Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Το βιβλίο «Διάλογοι προσφύγων» του Μπέρτολτ Μπρεχτ (1898-1956) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική, σε μετάφραση και επίμετρο Δέσποινας Σκούρτη.
Στο εστιατόριο ενός σιδηροδρομικού σταθμού, κάπου στην Ευρώπη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δύο πολιτικοί πρόσφυγες, ο βιοπαλαιστής Κάλε και ο αστός Τσίφελ, συναντιούνται σχεδόν τυχαία και συζητούν για θέματα φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους. Ξεκινώντας από την καθημερινότητα της προσφυγιάς, όπου η μπίρα είναι αραιωμένη, ο καφές δεν είναι καφές και ο καπνός είναι κακής ποιότητας, φτάνουν να αναλύουν σημαντικά ζητήματα της πολιτικής και της ηθικής, μιλώντας για τα διαβατήρια, τον υλισμό, τις αρετές, την πορνογραφία, τον πόλεμο, το σχολείο, τον πατριωτισμό και τη Δημοκρατία.
Μεταξύ άλλων, στην κουβέντα τους, «τους ακούμε» να λένε: «Δεν χωρεί αμφιβολία ότι στην εποχή μας οι ασήμαντοι άνθρωποι είναι είδος υπό εξαφάνιση. Η πρόοδος στους τομείς της επιστήμης, της τεχνολογίας και προπαντός της πολιτικής είχε ως συνέπεια να εξαφανίζονται από προσώπου γης. Εκείνο που δημιούργησε υπερβολικό αριθμό σημαντικών ανθρώπων είναι η εκπληκτική ικανότητα της εποχής μας να μετατρέπει το τίποτα σε κάτι»· σε άλλο σημείο, ένας από τους δύο αναφέρει: «Ας τo συνοψίσουμε ως εξής: Όταν σε μια χώρα η δίψα για την παιδεία αποκτήσει χαρακτήρα ιδιαιτέρως ηρωικό και αλτρουιστικό τόσο που να ξεχωρίζει και να θεωρείται υψηλή αρετή, τότε αυτό κάποτε θα αποβεί μοιραίο για την ίδια τη χώρα».
Στους «Διαλόγους προσφύγων», ο Μπρεχτ αξιοποιεί βιωματικό υλικό από την περιπλάνησή του ανά την Ευρώπη, όπου βρέθηκε ως πρόσφυγας διωκόμενος από το ναζιστικό καθεστώς, για να καυτηριάσει την υποκρισία των ισχυρών σε βάρος των ανίσχυρων, επιστρατεύοντας και τη σάτιρα στον μαχητικό αντιφασισμό –«Ο πιο τακτικός άνθρωπος που γνώρισα σε όλη μου τη ζωή ήταν κάποιος ονόματι Σίφινγκερ στο στρατόπεδο του Νταχάου, ένας άνδρας των Ες Ες. Έλεγαν γι’ αυτόν ότι δεν άφηνε την ερωμένη του να βγαίνει σεινάμενη-κουνάμενη άλλη μέρα εκτός από το Σάββατο, και τότε πάλι όχι άλλη ώρα της ημέρας παρά μόνο το βράδυ. Δεν είχε καν το δικαίωμα να ακουμπήσει το μπουκάλι της λεμονάδας της στο τραπέζι του καπηλειού αν πρώτα δεν την είχε πιει άσπρο πάτο. Κι όταν μας έδερνε με το καμουτσίκι, το έκανε με άκρα ευσυνειδησία, ώστε οι μελανιές που άφηνε σχημάτιζαν ένα σχέδιο που θα περνούσε και τον έλεγχο με το υποδεκάμετρο. Η έννοια της τάξης ήταν τόσο βαθιά χαραγμένη στη συνείδησή του, ώστε θα προτιμούσε να μη βασανίσει κανέναν αν επρόκειτο να το κάνει ακατάστατα» λέει ο ένας συνομιλητής ενώ αλλού διαβάζουμε: «Είναι εντελώς άδικο να εγκαλούν τους ναζί για παραπλάνηση επειδή εκείνοι υποστηρίζουν ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης έχουν εκπαιδευτικό σκοπό. Αναμφιβόλως πρόκειται για υποδειγματικές δομές εκπαίδευσης. Φυσικά τα δοκιμάζουν κατ’ αρχάς στους εχθρούς τους, αλλά τα στρατόπεδα αυτά προορίζονται για όλους. Βέβαια, το καθεστώς δεν έχει εδραιωθεί πλήρως και είναι ακόμα κάπως αδύναμο. Για παράδειγμα, οι εργάτες συνεχίζουν να γυρίζουν σπίτι μετά τη δουλειά, πράγμα που οι Γερμανοί θα πρέπει να το θεωρούν εντελώς παρωχημένη συνήθεια. Άρα, έχουν δρόμο ακόμα ώσπου να ελέγξουν όλο τον κόσμο. Τα παιδιά, εντάξει, τα έχουν στο χέρι από τα έξι τους χρόνια, αφού ανδρώνονται στις νεολαίες του Πωστονλένε, στο στρατό και στο κόμμα. Αλλά τι γίνεται, για παράδειγμα, με τα γερόντια; Πού είναι η οργάνωση του Πωστονλένε για τους ηλικιωμένους; Το κενό είναι αισθητό, και δεν αποκλείεται κάποια στιγμή να ξεπηδήσει από εκεί κάποιος κίνδυνος!»
/
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ γεννήθηκε το 1898 στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επιστρατεύτηκε ως νοσοκόμος και άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα και θεατρικά έργα. Μετά την άνοδο του ναζισμού, αυτοεξορίστηκε από τη Γερμανία, μέχρι το 1948. Έζησε στην Ελβετία, τη Δανία, τη Σουηδία, τη Φινλανδία και στις ΗΠΑ, όπου δέχτηκε έντονες διώξεις από το μακαρθικό καθεστώς. Πέθανε το 1956 στο Ανατολικό Βερολίνο. Το έργο του, που καθιερώθηκε παγκόσμια, παραμένει επίκαιρο ως τις μέρες μας.
Η διευρυμένη θεματική των «Διαλόγων», καθώς και η προσέγγισή τους από τη σκοπιά δύο διαφορετικών κόσμων, του εργάτη Κάλε και του διανοούμενου Τσίφελ, συνθέτουν ένα αδιάσπαστο σύνολο, συστήνοντας στον αναγνώστη τον Μπρεχτ ως διανοητή και άνθρωπο, αποκαλύπτοντας σημαντικά και εν πολλοίς άγνωστα στοιχεία της ζωής του.