Από την αρχή της πανδημίας του κορωνοϊού σε πολλές χώρες όπως και στη Γερμανία είχε δημιουργηθεί ένα ισχυρό κίνημα που αντιτίθεται στους υγειονομικούς περιορισμούς και ειδικότερα στον εμβολιασμό.
Ο εμβολιασμός παρόλα αυτά έχει μακρά ιστορία αποτελώντας βασικό όπλο για την πρόληψη των περισσότερων μεταδοτικών νόσων που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα, αποτρέποντας έτσι εκατομμύρια θανάτους ετησίως.
Μέχρι και τον 19ο αιώνα, οι μολυσματικές ασθένειες και οι μολύνσεις πληγών ήταν η υπ' αριθμόν ένα αιτία θανάτου παγκοσμίως. Ειδικά η ευλογιά. Ο Άγγλος ιστορικός Τόμας Μακόλεϊ (1800-1859) περιγράφοντας τις επιπτώσεις της ασθένειας έγραφε πως η ευλογιά «γέμιζε τα νεκροταφεία με πτώματα και βασάνιζε εφόρου ζωής όσους είχαν γλιτώσει».
Από αρχαιοτάτων χρόνων οι άνθρωποι είχαν παρατηρήσει πώς μπορούσε να καταπολεμηθεί η πανούκλα. Υπάρχουν αναφορές από την Ινδία, την Κίνα ή την Κωνσταντινούπολη πως όσοι επέζησαν από μια λοιμώδη ασθένεια προστατεύονταν από περαιτέρω μολύνσεις. Το ίδιο συνέβαινε και όταν υγιή άτομα ήρθαν σε επαφή με εξασθενημένες μορφές του ιού. Στην Κίνα, ήδη από το 1.000 π.Χ. οι αποξηραμένες κρούστες ευλογιάς αλέθονταν σε γουδί και η σκόνη χορηγούταν ως φάρμακο.
Ο ιατρός Έντουαρντ Τζένερ, ο επονομαζόμενος και «πατέρας» του εμβολίου, ανακάλυψε το 1796 πως οι αγρότες που ερχόντουσαν σε επαφή με μολυσμένες από την ευλογιά αγελάδες, οι οποίες ήταν αβλαβείς για εκείνους, είχαν ανοσία στην ανθρώπινη ευλογιά.
Ωστόσο χρειάστηκε να φτάσουμε μέχρι τον 20ό αιώνα έως ότου η ιατρική επιστήμη κατανοήσει τον μηχανισμό των εμβολίων. Από το 1864, όταν ο Γάλλος χημικός Λουί Παστέρ παρουσίασε τη θεωρία των μικροβίων για να εξηγήσει τον τρόπο μετάδοσης των επιδημιών, έως και την ανάπτυξη του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου το 1940, μπήκαν οι βάσεις για την έρευνα των ιών που μολύνουν τον άνθρωπο και εν συνεχεία την ανάπτυξη των εμβολίων.
Η «αντίσταση» έχει μακρά παράδοση.
Τον 19ο αιώνα ήδη τα ευρωπαϊκά κράτη ξεκίνησαν προγράμματα εμβολιασμού με πρωτοπόρο την Γερμανία και συγκεκριμένα την περιοχή της Έσσης το 1807, ενώ το 1874 κατέστη υποχρεωτικός ο εμβολιασμός κατά της ευλογιάς. Εξ αρχής υπήρξαν προβληματισμοί αναφορικά με την αποτελεσματικότητα των εμβολίων και το κατά πόσον είναι επιβλαβή για την υγεία.
Οι πρώτες αντιεμβολιαστικές οργανώσεις στη Γερμανία ιδρύθηκαν το 1869 στη Λειψία και τη Στουτγκάρδη. Την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η Ένωση Ράιχ (RDI) εναντίον του εμβολιασμού είχε περίπου 300.000 μέλη. Από τη δημιουργία των πρώτων εμβολίων έως και σήμερα πολλές ασθένειες μεταδίδονται επανειλημμένα στους εμβολιασμένους λόγω κακής υγιεινής και άγνοιας ενώ αλλεργικές αντιδράσεις προκάλεσαν θανάτους. Μόλις τον 19ο η επιστημονική κοινότητα συνειδητοποίησε ότι μερικές φορές ήταν απαραίτητος ένας δεύτερος εμβολιασμός.
Ο συγγραφέας Μαλτέ Θίσεν με εξειδίκευση στην ιστορία της Ιατρικής σημειώνει πως η ιδέα να κάνεις ένεση στον εαυτό σου με κάτι που σε αρρωσταίνει ώστε να προστατευτείς προκαλεί αρχικά σκεπτικισμό. Όσοι είναι επιφυλακτικοί απέναντι στις ωφέλειες των εμβολίων ανησυχούν για την ασφάλειά τους και συχνά καταλήγουν σε μια στάση άρνησης.
Οι θεωρίες συνωμοσίας επί του θέματος ανθούν. Από τη μία πλευρά θεωρείται πως υπάρχει η φαρμακοβιομηχανία που εξαπλώνει τις ασθένειες για να επωφεληθεί οικονομικά. Ενώ από την άλλη πλευρά υπάρχει και η υποτιθέμενη παγκόσμια συνωμοσία που θέλει να υποτάξει τον παγκόσμιο πληθυσμό μέσω του υποχρεωτικού εμβολιασμού.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα δύο γερμανικά κράτη ακολούθησαν ξεχωριστούς δρόμους όσον αφορά τον εμβολιασμό. Στην Ανατολική Γερμανία οι άνθρωποι εμβολιάζονταν συστηματικά κατά της ευλογιάς, της ιλαράς, της φυματίωσης και άλλων νόσων. Η Δυτική Γερμανία έδωσε έμφαση κυρίως στη διαφώτιση - σύμφωνα με ένα χαρακτηριστικό σλόγκαν της εποχής «εμβόλιο από το στόμα γλυκιά σου τύχη, η πολιομυελίτιδα κακό να μη σου τύχει».
Η γερμανική επανένωση έφερε και το τέλος του υποχρεωτικού εμβολιασμού. Μόνο από το 2020 ο εμβολιασμός κατά της ιλαράς είναι υποχρεωτικός στη Γερμανία για όλους τους πολίτες που γεννήθηκαν μετά το 1970 και εργάζονται σε κοινοτικούς οργανισμούς ή περιθάλπονται εκεί. Αυτό ισχύει επίσης για ιατρικά ιδρύματα και υπηρεσίες διάσωσης.