Ενεργειακή κρίση: Το αδύναμο σημείο των κυρώσεων και πώς το εκμεταλλεύεται η ακροδεξιά

Παρασκευή, 19 Αυγούστου 2022 13:41
UPD:13:45
EPA/ZOLTAN FISCHER/HUNGARIAN PRIME MINISTER'S OFFICE HANDOUT
A- A A+

Στις 24 Φεβρουαρίου, η Μαρίν Λε Πεν «καταδίκασε απερίφραστα» την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η οποία «έσπασε την ισορροπία της ειρήνης στην Ευρώπη». Την ίδια μέρα, ο Ματέο Σαλβίνι, ο ηγέτης του ιταλικού κόμματος Λέγκα του Βορρά, ο οποίος είχε φορέσει κάποτε ένα μπλουζάκι με το πρόσωπο του Βλαντίμιρ Πούτιν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατέθεσε στεφάνι στην πρεσβεία της Ουκρανίας στη Ρώμη. Ίσως η πιο σημαντική είδηση ήταν όμως όταν ο Βίκτορ Όρμπαν, ο ακροδεξιός ηγέτης της Ουγγαρίας, γνωστός για τις σχέσεις του με τον Πούτιν, «καταδίκασε τη στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας».

Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τα ακροδεξιά κόμματα από τη Γαλλία μέχρι την Ιταλία διαπίστωσαν ότι το σταθερό τους «φλερτ» με τη Μόσχα και η επιθυμία τους για στενότερες σχέσεις με το Κρεμλίνο ήταν πολιτικά αδύνατα σε μια Ευρώπη μετά τον πόλεμο.

Ωστόσο, έξι μήνες μετά τον πόλεμο, το αρχικό σοκ που «αποσιώπησε» τις φιλορωσικές απόψεις από την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή φαίνεται πως ήταν προσωρινό, όπως σημειώνει το περιοδικό New Statesman. Ο Όρμπαν ήταν ο πρώτος που «έβγαλε τη μάσκα», υποστηρίζοντας ήδη από τον Μάρτιο –μόλις ένα μήνα μετά την εισβολή– ότι έπρεπε να παραχωρηθεί στην Ουγγαρία εξαίρεση από τις ενεργειακές κυρώσεις της ΕΕ στη Ρωσία. «Οι ουγγρικές οικογένειες δεν μπορούν να πληρώσουν το τίμημα του πολέμου», είχε πει. 

«Ο Όρμπαν από την αρχή του πολέμου τοποθετούσε τον εαυτό του ως τον σοφό τύπο που δεν πήγε με τα πρόβατα και δεν παραδόθηκε σε αυτή τη φιλελεύθερη, αγγλοσαξονική [βρετανική και αμερικανική] πίεση για κυρώσεις… που ισχυρίζεται ότι υπονομεύουν την ευρωπαϊκή οικονομία περισσότερο από τη ρωσική οικονομία, αν και αυτό είναι στην πραγματικότητα εσφαλμένο», σχολίασε ο Πήτερ Κρέκο από το CEPA- Centre for European Policy Analysis (Κέντρο Ανάλυσης Ευρωπαϊκής Πολιτικής). 

Στην πορεία την Ευρώπη βρήκαν άλλα δεινά, με τον πληθωρισμό και την εκτόξευση των τιμών της ενέργειας, δίνοντας «πάτημα» σε ορισμένα κόμματα που ιστορικά ήταν φιλικά στο Κρεμλίνο να αρχίσουν να ευθυγραμμίζονται με τη γραμμή που ακολούθησε πρώτος ο Όρμπαν, υποστηρίζοντας ότι η χαλάρωση των κυρώσεων θα μπορούσε να προσφέρει κάποια βελτίωση στην κρίση του κόστους ζωής: 

  • Τον Ιούνιο, ο Σαλβίνι, το κόμμα του οποίου είναι μέλος της δεξιάς συμμαχίας που θεωρείται φαβορί για να κερδίσει τις εθνικές εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για τον Σεπτέμβριο, ισχυρίστηκε ότι «οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην ιταλική οικονομία».
  • Τον επόμενο μήνα, ο επικεφαλής του ανατολικού γερμανικού κρατιδίου της Σαξονίας, ο μακροχρόνιος ρωσόφιλος Μίχαελ Κρέτσμερ εξέφρασε σκεπτικισμό για τις κυρώσεις στη Ρωσία, υποστηρίζοντας ότι η Γερμανία κινδυνεύει να «αποβιομηχανοποιηθεί» εάν η Μόσχα κόψει τις παραδόσεις φυσικού αερίου στην Ευρώπη. (Ο Κρέτσμερ είναι μέλος των κυρίαρχων κεντροδεξιών Χριστιανοδημοκρατών.)
  • Ο Τίνο Κρουπάλα, ο κοινοβουλευτικός ηγέτης του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), ζήτησε τον τερματισμό των κυρώσεων στη Ρωσία τον ίδιο μήνα έκκληση που απήυθυνε αργότερα και η Λε Πεν.

«Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν χαρίσει αυτό το επιχείρημα στα εθνικιστικά κόμματα, με την έννοια ότι τα πακέτα κυρώσεων πλασαρίστηκαν υπερβολικά από την αλληλεγγύη στην Ουκρανία και το να κάνεις το σωστό. Αυτό που βλέπουμε τώρα είναι ότι καθώς οι Ευρωπαίοι αισθάνονται τον αντίκτυπο πάνω τους όσον αφορά τις τιμές, είναι πολύ εύκολο για τα εθνικιστικά κόμματα να παρουσιάσουν αυτές τις αυξήσεις των τιμών ως αποτέλεσμα των κυρώσεων και να αμφισβητήσουν την αναγκαιότητά τους», σχολιάζει η διευθύντρια του προγράμματος European Power στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, Σούζι Ντένισον.

Εξηγώντας γιατί θεωρεί ότι είναι λάθος το σκεπτικό ότι με την άρση των κυρώσεων και την επανέναρξη του εμπορίου με τη Ρωσία, θα υποχωρήσει ο άμεσος κίνδυνος ελλείψεων στην ενέργεια και θα τονωθεί η οικονομία, ο Ιντο Βοκ που υπογράφει το άρθρο του New Statesman επικαλείται τον οικονομολόηο Τίμοθι Ας:

«Ακόμη και αν αίρονταν όλες οι κυρώσεις αύριο, οι εμπορικές σχέσεις με τη Ρωσία δεν θα επανέλθουν στα επίπεδα που ήταν στις 23 Φεβρουαρίου, μια ημέρα πριν από την εισβολή στην Ουκρανία. Οι κυρώσεις αποφασίζονται από τις κυβερνήσεις, αλλά εφαρμόζονται από χιλιάδες άτομα και επιχειρήσεις, που πρέπει όλοι να επιλέξουν εάν θα συνεχίσουν ή θα σταματήσουν τη λειτουργία τους στη Ρωσία, διακινδυνεύοντας πρόστιμα και κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων εάν διαπιστωθεί ότι δεν συμμορφώνονται. Πολλοί έχουν ήδη προχωρήσει περισσότερο από ό,τι απαιτείται από το νόμο, κρίνοντας ότι οι κίνδυνοι για τη φήμη και τη λειτουργία από τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στη Ρωσία είναι πολύ υψηλοί, ακόμη κι αν τους επιτρέπεται από το νόμο». 

Σύμφωνα με τον Βοκ, εάν αρθούν οι κυρώσεις, ορισμένες εταιρείες θα αποφάσιζαν να επανεκκινήσουν τις δραστηριότητές τους στη Ρωσία – αλλά πολλές όχι. Μπορεί να φοβούνται την επιβολή εκ νέου κυρώσεων ή να αντιλαμβάνονται ότι τυχόν νέες επενδύσεις στη Ρωσία διατρέχουν αδικαιολόγητο κίνδυνο (η ρωσική κυβέρνηση έχει φλερτάρει με την εθνικοποίηση των περιουσιακών στοιχείων εταιρειών από «μη φιλικές χώρες»). 

Πάντως ο ίδιος εκτιμάει ότι καθώς πλησιάζει ο χειμώνας και βαθαίνει η ενεργειακή κρίση, οι εκκλήσεις για χαλάρωση των κυρώσεων είναι πιθανό να αυξηθούν. «Αυτό που ξεκίνησε με τον Ορμπάν και τη Λε Πεν, μπορεί να μην τελειώσει με αυτούς», καταλήγει. 

naftemporiki.gr

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή