ακόμη και για μία συνεστίαση, η συζήτηση εξελισσόταν πάντοτε σε συνωμοσία με στόχο την εξαπάτηση του κοινού. Παρ' όλα αυτά, πίστευε ότι η δύναμη του αόρατου χεριού επρόκειτο να υπερισχύσει εναντίον των «διαβολικών συμφωνιών» που κατέστρωναν ανέντιμοι επιχειρηματίες.
Όταν κάποιες επιχειρήσεις σημείωναν εξωφρενικά κέρδη, ο Σμιθ συνήθως ερευνούσε αν το κράτος τις διευκόλυνε με κάποιον νόμο ή διακανονισμό. Ήταν της γνώμης ότι οι άπληστοι επιχειρηματίες συχνά αναζητούσαν βοήθεια από το κράτος, ώστε να διατηρήσουν τη θέση τους.
Ο Σμιθ πίστευε ότι κανένας δεν έπρεπε να χαίρει ειδικών προνομίων. Αν οι επιχειρήσεις αποκτούσαν προνόμια συνωμοτώντας μεταξύ τους ή αν το κράτος τους χορηγούσε νομοθετικές εκδουλεύσεις ή παρενέβαινε με οποιονδήποτε τρόπο στον ανταγωνισμό, τότε το αόρατο χέρι ήταν αδύνατον να λειτουργήσει.
Για να λειτουργήσει, ήταν αναγκαία η ύπαρξη ενός πλαισίου «φυσικής ελευθερίας», όπου εξυπηρετούνταν τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα όλων. Ωστόσο, το κράτος έπρεπε να μην εμπλέκεται στις επιχειρήσεις και αντίστροφα. Πρόκειται για άλλη μία ιδέα του ¶νταμ Σμιθ την οποία πρέπει να ανακαλύψουμε εκ νέου, και ταχύτατα μάλιστα. Ο Σμιθ φοβόταν ιδιαίτερα τις ανήθικες συμμαχίες μεταξύ των επιχειρήσεων και του κράτους.
Υποστήριζε ότι το κράτος δεν έπρεπε να τρέφει την «κακόβουλη απληστία, το μονοπωλιακό πνεύμα εμπόρων και βιομηχάνων που ούτε είναι, ούτε θα έπρεπε να είναι, ηγέτες της ανθρωπότητας». Ο Σμιθ ήταν ρεαλιστής όσον αφορά στην ανθρώπινη φύση και ιδεαλιστής όσον αφορά στην αναγκαιότητα της άσκησης συνείδησης στην αγορά. Αν σήμερα ήταν κοντά μας, σίγουρα θα υπερασπιζόταν με θέρμη τον καλό καπιταλισμό. Αυτόν ο οποίος αύριο θα βρεθεί σε σκληρή αντιπαράθεση με τον κρατικό ασιατικό καπιταλισμό και τις όχι πολύ γνωστές μέχρι σήμερα υπερβολές του.
Καλός καπιταλισμός και με ανθρώπινο πρόσωπο;
Αυτό είναι προαπαιτούμενο, αν θέλουμε η παραγωγή να μοιράζεται σε όλους. Η παραγωγή είναι αυτή που ζωντανεύει την ύλη και της δίνει την αξιοσύνη της γονιμότητας. Μίας γονιμότητας που αυτή μόνον οδηγεί τελικά τον άνθρωπο στην απόλαυση.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι ο καπιταλισμός, ύστερα από πολλούς αιώνες πάλης του ανθρώπου με την φύση, που σκοπό είχε την παραγωγή, υπήρξε το άθροισμα γνώσεων και εμπειριών το οποίο τελικώς οδήγησε σε ριζικές ανακατατάξεις στους τομείς της εργασίας, της παραγωγής κα της χρησιμοποίησης της ανθρώπινης ευφυΐας. Όλα αυτά δεν μπορούν να καταστραφούν χωρίς όλοι μας να χάσουμε την ψυχή μας.
ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ