Tου Άγγελου Χρυσόγελου
Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο London Metropolitan University
Θα αποδειχτεί ο πόλεμος στην Ουκρανία μια καμπή για την ηγετική θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη; Η άρνησή της τις πρώτες μέρες του πολέμου να αποστείλει εξοπλισμό και κυρίως η υπονόμευση μιας κοινής ευρωπαϊκής στάσης στο θέμα της ενέργειας, έχουν κάνει την Γερμανία έναν μόνιμο στόχο κριτικής. Η απαξίωση έχει φτάσει στο σημείο η ουκρανική ηγεσία να αρνείται να υποδεχθεί Γερμανούς αξιωματούχους στο Κίεβο αν αυτοί δεν κάνουν δήλωση μετάνοιας για τις πρότερες σχέσεις τους με τον Πούτιν.
Για αρκετούς αναλυτές στην Ελλάδα και την Ευρώπη, ο πόλεμος έχει τουλάχιστον την θετική συνέπεια ότι, υπό το βάρος της κατακραυγής, η Γερμανία θα αναλάβει επιτέλους το κόστος των υποχρεώσεών της τόσο προς το ΝΑΤΟ, επανεξοπλιζόμενη, όσο και προς την ΕΕ, χρηματοδοτώντας την βαθύτερη ενοποίηση στην ασφάλεια, την οικονομία και την τεχνολογία. Με αυτόν τον τρόπο, θα χάσει την προνομιακή θέση που κατείχε επί καγκελαρίας Μέρκελ, υποτασσόμενη στις προτεραιότητες των ΗΠΑ και της Γαλλίας αντίστοιχα.
Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, όπου εύλογα κάθε εξέλιξη που περιορίζει την γερμανική μονοκρατορία ενστικτωδώς γίνεται δεκτή θετικά, το τέλος της γερμανικής ηγεμονίας είναι ένα χρήσιμο νομιμοποιητικό αφήγημα για την επιλογή της άνευ όρων στοίχισης με την Δύση στην ουκρανική κρίση. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους αυτή η ανάλυση είναι υπερβολικά αισιόδοξη και μάλλον απλοϊκή.
Ο πρώτος αφορά τις προτεραιότητες των ΗΠΑ, για τις οποίες η Γερμανία παραμένει ο πιο κατάλληλος τοποτηρητής στην Ευρώπη σε σχέση τόσο με την Γαλλία, την οποία η Ουάσιγκτον δεν εμπιστεύεται, όσο και την Βρετανία, την οποία δεν εμπιστεύονται οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι. Αν ο πόλεμος έχει φέρει στο προσκήνιο όλες εκείνες τις επιλογές της Γερμανίας που δυσαρεστούσαν την Ουάσιγκτον, στο τέλος αυτής της διαδικασίας αναπόφευκτα θα έχουμε μια Γερμανία απαλλαγμένη από κάθε «ύποπτη» σύνδεση με την Ρωσία, άρα έτοιμη να επανέλθει στον ηγετικό της ρόλο σε μια ΕΕ επανενταγμένη στην υπό αμερικανική ηγεμονία Δύση.
Θύμα αυτής της μετάβασης θα είναι η γαλλικής εμπνεύσεως ιδέα περί ευρωπαϊκής «στρατηγικής αυτονομίας», η οποία είχε αποκτήσει ερείσματα στα χρόνια της προεδρίας Τραμπ. Πραγματικά, αν κάποιος αναζητεί την μόνη περίοδο όπου ΗΠΑ και Γερμανία βρίσκονταν όντως σε σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ τους, θα την βρει στην προεδρία Τραμπ. Να θυμίσουμε, αντίθετα, ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε αναστείλει τις κυρώσεις εις βάρος της Γερμανίας για την συμμετοχή της στον ρωσικό αγωγό Νορντ Στριμ ΙΙ, κόντρα στις αντιρρήσεις των Ρεπουμπλικάνων και μόλις μήνες πριν την απαρχή της ουκρανικής κρίσης! Όπως και στα χρόνια της κρίσης της Ευρωζώνης, η εναπόθεση ελπίδων στις ΗΠΑ ως αντίβαρο στην γερμανική κυριαρχία έχει βάση μόνο περιστασιακά, σε βάθος χρόνου όμως αποτελεί μάλλον ευσεβή πόθο.
Δεύτερον, η αποσύνδεση από το ρωσικό αέριο θα έχει όντως αρνητικές επιπτώσεις για την γερμανική οικονομία για κάποιο διάστημα, η κρίση όμως δεν βρίσκει την Γερμανία πλήρως ανέτοιμη. Αντίθετα, η γερμανική βιομηχανία είχε ήδη προετοιμαστεί για την εγκατάλειψη του φυσικού αερίου στα πλαίσια της «πράσινης μετάβασης». Η κωλυσιεργία της κυβέρνησης Σολτς αφορά περισσότερο ανησυχίες για εκλογικές απώλειες λόγω πληθωρισμού, ύφεσης κλπ. παρά άρνηση της πραγματικότητας ότι κάποια στιγμή η Γερμανία θα πάψει να ζει από το ρωσικό αέριο. Και μπορεί η Γερμανία να έχει χάσει τις εντυπώσεις στην δημόσια συζήτηση για την Ουκρανία, στην πράξη όμως έχουμε. ακόμα μια κρίση, μετά από αυτήν της Ευρωζώνης και της πανδημίας, που γιγαντώνει το χάσμα μεταξύ ισχυρών και αδυνάτων στην ΕΕ. Το μπλοκάρισμα από την Γερμανία και άλλες βόρειες χώρες κοινών πρωτοβουλιών ενάντια στις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης δείχνει ότι η ΕΕ εξακολουθεί να λειτουργεί ως μαξιλάρι ασφαλείας της Γερμανίας και μέσο μετακύλισης του οικονομικού κόστους στα πιο αδύναμα κράτη-μέλη.
Η τρίτη παρεξήγηση αφορά το στερεότυπο ότι η γερμανική ηγεσία είναι πλήρως υποταγμένη στις επιθυμίες της βιομηχανίας της, κάτι που υπονοεί ότι υπάρχει ένδεια γεωπολιτικής σκέψης και αδυναμία προσαρμογής σε νέες συνθήκες. Όπως κάθε στερεότυπο, μια τέτοια αντίληψη περιέχει ίχνη αλήθειας αλλά είναι σε τελική ανάλυση λανθασμένη. Αντίθετα, πίσω από την εικόνα του στείρου μερκαντιλισμού, στην Γερμανία υπάρχει πάντα μια έντονη πολιτικο-ιδεολογική διαπάλη μεταξύ δυο διαφορετικών αντιλήψεων για τα συμφέροντα της χώρας.
Πέρα από τις βραχυπρόθεσμες ανησυχίες για το πολιτικό κόστος, οι αμφιβολίες του Σολτς για μέτρα κατά της Ρωσίας πρώτα και κύρια έχουν να κάνουν με την ιδεολογική παρακαταθήκη του κόμματός του, του SPD, με την ισχυρή κουλτούρα συνεννόησης με την Ρωσία. Η κρίση αποτελεί αντίθετα ευκαιρία επανάκαμψης της φιλοατλαντικής πτέρυγας του γερμανικού κατεστημένου, η οποία υπό τους καγκελάριους Σρέντερ και Μέρκελ ήταν σε υποχώρηση. Η είσοδος στην κυβέρνηση των Πρασίνων, του πιο φιλο-αμερικανικού κόμματος στην Γερμανία, ήταν το πρώτο βήμα σε αυτήν την κατεύθυνση, ενώ σε εφεδρεία βρίσκεται το CDU υπό τον Φρίντριχ Μερτς, διάδοχο της Μέρκελ και πιστό Ατλαντιστή. Είναι ενδεικτικό ότι, σε αντίθεση με πολιτικούς από το SPD, ο Μερτς έχει ήδη πάει στην Ουκρανία όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό.
Με άλλα λόγια, η αντίληψη ότι η σημερινή προβληματική εικόνα της Γερμανίας προοιωνίζεται στρατηγική περιθωριοποίησή της είναι κοντόφθαλμη. Εξίσου, αν όχι περισσότερο πιθανό είναι ότι στο τέλος της κρίσης θα έχει αναδυθεί μια Γερμανία με έναν νέο εσωτερικό πολιτικό διακανονισμό, μια εκσυγχρονισμένη οικονομία στην πρωτοπορία των πράσινων και ψηφιακών τεχνολογιών, με λιγότερες εξαρτήσεις όπως το ρωσικό αέριο, με το Βερολίνο ξανά το κυρίαρχο κέντρο μιας Ευρώπης-προμαχώνα της Δύσης στον νέο ψυχρό πόλεμο που σχηματοποιείται. Για τα αδύναμα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας, αυτή η συζήτηση έχει έτσι κι αλλιώς αξία μόνο ως ανάγνωση των μεταπτώσεων των δυνάμεων από τις οποίες εξαρτώνται. Η δομική κατάσταση υστέρησής τους είναι κάτι που ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν θα μεταβάλλει.