Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
«“Το πτώμα είναι στη βιβλιοθήκη”, είπε ο συνταγματάρχης Όσμπορν. “Ελάτε μαζί μου”.
Ο επιθεωρητής Στράφορντ ήταν συνηθισμένος στα κρύα σπίτια. […] Ενώ ακολουθούσε τώρα τον Όσμπορν κατά μήκος του ευρύχωρου διαδρόμου –πλακάκια στιλβωμένα από τον χρόνο, ένα ζευγάρι κέρατα τάρανδου, θαμπά προγονικά πορτρέτα των Όσμπορν κρεμασμένα κι από τις δυο πλευρές των τοίχων-, η ατμόσφαιρα του φαινόταν ακόμα πιο παγωμένη απ’ ό,τι έξω. […]
Χιόνιζε ασταμάτητα επί δύο μέρες, κι αυτό το πρωί τα πάντα έδειχναν να ατενίζουν αποσβολωμένα το θέαμα της αδιάσπαστης λευκότητας ολόγυρα κι ως εκεί που έφτανε το μάτι. Ο κόσμος έλεγε ότι το φαινόμενο ήταν πρωτοφανές, ότι δεν είχαν ξαναζήσει τέτοια κακοκαιρία, ότι ήταν ο χειρότερος χειμώνας που θυμόντουσαν. Όμως, τα ίδια έλεγαν κάθε χρόνο όταν χιόνιζε, ακόμη και τις χρονιές που δεν χιόνιζε».
Ο Μπάνβιλ συγκαταλέγεται στους σπουδαίους συγγραφείς της εποχής μας. Γεννήθηκε το 1945 στο Γουέξφορντ της Ιρλανδίας και ζει στο Δουβλίνο. Κάτοχος Booker, Βραβείου Φραντς Κάφκα και του Βραβείου του Πρίγκιπα των Αστουριών, έχει τιμηθεί για τη συνολική του προσφορά στην ιρλανδική λογοτεχνία με το Irish Pen Award.
Ιρλανδία, 1957. Ενώ η Καθολική Εκκλησία κυβερνά τη χώρα με άτεγκτη πυγμή, ο προτεστάντης επιθεωρητής Στράφορντ καλείται σε μια κωμόπολη της Κομητείας Γουέξφορντ προκειμένου να διαλευκάνει τον φόνο ενός ιερέα, ο οποίος εντοπίστηκε δολοφονημένος στο Μπαλιγκλάς Χάουζ, προγονική έδρα της αριστοκρατικής οικογένειας Όσμπορν.
«Ο Στράφορντ, χτυπώντας απαλά το καπέλο του πάνω στον αριστερό του μηρό, έριξε μια αφηρημένη ματιά τριγύρω. Τα πάντα φάνταζαν εξωπραγματικά, το μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο, οι ψηλές βιβλιοθήκες, το ακριβό αλλά τριμμένο τούρκικο χαλί, η διάταξη των επίπλων και το πτώμα, ξαπλωμένο τόσο τακτικά, τα μάτια ανοιχτά, θολά, να κοιτάζουν αόριστα προς την οροφή, λες και ο κάτοχός τους δεν ήταν νεκρός αλλά χαμένος σε έναν απορημένο συλλογισμό.
Και ύστερα ήταν ο άντρας που στεκόταν από την άλλη πλευρά του πτώματος, με το καλοσιδερωμένο παντελόνι, το καρό βαμβακερό πουκάμισο, το άψογο παπιγιόν, το στρατιωτικό μουστακάκι, τα παγερά του μάτια, ενώ μια αχτίδα όμοια με αστεριού από το παράθυρο πίσω του φεγγοβολούσε πάνω στην πλαγιά του λείου, ηλιοκαμένου του κρανίου. Έμοιαζαν όλα τόσο θεατρικά, ιδίως χάρη σ’ εκείνο το αφύσικα λαμπρό λευκό φως που πολιορκούσε το σπίτι απέξω. Λες και ήταν η τελευταία σκηνή δραματικού μονόπρακτου, λίγο πριν πέσει η αυλαία κι αρχίσει να χειροκροτάει το κοινό.
Τι είχε συμβεί εδώ το προηγούμενο βράδυ, που είχε καταλήξει στη δολοφονία και στον ακρωτηριασμό αυτού του ανθρώπου;»
Στο «Χιόνι», ο συγγραφέας χτίζει το μυστήριο με εκλεπτυσμένη ακρίβεια, φορτίζει την πλοκή με αμείωτη αγωνία και, τελικά, παραδίδει ένα μυθιστόρημα απολαυστικό.
Στην προσπάθειά του να διαλευκάνει την υπόθεση, ο νεαρός αστυνομικός βρίσκεται αντιμέτωπος με πολλά ανυπέρβλητα εμπόδια· από το πυκνό χιόνι που πέφτει ακατάπαυστα και καλύπτει τα πάντα μέχρι τον όρκο σιωπής που φαίνεται να τηρεί απαρέγκλιτα η μικρή εκείνη κοινότητα. Δεν αργεί, ωστόσο, να διαπιστώσει ότι κυρίως οι Όσμπορν είναι αυτοί που κρύβουν κάτι άλλο πίσω από το πρόσωπο που παρουσιάζουν. Ο Στράφορντ, όταν ξαφνικά εξαφανίζεται ο Τζένκινς, ο βοηθός του, πασχίζει να βρει την άκρη του νήματος, προτού το χιόνι και τα κλειστά στόματα εξαλείψουν όλα τα ίχνη.
Στο «Χιόνι», ο Τζον Μπάνβιλ χτίζει το μυστήριο με εκλεπτυσμένη ακρίβεια, φορτίζει την πλοκή με αμείωτη αγωνία και, τελικά, παραδίδει ένα μυθιστόρημα απολαυστικό.